Σχετικά με την Ψήφιση του 4ου μνημονίου

Στις 25 Απριλίου τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών της διεθνούς οικονομικής ελίτ (Κομισιόν, Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ. ESM) επέστρεψαν στην Αθήνα, για το επόμενο επεισόδιο μιας “διαπραγμάτευσης” με προκαθορισμένο τέλος. Ήδη με τη συμφωνία που πραγματοποιήθηκε στη Μάλτα στις 7 Απριλίου, η κυβέρνηση της αριστεράς έχει επισφραγίσει ένα νέο μνημόνιο, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τη μείωση του αφορολόγητου στις 5.861 ευρώ (το οποίο σημαίνει ότι δεν θα εξαιρούνται από τους φόρους ακόμη και χαμηλόμισθοι των 400 ευρώ, αλλά και χαμηλοσυνταξιούχοι των 500 ευρώ), την περικοπή συντάξεων ύψους άνω των 2 δις που ισοδυναμεί με περισσότερο του 1% του εγχώριου ΑΕΠ και την πώληση του 40% λιγνητικών πεδίων, ενός εκ των «φιλέτων» της Δ.Ε.Η.

Αναφορικά με τις “καυτές πατάτες” στο ζήτημα των εργασιακών που παρέμενε ανοιχτό μέχρι τον ερχομό του “κουαρτέτου” στην Αθήνα, η συμφωνία προβλέπει την απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων (κάτι που επεδίωκαν όχι μόνο τα ζόμπι του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου αλλά και οι Δ.Ε.Κ.Ο), τη θεσμοθέτηση της κατάργησης των ήδη κατεδαφισμένων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την επέκταση της λειτουργίας για περισσότερα μαγαζιά την Κυριακή που συνεπάγεται περαιτέρω καταπάτηση της Κυριακάτικης αργίας, καθώς και τον επαναπροσδιορισμό του υποκατώτατου μισθού από το χειμώνα. Αυτές οι τελευταίες πινελιές του “έργου” έλαβαν χώρα “στου Hilton”.

Στο σκέλος των “ανταλλαγμάτων” η συγκυβέρνηση αξιοποιεί σε επικοινωνιακό επίπεδο τα λεγόμενα αντισταθμιστικά μέτρα ή “αντίμετρα” φιλανθρωπικού χαρακτήρα, που θα ενεργοποιηθούν εάν και εφόσον επιτευχθούν οι στόχοι των υψηλών πλεονασμάτων για τα έτη 2018 και 2019, καθώς και μια ενδεχόμενη ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (QE) της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας.

Από την πλευρά του Μαξίμου την τελευταία εβδομάδα είναι έκδηλος ο ενθουσιασμός για το φαινομενικά υψηλό πλεόνασμα του 2016, που σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ανέρχεται σε 3.9% του ΑΕΠ. Ο αριθμός αυτός βέβαια προήλθε από την αφαίμαξη και τις πολιτικές εξαθλίωσης που εφαρμόζουν ανελλιπώς την διετία συγκυβέρνησης τους οι ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ και αν αναλογιστούμε τις οφειλές δισεκατομμυρίων του δημοσίου, το νούμερο είναι ξεκάθαρα πλασματικό. Οι “ελπίδες” ότι το πλεόνασμα του 2016 θα αποτελέσει διαπραγματευτικό χαρτί στους όρους που έχει τοποθετήσει το ΔΝΤ για την συμμετοχή του στο πρόγραμμα διάσωσης ή ότι θα αποτελέσει ανασχετικό παράγοντα στην ενεργοποίηση του αυτόματου κόφτη δημοσιονομικής προσαρμογής, θα αποδειχθούν αναπόφευκτα φρούδες.

Κοντά ποδάρια έχει και το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα QE, του οποίου η λειτουργία δε φαίνεται να μακροημερεύει. Η Ε.Κ.Τ. αδυνατεί να προβεί σε αγορά τοξικών ομολόγων προς εξομάλυνση, δεδομένης της κλονισμένης πίστης που επικρατεί στις ευρωπαϊκές αγορές. Το μοντέλο της αμερικανικής Fed το οποίο εμπεριέχει πρώτα τον τερματισμό αγοράς ομολόγων και σε δεύτερο χρόνο την αύξηση των επιτοκίων, δεν αποτελεί φάρμακο. Ο πληθωρισμός και η ενεργοποίηση της παραγωγικής δυνατότητας της ευρωζώνης βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο και μια τέτοια προσπάθεια θα προκαλούσε αναδιαμορφώσεις στην ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, με το πρώτο να βρίσκεται σε υποτίμηση.

Τέλος, στους λεονταρισμούς της συγκυβέρνησης περί “σκληρών διαπραγματεύσεων”, “κατάκτησης 42 φορές λιγότερων απ’ όσων μας ζητάγανε” που επιχειρούν να λειτουργήσουν πυροσβεστικά για το κοινωνικό αναβρασμό, εμείς απαντάμε: 42.000 κλωτσιές στους εμπόρους της ελπίδας!

Αναμφίβολα διανύουμε μία περίοδο έντονων ανακατατάξεων και μετασχηματισμών στο παγκόσμιο καπιταλιστικό οικοδόμημα. Όπως συνήθως συμβαίνει στην ιστορία, οι εποχές των κρίσεων σηματοδοτούν το πέρασμα σε μία νέα περίοδο ραγδαίων κοινωνικών μεταβολών, όπου το μεσοδιάστημα διατρέχεται από σκαμπανεβάσματα, αστάθεια και πισωγυρίσματα.

Για παράδειγμα, η επιστροφή των εργαλείων του προστατευτισμού που προωθούνται συστηματικά τα τελευταία χρόνια ως αντίδοτα στη κρίση από (άλλοτε ισχνά και άλλοτε πιο διευρυμένα) τμήματα της διεθνούς οικονομικής ελίτ, αποτελούν ξεκάθαρες ενδείξεις ότι το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε ένα γενικευμένο αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να ανασύρονται στην επιφάνεια παρωχημένα μοντέλα οικονομικής διαχείρισης, ως αντανακλάσεις αυτού του αδιεξόδου. Ήδη αυτές οι τάσεις έχουν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος σε πολλά σημεία του πλανήτη, με κύριο ιδεολογικό εκφραστή τον αστικό ευρωσκεπτικισμό.

Η εκλογή Τράμπ στις ΗΠΑ, η νίκη του brexit στο δημοψήφισμα της Αγγλίας, η άνοδος ακροδεξιών εθνικιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτού του “πισωγυρίσματος”. Φυσικά, στην σημερινή εποχή του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, των διεθνών αγορών και του ελεύθερου διακρατικού εμπορίου, οικονομικά εργαλεία που στο παρελθόν εμφανίστηκαν ζωογόνα για τον καπιταλισμό αλλά εδώ και δεκαετίες έχουν πτωχεύσει, δεν μπορούν να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, παρά μόνο να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα επιπλέον αδιέξοδα. Και αναπόφευκτα, όσο περισσότερο θα παρατείνεται το μπλοκάρισμα της καπιταλιστικής μηχανής, τόσο οι αστικές τάξεις θα στρέφουν την προσοχή τους στην αναδιάταξη του γεωπολιτικού χάρτη.

Σε διεθνές επίπεδο, παρατηρούμε ότι το βάθεμα της κρίσης επιφέρει όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και των ενδοαστικών στο εσωτερικό των κρατών. Από τις αντιθέσεις αυτές δεν θα μείνουν ανέπαφες ούτε οι υφιστάμενες διακρατικές συμμαχίες, καθώς ο ίδιος ο χαρακτήρας των συμμαχιών βασίζεται σε ρευστά θεμέλια, πρόσκαιρα συμφέροντα και αταλάντευτες αντιφάσεις.

Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ (ηγέτιδα δύναμη του διεθνούς νομισματικού ταμείου) και της Γερμανίας (που σταδιακά τείνει να παγιώνει την ολοκληρωτική ηγεμονία της στην Ε.Ε.), παρότι ακόμα δεν έχει εκδηλωθεί σε όλο του το φάσμα, ενδέχεται δυνητικά να προκαλέσει οξύτατες διαταράξεις στην συνοχή του ΝΑΤΟ. Παράγοντες που συντείνουν στα χάσματα μεταξύ των δύο αυτών καπιταλιστικών κρατών είναι τόσο οι αναντιστοιχίες στο πεδίο των εμπορικών συναλλαγών, όσο και οι στρατηγικές διαφοροποιήσεις σε γεωπολιτικό επίπεδο, που αφορούν ιδίως την στάση της Γερμανίας στο ζήτημα της Ρωσίας, από την οποία και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό ενεργειακά.

Οι οικονομικές πρωτοβουλίες των ΗΠΑ στην Ευρώπη όπως π.χ. η πρόταση της διατλαντικής συμφωνίας εμπορίου (TTIP) που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε “πάγο” εξαιτίας της εκλογής Τραμπ, συνάντησαν αντιδράσεις από τμήματα της άρχουσας τάξης της Γερμανίας (αλλά και άλλων ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών), καθώς η κίνηση είχε ως στόχευση την οικονομική ηγεμονία των ΗΠΑ στην E.E., φαινόμενο το οποίο θα ήθελαν να αποσκορακίσουν. Επιπροσθέτως, η πρόσφατη επιβολή προστίμου στην Deutsche Bank ύψους 157 εκατ. δολαρίων από την Fed, οι αντινομίες μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας αναφορικά με το ελληνικό πρόγραμμα “διάσωσης”, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των γερμανικό-αμερικανικών αντιπαραθέσεων, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η νομισματική σύγκρουση ευρώ-δολαρίου, αλλά και η οικονομικό-πολιτική πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη.

Στο στρατόπεδο των brics (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), παρά τις εσωτερικές διαφωνίες αναφορικά με την Κινεζική ηγεμονία στην νέα αναπτυξιακή τράπεζα (NDB) στην οποία συμμετέχει με το μεγαλύτερο συγκριτικά μετοχικό κεφάλαιο από τις υπόλοιπες χώρες, για την ώρα δεν διακρίνονται σημαντικές αντιθέσεις, τουλάχιστον όχι στο βαθμό που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν κλονισμούς και αποσχιστικές τάσεις.

Η συνεχής βελτίωση της Κίνας στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά (η οποία εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ που παραμένουν ακόμα στην πρώτη θέση), αλλά και των υπόλοιπων χωρών των BRICS, σε συνδυασμό με την κρίση στην Ευρώπη, είναι παράγοντες που αυτή τη στιγμή διαμορφώνουν το πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών της εποχής. Η πρωτοβουλία “μια ζώνη ένας δρόμος” από την πλευρά της Κίνας που έχει χαρακτηριστεί ως ο “σύγχρονος δρόμος του μεταξιού”, μια επενδυτική κίνηση που λειτουργεί απαντητικά στην αμερικανική οικονομική ηγεμονία, αλλά και η σύσταση της Ασιατικής επενδυτικής τράπεζας υποδομών, αποτελούν μόνο μερικά παραδείγματα της Κινεζικής προσπάθειας (και των brics κατ’ επέκταση) για να αναδιαμορφωθούν οι παγκόσμιοι οικονομικοί και γεωπολιτικοί συσχετισμοί.

Συνακόλουθο αυτών των εξελίξεων είναι ο ορατός κίνδυνος για έναν επερχόμενο, ακόμα πιο καταστροφικό και πιο γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η μόνη εφικτή δυνατότητα αποτροπής νέων αιματοχυσιών στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι η ανάπτυξη ένοπλων αναρχικών επαναστατικών κινημάτων, που θα έχουν στόχο την ανατροπή της παγκόσμιας κρατικής και καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Επιστρέφοντας στο εγχώριο τοπίο, μετά από δύο χρόνια με τον σοσιαλδημοκρατικό ΣΥΡΙΖΑ και το λαϊκιστικό μόρφωμα των ΑΝΕΛ στο τιμόνι της διακυβέρνησης, η εξαθλίωση σταθερά διευρύνεται σε όλο και περισσότερα τμήματα της κοινωνικής βάσης, ενώ το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο. Τα μνημόνια έρχονται και παρέρχονται, ενώ δεν διαφαίνεται επί της παρούσης κάποια προοπτική ανατροπής της υφιστάμενης κατάστασης προς ριζοσπαστικές κατευθύνσεις.

Η σοσιαλδημοκρατία διαδραμάτισε το σύνηθες βρώμικο ρόλο της υπέρ του κεφαλαίου για ακόμη μια φορά στην ιστορία, αφομοιώνοντας κινήματα και κεφαλαιοποιώντας εκλογικά τους αγώνες που διεξήχθησαν την διετία 2010-12.

“Είναι αυτονόητο ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για ν’ αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού” ~ δηλώνει ο Ε. Χάιλμαν, στο συνέδριο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στη Λιψία το 1931, ως τότε εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδας στο Ράιχσταγκ.

Τον Ιανουάριο του 2015 εξελέγη ως κυβερνόν κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα που το 2009, στην αρχή της κρίσης, κατείχε ποσοστό 4.6 % στις εκλογές. Τα έργα και ημέρες αυτού του μορφώματος έχουν βαθιές προεκτάσεις…

Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν παρών σε όλες τις μεγάλες αντι-μνημονιακές κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων, πότε μέσα από το σχήμα της “ανοιχτής πόλης” στις λαϊκές συνελεύσεις γειτονιάς και πότε με την μορφή των αγανακτισμένων πολιτών/κατασκηνωτών στην πλατεία Συντάγματος. Έδωσε με αυτόν τον τρόπο την εικόνα του “αγωνιστή”, δήθεν για τα συμφέροντα των “από κάτω”, ενώ αναδείχθηκε ως ο κατεξοχήν “αντι-μνημονιακός” πόλος, διαρρηγνύοντας τα ιμάτια του για το “σκίσιμο” των μνημονίων. Σκόρπισε την «ελπίδα» ως αριστερή εφεδρεία του συστήματος σε μια περίοδο που μεγάλα τμήματα της κοινωνίας ήταν πλήρως απογοητευμένα από τον παραδοσιακό δικομματισμό και αναζητούσαν νέες λύσεις. Μια κίβδηλη «ελπίδα» καθώς ούτε θα μπορούσε (από θέση), ούτε επιθυμούσε να φέρει ρήξη με τους δανειστές. Με αυτόν τον τρόπο στις εκλογές του 2015, για να εισπράξει ο κόσμος το εισιτήριο της γρηγορότερης επιστροφής από τους πύρινους δρόμους στο καναπέ, εναπόθεσε τη ψήφο και τελευταία επιλογή του στη σοσιαλδημοκρατία. Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ σήμαινε κατά κύριο λόγο κοινωνικά, την επιλογή της ευκολότερης λύσης στα αδιέξοδα που συνάντησαν οι αντιμνημονιακοί αγώνες, την επιλογή του «πλέον μικρότερου κακού».

Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε και ήττα για το αναρχικό κίνημα, καθώς, παρά τις κινητοποιήσεις που πυροδότησε και πρωτοστάτησε, δεν μπόρεσε να εμπνεύσει και να ενισχύσει τις δυνάμεις και την επιρροή του, δεν κατόρθωσε να δομήσει μια συγκροτημένη πολιτική αντιπρόταση και να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία της κρίσης. Ακόμα δε περισσότερο, αναπτύχθηκαν ρητορικές που έβλεπαν ένα εύφορο έδαφος για την άνθηση του κινήματος μέσα από μια αριστερή διαχείριση, τόσο πριν όσο και μετά το εκλογικό αποτέλεσμα. Μείωση της καταστολής, παραχώρηση δικαιωμάτων και ευνοϊκότερη μεταχείριση των πολιτικών κρατούμενων, αποτέλεσαν κάποιες από τις προσδοκίες της εποχής. Οι εκτιμήσεις που οδήγησαν σε μια προνομιακή στάση απέναντι στη νέα κρατική διαχείριση, κατέρρευσαν λίαν συντόμως σαν χάρτινος πύργος μετά τη μεγάλη απεργία πείνας των πολιτικών κρατούμενων (Άνοιξη ‘15) και την ψήφιση του 3ου μνημονίου στο πέρας του ίδιου καλοκαιριού.

Σταθμός αποτέλεσε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Μέσα από το ψευτοδίλημμα «ναι ή όχι» και φορώντας τη μάσκα του «σκληρού διαπραγματευτή», η κυβέρνηση εξαργύρωσε τη λευκή επιταγή που δέχτηκε για να μετακυλήσει τις ευθύνες της προκαθορισμένης ψήφισης των μέτρων, στην κοινωνική βάση. «Μαζί προσπαθήσαμε, μαζί χάσαμε». Έτσι πέρασε το σκληρότερο μνημόνιο με τις χαμηλότερες αντιστάσεις, καθώς αποκλειστικοί υπεύθυνοι για την κατάληξη θεωρήθηκαν γι’ ακόμα μια φορά οι «κακοί δανειστές».

Συμπερασματικά θα λέγαμε πως η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση μπορεί να επιβάλλει τα σκληρότερα οικονομικά μέτρα εξαθλίωσης με την ελάχιστη κοινωνική αντίδραση, μπορεί να χτίζει φράχτες μετατοπίζοντας τις ευθύνες στους “Ευρωπαίους”, μπορεί να παραχωρεί δικαιώματα σε ομοφυλόφιλους και να συζητά το θέμα της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια ενώ πνιγεί πρόσφυγες στο Αιγαίο και αιχμαλωτίζει χιλιάδες σε hot spot, μπορεί να μιλάει για «αντισταθμιστικά μέτρα» και μερίσματα ελεημοσύνης ενώ εκατοντάδες αυτοκτονούν, μπορεί να ψέγει τις παλιές κυβερνήσεις για “αυταρχισμό” και να αναβαθμίζει την καταστολή σε πρωτόγνωρα επίπεδα, καθώς και να εφαρμόζει τις πιο σκληρές εκδικητικές ποινές-μεθοδεύσεις σε πολιτικούς αιχμαλώτους.

Την ίδια φιλολαϊκή ρητορική και πολιτική φενάκη στα πρότυπα του “προεκλογικού” ΣΥΡΙΖΑ βλέπουμε να χρησιμοποιούν και οι εκπρόσωποι του εγχώριου διαταξικού ευρωσκεπτικισμού, όπως η Λ.Α.Ε και η Πλέυση Ελευθερίας (οι αριστεριτζίδες της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α αποτελούν μια κατηγορία τσαρλατάνων από μόνοι τους), που σαν απόνερα του συνασπισμού, προσπαθούν να διασφαλίσουν τη πολική τους καριέρα και επιβίωση. Οι “αναγνωρίσιμοι” ιεροκήρυκες τους που εμφανίζονται κατά καιρούς σε απεργιακές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με κάθε τρόπο.

Τέλος, από την άλλη πλευρά των αστικών αποχρώσεων, ως μια ακόμα εφεδρεία του συστήματος και πολιτικό αποσυμπιεστή, παρακολουθούμε κάποια απ’ τα πιο «σκληροπυρηνικά» τσιράκια των αφεντικών, τη Χρυσή Αυγή, να παίρνει όσκαρ για την “αντισυστημική” υποκριτική της, να ξεκινάει νέα πογκρόμ κατά των προσφύγων και να προωθεί ατζέντες προστατευτισμού σε σύμπνοια με τη διεθνή άνοδο φασιστικών μορφωμάτων. Το τσάκισμα τους αποτελεί διακύβευμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να απορροφήσουμε εκεί όλες μας τις δυνάμεις, όπως συχνά συμβαίνει, ούτε να εγκλωβιστούμε σε περίεργες “αντιφά” συνεργασίες που και στο παρελθόν έχουν αποδειχτεί επιζήμιες.

Καταλήγοντας, η επερχόμενη ψήφιση του τετάρτου μνημονίου αποτελεί ένα πεδίο πολέμου. Παρά τους αρνητικούς συσχετισμούς δυνάμεων και την κοινωνική νηνεμία, οφείλουμε να ανασυνταχθούμε και να βγούμε μπροστά. Να προπαγανδίσουμε τις διαδηλώσεις σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χώρο εργασίας, σε κάθε σχολείο, σε κάθε πανεπιστήμιο. Να οργανώσουμε την δική μας δυναμική παρουσία, με τον τρόπο που γνωρίζουμε, με τον τρόπο που αρμόζει, με τον τρόπο που φοβούνται.

Με την φωτιά, με την πένα, με το τσεκούρι και το πιστόλι, ότι δεν ανήκει στην αστική νομιμότητα ανήκει σε εμάς. Εμπρός για πύρινα οδοφράγματα! Εμπρός για την αντεπίθεση!

Οργάνωση και αγώνας για την επανάσταση και την Αναρχία.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.