Δεν είναι πένθος εθνικό – Δεν είναι η άτυχη στιγμή

Στην κρατική θανατοστατιστική χιλιάδες είναι οι άνθρωποι που χάνουν τις ζωές τους και κατατάσσονται ως αριθμοί χωρίς μνείες και τυμπανοκρουσίες. Η είδηση του θανάτου τους δεν είναι παρά μόνο μια σύντομη είδηση στα δελτία ειδήσεων και τις στήλες των ρεπορτάζ που σύντομα ξεχνιέται. Εργατικά «ατυχήματα», θάνατοι στα σύνορα και τις θάλασσες, αυτοκτονίες με ταξικά αίτια, δολοφονίες μεταναστών στα Α.Τ. είναι κάποια μόνο από τα παραδείγματα ανθρώπων που δεν πεθαίνουν ως «ήρωες» και «εθνικοί λεβέντες» αλλά ως «αριθμοί» και «σύντομες ειδήσεις» που μόνο λίγοι και πρωτίστως οι οικείοι τους μνημονεύουν. Πότε- πότε υπάρχουν και εκείνοι οι θάνατοι που δεν μπορούν να πνιγούν στην αριθμητική αναλγησία των κρατικών στατιστικών, όχι γιατί το κράτος γίνεται ξαφνικά «ευαίσθητο» αλλά γιατί δεν μπορούν να κουκουλωθούν οι ευθύνες του. Και τότε η κήρυξη «εθνικούς πένθους», οι μνείες και οι τυμπανοκρουσίες αναφύονται ως τα βρώμικα μέσα ξεπλύματος των ευθυνών του.

Αναντίρρητα υπάρχουν θάνατοι από φυσικές καταστροφές με ή χωρίς κρατικές ευθύνες. Υπάρχουν οι θάνατοι από «ανθρώπινα λάθη», από «άτυχες στιγμές» και από «μοιραίες συμπτώσεις». Αλλά υπάρχουν και θάνατοι που κάλλιστα μπορούν να προσδιοριστούν ως κρατικά και ταξικά εγκλήματα. Η ανείπωτη τραγωδία που εκτυλίχτηκε στα Τέμπη είναι μια τέτοια περίπτωση, ένα προμελετημένο έγκλημα για το οποίο οι εργαζόμενοι μέσα από τους συνδικαλιστικούς φορείς τους προειδοποιούσαν ότι είναι θέμα χρόνου να συμβεί. Προοικονομούσαν μάλιστα όχι μόνο το δυστύχημα αλλά και τα «κροκοδείλια δάκρυα» των πολιτικάντιδων. Κανείς δεν μπορεί να υποκριθεί τον ανήξερο και κανείς δεν νομιμοποιείται ηθικά και κοινωνικά να ρίξει το βάρος των ευθυνών σε έναν μεμονωμένο υπάλληλο όταν πρόκειται για ένα έγκλημα με δομικές κρατικές ευθύνες, που πατάει πάνω σε μια χρόνια στρατηγική απαξίωσης πόρων και που ως εκ θαύματος δεν είχε οδηγήσει μέχρι τώρα και σε άλλους θανάτους εργαζομένων και επιβατών στα πάμπολλα παραδείγματα «ατυχημάτων» που είχαν προηγηθεί. Δεν αρκούν βεβαίως ούτε οι προσχηματικές και επικοινωνιακές παραιτήσεις για τον κατευνασμό της δίκαιης κοινωνικής οργής και η αντικατάσταση των προσώπων σε υπουργικούς θώκους με την ίδια την αστική πολιτική και τους κεφαλαιοκράτες να μένουν στο απυρόβλητο.

Αν κάτι είναι βέβαιο και σε μεγάλο βαθμό ριζωμένο στην συνείδηση της κοινωνικής πλειοψηφίας, έστω και με έναν γενικό τρόπο πρόσληψης της κατάστασης, είναι πως κράτος, καπιταλιστές και κυβερνήσεις είναι υπεύθυνοι για τους θανάτους στα Τέμπη. Από την ιδιωτικοποίηση μπιρ παρα του ΟΣΕ στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων της «πρώτης φοράς αριστέρα» και τις τότε θριαμβολογίες του Τσίπρα, έως τις δηλώσεις στελεχών της Νέας Δημοκρατίας όπως λ.χ. του συνυφασμένου με αντεργατικά νομοσχέδια Χατζηδάκη για την «εξυγίανση» του ΟΣΕ χάρη στο ξεπούλημα της «πιο προβληματικής επιχείρησης στην Ευρώπη» οι κυβερνητικές και κρατικές ευθύνες είναι δεδομένες και έχουν δημόσια αναληφθεί. Οι ένοχοι βρίσκονται στο κοινοβούλιο, σε κρατικές θέσεις και σε καπιταλιστικές εταιρείες. Έχουν ονόματα και διευθύνσεις. Είναι όλοι αυτοί που για τα κέρδη απαξίωσαν κάθε μέτρο ασφάλειας, άφησαν θέσεις υποστελεχωμένες, εγκατέλειψαν τους σιδηροδρόμους σε μεσαιωνικές συνθήκες λειτουργίας την ώρα που η τεχνολογική πρόοδος έχει φτάσει σε ασύλληπτα επίπεδα μέσα σε έναν πολύ μικρό ιστορικό χρόνο.

Στα βαγόνια αυτά που τόσοι άνθρωποι της τάξης μας έχασαν την ζωή τους και άλλοι τόσοι ακόμα αγνοούνται ή χαροπαλεύουν, θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας. Τις γραμμές αυτές των σαπιοτραίνων της «νεοφιλελεύθερης εξυγίανσης» δεν χρησιμοποιούν οι έχοντες τον πλούτο, την εξουσία και τα αξιώματα, γι’ αυτό και το πένθος δεν είναι «εθνικό» αλλά ταξικό, λαϊκό, κοινωνικό πένθος, για τους συνανθρώπους μας. Αν τα χρησιμοποιούσαν αυτά τα καθάρματα δεν θα προσέκρουαν το ένα πάνω στο άλλο, δεν θα συντονίζονταν με αυτό τον απαρχαιωμένο τρόπο και το λαϊκό ένστικτο το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Οι επιβαίνοντες θα απολάμβαναν την ασφάλεια του ταξιδιού μέσα στην οσμή του χαβιάρι και όχι στην μυρωδιά της καμένης λαμαρινάς ανάμεσα σε ουρλιαχτά, πόνο και φρίκη θανάτου. Ο κόσμος του κράτους και της αστικής τάξης με τον κόσμο τον δικό μας, τον κόσμο της εργασίας, του μόχθου, της αβέβαιης μέσα σ’ αυτό τον κόσμο αλλά πάντα γεμάτη ελπίδες νιότης χωρίζονται από αίμα. Είναι κόσμοι ασυμβίβαστοι, κόσμοι σε διαρκή σύγκρουση, κόσμοι σε πόλεμο μέχρι την τελική επικράτηση του δικού μας κόσμου, αυτού του της ελευθερίας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αλληλοβοήθειας, της αναρχίας.

Αν και οι στιγμές είναι δύσκολες και η κοινωνική, ταξική και επαναστατική μας ηθική επιβάλλει τις άμεσες απαντήσεις οργής, οφείλουμε να πούμε πως ενάντια στο συστημικά οριοθετημένο δίλημμα ανάμεσα στο νεοφιλελεύθερο «μικρό κράτος» και το σοσιαλδημοκρατικο «περισσότερο» κράτος που ξεπροβάλλει εκ νέου, η απάντηση μας είναι ξεκάθαρη: καθόλου κράτος! Η ανάγκη για την ανάπτυξη ενός σχεδίου άμεσων κοινωνικοποιήσεων πόρων, υπηρεσιών και παραγωγικών μέσων, όχι για την όρθωση «νησίδων ελευθερίας» αλλά στο πλαίσιο ενός επαναστατικού προγράμματος ανατροπής, είναι πιο επιτακτική όσο ποτέ. Όλα για όλους, από εμάς για εμάς, μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να χτίσουμε τον κόσμο στο μπόι των αναγκών και των επιθυμιών μας, με γνώμονα το συλλογικό όφελος και όχι τα ατομικά κέρδη των ολίγων.

Χρωστάμε στους νεκρούς της τάξης μας, σε κάθε αδικοχαμένο συνάνθρωπο μας, να παλέψουμε για έναν καλύτερο κόσμο. Τόσο διεκδικώντας άμεσα οτιδήποτε θα καλυτερέψει τους όρους διαβίωσης μας όσο και κοιτώντας την πλήρη ανατροπή του υπάρχοντος εκμεταλλευτικού, καταπιεστικού και άδικου κόσμου. Γιατί, τιμή στους νεκρούς συνανθρώπους μας είναι ο αγώνας ενάντια στο διαρκές ταξικό έγκλημα και τις κοινωνικές αδικίες που απορρέουν απ’ το σάπιο, ξεπερασμένο αυτό σύστημα του καπιταλισμού και του κράτους και όχι η με όποιον τρόπο συντήρηση και διαιώνιση του.

Στηρίζουμε το σύνολο των κινητοποιήσεων

Βία στην βία της εξουσίας

Να πάρουμε τον πλούτο στα δικά μας χέρια

Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.