Θέσεις για την πατριαρχία με αφορμή τα πρόσφατα περιστατικά γυναικοκτονιών και έμφυλης βίας

Τους τελευταίους μήνες, έρχονται στην δημοσιότητα με αμείωτο ρυθμό περιστατικά γυναικοκτονιών, βιασμών και κακοποιήσεων γυναικών. Τα γεγονότα και οι καταγγελίες αποκτούν πλέον την μορφή χιονοστιβάδας και καθιστούν ανέφικτη την μη παραδοχή ή την σχετικοποίηση της ύπαρξης, της διαιώνισης και της στυγνής αναπαραγωγής της πατριαρχίας. Οι γυναικοκτονίες της Καρολάιν, της Γαρυφαλλιάς, της Ελένης που εκτελέστηκε εξ επαφής από τον  πρώην σύζυγό της, της Άννας που μαχαιρώθηκε στην Δάφνη από τον άντρα της, ο βιασμός και ξυλοδαρμός εργαζόμενης καθαρίστριας στα Πετράλωνα, ο ομαδικός βιασμός γυναίκας με αναπηρίες σε διαμέρισμα στα Πατήσια, η υπόθεση των βιασμών ανηλίκων από ιερέα στο Αγρίνιο καθώς και η υπόθεση στην Ηλιούπολη όπου ο πατέρας και μπάτσος εξέδιδε την 18χρονη κόρη του είναι μερικά μόνο από τα πρόσφατα περιστατικά πατριαρχικής επιβολής που έχουν έρθει στο φως. Είναι γεγονότα που στέκουν αμείλικτα μπροστά μας και μας καλούν να πάρουμε μια σαφή και ξεκάθαρη θέση: ή στην πλευρά των γυναικών που βιώνουν την πατριαρχική βία ή στην πλευρά των πατριαρχικών καθαρμάτων που τις εκμεταλλεύονται, τις κακοποιούν, τις βιάζουν και φτάνουν ακόμη μέχρι την δολοφονία.

Όλα τα παραπάνω γεγονότα, βέβαια, δεν έπεσαν ως κεραυνός εν αιθρία ούτε μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά. Το συνεχές της έμφυλης βίας και κακοποίησης, με τις χιλιάδες καταγγελίες κάθε χρόνο και το μεγαλύτερο ποσοστό εκείνων των περιστατικών που δεν καταγγέλλονται και δεν γνωστοποιούνται ποτέ, είναι εμφανές και αποδεικνύει τις βαθιές ρίζες της πατριαρχίας. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό που ωθεί τους δράστες στην επιβολή δια της βίας η οποία μπορεί να φτάσει έως και την γυναικοτονία, την δολοφονία δηλαδή που γίνεται βάσει έμφυλων κριτηρίων και κινήτρων , είναι η πατριαρχική λογική της αντίληψης της γυναίκας ως αντικείμενο ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης. Η αμφισβήτηση και ο σκεπτικισμός σχετικά με τις καταγγελίες κακοποιητικών συμπεριφορών, από την άλλη πλευρά, οδηγεί στην αποθάρρυνση και τον φόβο των γυναικών να καταγγείλουν περιστατικά έμφυλης κακοποίησης και να καταφέρουν να βγουν από την επώδυνη πραγματικότητα της πατριαρχικής βίας που βιώνουν.

Όσοι τόνοι συγκάλυψης και να ριχτούν στα κίνητρα των δραστών για να συσκοτιστούν τα έμφυλα χαρακτηριστικά των πράξεων τους, όσες υπερασπιστικές γραμμές και αν χτιστούν από τους «φίλους» και τον κοινωνικό περίγυρο των πατριαρχικών καθαρμάτων, όσο κι αν κάποιοι συνεχίζουν να κλείνουν τα μάτια τους και να μην παίρνουν θέση επικαλούμενοι το αστικό λάβαρο του “τεκμήριου της αθωότητας των δραστών”, η πατριαρχική πραγματικότητα δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί πίσω από  δικαιολογίες και φθηνές προσπάθειες συγκάλυψης.

Η πατριαρχία παρουσιάζεται με πολλές εκφάνσεις και μπορεί να εντοπιστεί σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, δημόσιας και ιδιωτικής. Αυτό που μπορεί να επιβεβαιωθεί εύκολα εάν λάβουμε υπόψη και τα πρόσφατα περιστατικά έμφυλης βίας και κακοποίησης που βγήκαν στο φως της δημοσιότητας είναι ότι η πατριαρχία μπορεί να αναπαραχθεί και να εφαρμοστεί σε πολλαπλά πεδία και ότι η ταυτότητα των δραστών ποικίλλει. Γι αυτό τον λόγο, είναι εκ προοιμίου λάθος να χτίζουμε ένα συγκεκριμένο προφίλ του κακοποιητή, του βιαστή, του γυναικοκτόνου.

Η πατριαρχία είναι μια εξουσιαστική κοινωνική δόμηση που χάνεται στο βάθος των αιώνων και η έμφυλη βία δεν μπορεί να έχει ούτε ταξικό ούτε εθνικό πρόσημο. Δεν μπορεί δηλαδή να ερμηνευτεί με βάση την φυλή ή την ταξική θέση των δρώντων. Με βάση την παραπάνω παραδοχή, είναι λανθασμένο να χτίζονται προφίλ δραστών είτε αυτά εφορμούν από την φασίζουσα και ρατσιστική λογική του “μετανάστη”, “ξένου” και “λούμπεν” βιαστή, είτε από την γενίκευση του “έλληνα καθωσπέπει στρέιτ άντρα βιαστή”, γιατί ακριβώς αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν ούτε να αιτιολογήσουν και να δικαιολογήσουν ούτε βέβαια να απορρίψουν την έμφυλη βία και κακοποίηση που αυτοί μπορεί να ασκήσουν.

Η αντιμετώπιση των σεξιστικών καθαρμάτων και των βιαστών θα πρέπει να είναι η ίδια ανεξάρτητα από την κοινωνική και ταξική τους θέση, την εθνικότητα τους καθώς και από την πολιτική τους τοποθέτηση η οποία από μόνη της δεν αποτελεί εκ προοιμίου εχέγγυο απαλλαγής και αθώωσης από σεξιστικές και παραβιαστικές συμπεριφορές. Η πατριαρχία, ως ένα ευρύ κοινωνικό πρόβλημα, εντοπίζεται και μέσα σε επονομαζόμενους ως ελευθεριακούς χώρους και κατά καιρούς έχουν υπάρξει καταγγελίες που αφορούν άτομα που κινούνται και συμμετέχουν εντός του α/α χώρου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ορισμένες ομάδες, καταλήψεις και άτομα από το συντροφικό/φιλικό περιβάλλον των δραστών, που κατ’ άλλα υποστηρίζουν έναν κατ’ ευφημισμών αντιπατριαρχικό αγώνα και μια αντισεξιστική ρητορική, έχουν βρεθεί στο πλάι των δραστών αμφισβητώντας και σχετικοποιώντας καταγγελίες, αποφεύγοντας να πάρουν σαφή θέση, επιλέγοντας τον ισοαποστακισμό και λειτουργώντας εν τέλει ως πλυντήρια βιαστών και κακοποιητών είτε λόγω των προσωπικών τους σχέσεων είτε για να καλύψουν πολιτικάντικα τα νότα τους μέσω του αγνωστικισμού. Τόσο η συγκάλυψη και η αποσιώπηση περιστατικών έμφυλης κακοποίησης όσο και η τέλεση τους αποτελούν πράξεις κάθετα αντίθετες προς το αξιακό και ιδεολογικό σύστημα του αναρχισμού και η μόνη ανεκτή απάντηση είναι το άμεσο ξερίζωμα αυτών των καρκινωμάτων με την βίαιη απομάκρυνση και  τον πολιτικό αποκλεισμό των δραστών και των υποστηρικτών τους. Μερίδιο ευθύνης για την διαιώνιση της ύπαρξης τέτοιων μορφωμάτων φέρουν και εκείνοι που ενώ γνωρίζουν και ασκούν κριτική για την “πλυντηριακή” στάση τους, συνεχίζουν να τους στηρίζουν άμεσα και έμμεσα με την ανοχή τους και την παρουσία τους στους χώρους και στις δράσεις τους.

Ο αντιπατριαρχικός αγώνας δεν αποτελεί έναν αγώνα “φύλου εναντίον φύλου” καθώς οι γυναίκες και οι άντρες δεν έχουν εκ φύσεως αντιτιθέμενα συμφέροντα. Η αντίθετη θέση, άλλωστε, θα αποδείκνυε ότι είτε η πατριαρχία είναι ένα εγγενές στοιχείο της κοινωνίας το οποίο δεν μπορεί ξεριζωθεί είτε ότι πρέπει να υπάρξει ένας “πόλεμος” μεταξύ αντρών και γυναικών για την κυριαρχία του ενός επί του άλλου. Το βασικό διακύβευμα μιας ελευθεριακής οπτικής του αντιπατριαρχικού αγώνα θα πρέπει να στοχεύει στην κατάργηση της κοινωνικής ιεραρχίας μεταξύ των φύλων καθώς και στην κατάργηση της καταπίεσης και εκμετάλλευσης που ασκείται από άνθρωπο σε άνθρωπο εν συνόλω. Στην καπιταλιστική κοινωνία η οποία βασίζεται στον διαχωρισμό μεταξύ δύο αντιτιθέμενων τάξεων (αστική τάξη – εργατική τάξη), το φύλο και η σεξουλικότητα δεν είναι ούτε σύνδεσμοι συνένωσης αυτών των τάξεων ούτε και μπορεί να αποτελέσουν σημείο σύγκλισης του αναρχισμού με εξουσιαστικά ρεύματα σκέψης. Οι γυναίκες και οι άνθρωποι της τάξης μας που βιώνουν την πατριαρχική καταπίεση στην βάση του φύλου ή της σεξουαλικότητας δεν έχουν κοινά συμφέροντα ενάντια στην πατριαρχία με αστικούς προνομιούχους και εκ τους ασφαλούς «δικαιωματιστές» και «δικαιωματίστριες» που από την μία αντιμάχονται τους έμφυλους διαχωρισμούς και από την άλλη υπερασπίζονται ένα ταξικό πολιτικό σύστημα δομικών κοινωνικών διαχωρισμών και μαζικής εκμετάλλευσης των εργαζόμενων γυναικών.

Ο αντιπατριαρχικός αγώνας όταν περιορίζεται μονάχα στην θεσμική διεκδίκηση δικαιωμάτων μπορεί πολύ εύκολα να υπονομευθεί καθώς οι νομικές παραχωρήσεις δεν συνεπάγονται απαραίτητα ούτε την εφαρμογή τους από τους κρατικούς θεσμούς ούτε και την κοινωνική αποδοχή και νομιμοποίηση. Επίσης, οι “δικαιωματικές διεκδικήσεις και αγώνες” όταν αυτοί εκπορεύονται από θεσμική όψη και δεν διασυνδέονται με το πρόταγμα για μια Κοινωνική Επανάσταση, στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσουν ως σημείο απόσπασης πολιτικής και εκλογικής υπεραξίας από εξουσιαστικούς μηχανισμούς που στην πραγματικότητα συντηρούν την κοινωνική καταπίεση και οικονομική εκμετάλλευση εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο καπιταλισμός έχει ενσωματώσει την καταπίεση των γυναικών, η οποία υφίσταται εδώ και χιλιάδες χρόνια, και εκμεταλλεύεται αυτή όπως και κάθε άλλη κοινωνική ιεράρχηση για την μεγιστοποίηση των κερδών του, προσαρμοζόμενος στον μεταβαλλόμενο ρόλο των γυναικών μέσα στην κοινωνία έπειτα από τις κατακτήσεις του παρελθόντος. Επομένως, τίποτα δεν μας εγγυάται τον αφανισμό της πατριαρχίας μέσα στο έδαφος του καπιταλισμού και του κράτους, την στιγμή μάλιστα που έχουν καταφέρει να εκμεταλλεύονται αυτή την συνθήκη για τη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. Σε κάθε περίπτωση, η διαιώνιση της κοινωνικής και ταξικής εκμετάλλευσης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα είναι νομοτελειακή συνέπεια λόγω της φύσης και της δομής του συγκεκριμένου μοντέλου παραγωγής. Από την άλλη πλευρά ακριβώς επειδή η πατριαρχία αποτελεί μια προϋπάρχουσα κοινωνική δόμηση, η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και του κράτους δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ανατροπή της πατριαρχίας. Το βασικό ζητούμενο είναι η στήριξη του αντιπατριαρχικού αγώνα  και η προσπάθεια για την διασύνδεση των διεκδικήσεων του με τις συνολικότερες διεκδικήσεις για την ταξική και κοινωνική απελευθέρωση έως ότου κανένας άνθρωπος να μην υφίσταται καταπίεση και εκμετάλλευση στην βάση της τάξης, της φυλής, του φύλου και της σεξουαλικότητας του.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.