Προλογικό σημείωμα του 11ου τεύχους Ανθολογίων Κειμένων της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού
Η εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιουνίου επιβεβαίωσε, όπως άλλωστε αναμενόταν, τις γενικές τάσεις και τις «προτιμήσεις» που αποτυπώθηκαν στις πρώτες εκλογές του Μαΐου και διαμόρφωσε, με ορισμένα νέα στοιχεία, τους ενδοκοινοβουλευτικούς συσχετισμούς του επόμενου διαστήματος. Οι διαφοροποιήσεις των ποσοστών υπήρξαν αμελητέες για τα κόμματα που είχαν εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική τους παρουσία στις πρώτες εκλογές. Όσον αφορά τα όποια νέα στοιχεία, αυτά σχετίζονται με την είσοδο του ακροδεξιού μορφώματος «Σπαρτιάτες» που έλαβε την υποστήριξη του νεοναζί Κασιδιάρη, του ακροδεξιού και θρησκόληπτου «Νίκη», καθώς και του ιδεολογικά ασαφούς κομματίδιου της Ζωής Κωνσταντοπούλου, «Πλεύση Ελευθερίας».
Η αξιολόγηση του εκλογικού αποτελέσματος, τόσο ως προς τα πολιτικά χαρακτηριστικά του, όσο και ως προς τις αιτίες του, όπως και ο αντίκτυπος του στην κυβερνητική πορεία και τις αντιστάσεις που αυτή θα συναντήσει είναι σημαντική, για να αποκρυσταλλώσουμε τους πραγματικούς και όχι τους πλασματικούς κοινωνικούς και ταξικούς συσχετισμούς, για να ερμηνεύσουμε τις μετατοπίσεις στον πολιτικό χάρτη και να προβούμε σε έγκαιρη πρόγνωση των καθεστωτικών στρατηγικών και επιδιώξεων. Έχοντας άμεσα μπροστά μας ένα σύνολο προκλήσεων που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σε όλο το φάσμα του κοινωνικού και εργασιακού βίου, μέσα σε ένα εγχώριο και διεθνές περιβάλλον που κάθε άλλο παρά «σταθερότητα» και οικονομική «ανάκαμψη» προμηνύει, θεωρούμε πως η όσο το δυνατόν πιο πλήρης και διεισδυτική μελέτη του πλαισίου, των ιδιαιτεροτήτων και των δυνατοτήτων της νέας συγκυρίας που ανοίγεται μπροστά μας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την χάραξη συμβατής με τις αναγκαιότητες που γεννιούνται στρατηγικής και την τροφοδότηση της πολιτικής και αγωνιστικής ετοιμότητας που απαιτείται, αφενός για την απόκρουση των αντικοινωνικών σχεδιασμών του κράτους και του κεφαλαίου και αφετέρου για την σταδιακή ενίσχυση της επαναστατικής προοπτικής σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων.
Ήδη, οι πρώτες μήνες διακυβέρνησης, όπως και τα πρώτα δείγματα των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, παλιών και νέων, παρέχουν πλούσια δεδομένα για να ψηλαφίσουμε τι μέλλει γενέσθαι και πώς θα παραταχθεί το αστικό πολιτικό μπλοκ, κομμάτι του οποίου είναι από κοινού η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση και τα σοσιαλδημοκρατικά αντιπολιτευόμενα κόμματα, που στο πλαίσιο της δικομματικής άσκησης της διακυβέρνησης αλληλοσυμπληρώνονται και στρατηγικά αλληλοϋποστηρίζονται τόσο σε καιρούς «παντοδύναμων αυτοδυναμιών» όσο και σε καιρούς «κυβερνητικής ρευστότητας». Στο πολιτικό παιχνίδι αμέτοχα δεν είναι βέβαια και τα υπόλοιπα κόμματα που συμπληρώνουν τον κοινοβουλευτικό χάρτη, τα οποία με την σειρά τους επιτελούν διαφορετικούς αλλά εξίσου χρήσιμους συστημικούς ρόλους .
Με μια πρώτη προσέγγιση, το αποτέλεσμα των εκλογών είναι εξαιρετικά ευνοϊκό για την ικανοποίηση των επιδιώξεων του μεγάλου κεφαλαίου και προσφέρει στο έπακρο την δυνατότητα της ταξικής του αξιοποίησης για την εκπόνηση βαθιών αντικοινωνικών και αντεργατικών μεταρρυθμίσεων. Παρά την εγκληματική τετραετία της Ν.Δ., το εκλογικό αποτέλεσμα οδήγησε στον σχηματισμό από την πλευρά της πλειοψηφικού κυβερνητικού σχήματος, με ισχυρή «εντολή» προχωρήματος του αντικοινωνικού της προγράμματος. Την ίδια στιγμή η υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας, πιο πολύ τροφοδότησε σύγχυση, απογοήτευση και φόβο μπροστά στην «παντοδύναμη δεξιά». Το φαινόμενο αυτό, αποκρυσταλλώνεται τόσο στους ψηφοφόρους της, όσο και από απέχοντες ή ακόμη και ψηφοφόρους άλλων δυνάμεων, αριστερότερα. Από την μια πλευρά, ο απόηχος του αποτελέσματος, οι θρίαμβοι για την σταθερότητα και την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης και από την άλλη πλευρά η συντήρηση των αυταπατών για τον ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, δημιουργούν έναν ιδιαίτερα ευνοϊκό συσχετισμό υπέρ του κράτους, του κεφαλαίου και των πολιτικών τους εκφραστών.
Παρόλα αυτά υπάρχουν και αξιοσημείωτα σημεία προς αποκωδικοποίηση και αισιόδοξες ερμηνείες, όπως αυτά εμφανίζονται στα σταθερά υψηλά ποσοστά της αποχής ή στην αποτυχία της «ψήφου του λιγότερου κακού». Ως προς το πρώτο σκέλος, η υψηλή αποχή, δείχνει πως η εμπιστοσύνη στο σύστημα και το πολιτικό του προσωπικό δεν κατέστη εφικτό να ανακτηθεί και παραμένει στα επίπεδα της περασμένης δεκαετίας. Αυτό το γεγονός διαψεύδει το αφήγημα ότι κυρίαρχο κριτήριο επιλογής αποτέλεσε η αναζήτηση της «σταθερότητας» του συστήματος, τουλάχιστον όσον αφορά την πολιτική συμπεριφορά του ευρέος κοινωνικού και όχι του στενά εκλογικού σώματος. Ακόμη, η αύξηση της αποχής στις δεύτερες κάλπες, επιβεβαίωσε πρωταρχικά τον μη παροδικό χαρακτήρα της επιλογής αυτής, ενώ ακολούθως η μη προσέλευση στις κάλπες από τμήματα του κοινωνικού σώματος που προσήλθαν στις πρώτες, δείχνει και το μέγεθος της «χαλαρής» ψήφου ή για να το θέσουμε ορθότερα, της ψήφου χωρίς ταύτιση με την πολιτική του κόμματος το οποίο ενισχύει. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, αυτού του είδους η ψήφος, δηλαδή η μη συνειδητή ψήφος που δεν υποδηλώνει την πολιτική ταύτιση του υποκειμένου με το κόμμα που ψηφίζει είναι αυτή που διακρίνει και το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος, χαρακτηριστικό το οποίο καθιστά ιδιαίτερα ρευστό και πλασματικό το εκλογικό αποτέλεσμα.
Βέβαια, θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε ότι τα θολά και πολιτικά απροσδιόριστα χαρακτηριστικά της αποχής, οπωσδήποτε δεν παραπέμπουν σε μια συγκροτημένη ποιοτική δύναμη από την οποία μπορούν να εξαχθούν στέρεα συμπεράσματα για το πώς θα «κινηθεί» το επόμενο διάστημα. Η ετερόκλητη σύνθεση της αποχής, τόσο προς τα εκεί που μαρτυρά «αδιαφορία» για την πολιτική ζωή, όσο και προς την πλευρά της συνειδητής απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, δεν εμφορείται από τα ίδια πολιτικά κίνητρα. Θα ήταν λανθασμένο οπότε, μελετώντας το κοινωνικό σώμα με «εκλογικό» κριτήριο, να θεωρήσουμε πως ο κόσμος της αποχής αποτελεί μια διακριτή εκλογική κατηγορία ή ενσαρκώνει μια δεξαμενή άντλησης δυνάμεων στην προοπτική οικοδόμησης επαναστατικού κινήματος. Στην πραγματικότητα αποτελεί ένα επίσης ρευστό και ετερόκλητο κοινωνικό κομμάτι που ναι μεν, αναδεικνύει αποσταθεροποιητικές τάσεις και τάσεις ελπιδοφόρας πολιτικής απαξίωσης των εγκληματικών φορέων του πολιτικού συστήματος, ωστόσο, δεν προσφέρεται για καθολικά συμπεράσματα αναφορικά με την τοποθέτηση του στον πολιτικό χάρτη.
Η «ψήφος του λιγότερου κακού», που την προηγούμενη δεκαετία εκφράστηκε κατά βάση στην διεκδίκηση μιας ενδοσυστημικής ανατροπής των μνημονίων (με τα γνωστά αποτελέσματα), στις τελευταίες εκλογές, πήρε σάρκα στην προτροπή «να πέσει ο Μητσοτάκης» και ήταν ψήφος που κινήθηκε κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ, διατηρώντας τον σε δύναμη ηγεμονίας στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας παρά την τεράστια εκλογική του συρρίκνωση. Η ψήφος αυτή, ενέχοντας τον χαρακτήρα της «αρνητικής ψήφου» είναι εκ φύσεως ρευστή και το βασικό της γνώρισμα είναι η παροδικότητα και η μη ταύτιση με τον φορέα προς τον οποίο κατευθύνεται. Αν λοιπόν εγείρει ερωτήματα προς διερεύνηση η συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ στις πρώτες εκλογές, δεν θα πρέπει να θεωρείται απρόσμενη η μείωση των ποσοστών του στις δεύτερες, η οποία ήταν μάλλον μικρότερη του αναμενόμενου, εφόσον η απομάκρυνση του εκλογικού σώματος που τον στηρίζει χωρίς να ταυτίζεται με αυτόν, ήταν και είναι δεδομένη, όσο δεν εμφανίζεται ως ρεαλιστικός κυβερνητικός διεκδικητής, για να ενσωματώσει την δυσαρέσκεια και την «αντιδεξιά» χωρίς περισσότερες προσδοκίες, ψήφο. Αν οι πρώτες εκλογές ήταν ένδειξη απόλυτης κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ τότε οι δεύτερες θα μπορούσε να ήταν η επισφράγιση της καταστροφής και η αποκαθήλωση του από την θέση ηγεμονίας στον σοσιαλδημοκρατικό χώρο, κάτι που εν τέλει δεν συνέβη. Αυτό το γεγονός αφήνει ανοιχτή την πόρτα για μια μελλοντική ανασυγκρότηση.
Η αλλεπάλληλη διάψευση των “ευεργετημάτων” της «ψήφου του λιγότερου κακού» δυνητικά μπορεί να απελευθερώσει δυνάμεις, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν την ταξική και πολιτική συνειδητοποίηση αυτών των κοινωνικών δυνάμεων. Ανεξάρτητα από το πού θα κινηθούν οι απέχοντες των εκλογών και όσοι θα απομακρυνθούν από τα κόμματα που στήριξαν χωρίς ταύτιση με αυτά, δημιουργούνται αχαρτογράφητες δυναμικές που δείχνουν μια κοινωνική ρευστότητα μη καταγεγραμμένη, άγνωστες μεταβλητές και μεγάλα κοινωνικά κομμάτια χωρίς πολιτική εκπροσώπηση μέσα στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται. Σε καμία περίπτωση, η πολιτική σταθερότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί εξασφαλισμένη. Αντιθέτως, η ρευστότητα στον πολιτικό χάρτη είναι πιο έντονη, πιο περίπλοκη και πιο ανεξερεύνητη από ποτέ, γεγονός που κάθε άλλο, παρά υποσχέσεις «κανονικότητας» αφήνει. Σε κάθε περίπτωση, όπως θα ήταν λανθασμένο να θεωρήσουμε πως ο κόσμος της αποχής συγκροτεί συλλήβδην μια δεξαμενή άντλησης δυνάμεων στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής ή μιας γενικά «αντισυστημικής» κατεύθυνσης, έτσι θα ήταν και λανθασμένη η πεποίθηση πως ο εγκλωβισμένος κόσμος στην «λογική του λιγότερου κακού» είναι «χαμένη υπόθεση» και θα βρίσκεται πάντα, νομοτελειακά, εγκλωβισμένος στην ανάθεση και τις κυβερνητικές αυταπάτες.
Αδιαμφισβήτητα, η Νέα Δημοκρατία δεν κέρδισε τις εκλογές αποκλειστικά ως χορηγία της συνεπικουρίας και της πολιτικής και επικοινωνιακής ανεπάρκειας του ΣΥΡΙΖΑ που θα σχολιάσουμε στην συνέχεια. Ως κυβέρνηση κατάφερε τα μέγιστα στην παραπλάνηση του εργαζόμενου λαού και την εκμετάλλευση των συγκυριών που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Αρχής γενομένης με την εκδήλωση της πανδημίας του covid19, η κυβέρνηση της Ν.Δ. αντιγράφοντας τα μοντέλα διαχείρισης που εφαρμόστηκαν σε διεθνές επίπεδο, κατάφερε κατά το πρώτο κύμα να παρουσιάσει μια εικόνα «επιτυχίας» βασιζόμενη σε μια «έγκαιρη» πολιτική κοινωνικών απαγορεύσεων, κλεισίματος της αγοράς και εκστρατείας φόβου και ατομικισμού που εξασφάλισε τις λιγότερο δυνατόν «απώλειες» ως προς το ποσοστό των νοσούντων και των θανάτων. Η πολιτική αυτή δεν είχε βεβαίως «κοινωνικό και ανθρωπιστικό» πρόσημο ούτε η Νέα Δημοκρατία έβαλε την προστασία της κοινωνίας πάνω από τις ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ήταν ένας συνδυασμός κατασταλτικής υγειονομικής διαχείρισης και επικοινωνιακών τεχνασμάτων που επέτρεψε τον “θρίαμβο” μιας κάλπικης επιτυχίας «συγκυριών» (λόγω της σχετικά αργοπορημένης έλευσης του covid στην Ελλάδα) που όμως εν συνεχεία μετατράπηκε σε ένα μαζικό έγκλημα χιλιάδων θανάτων με κρατική και κυβερνητική σφραγίδα.
Το κράτος και η κυβέρνηση ήταν αδύνατο να διαχειριστούν την πανδημία εξασφαλίζοντας την ομαλή λειτουργία της αγοράς και την «ελευθερία» του κοινωνικού βίου. Κι αν το δεύτερο ήταν επουσιώδες ζήτημα, σε ότι αφορά το σκέλος που δεν συσχετίζεται με την ελευθερία πρόσβασης στην καπιταλιστική αγορά, ένα ζήτημα που άλλωστε είχε ήδη ρυθμιστεί δια μέσω του φόβου, της διασποράς ψευδών εικόνων με «απείθαρχους πολίτες» να κυκλοφορούν στα κέντρα των πόλεων και την κατασταλτική τρομοκρατία, το πρώτο κάθε άλλο παρά θεμιτό ήταν. Μόνο για μερικούς συνωμοσιολόγους ή ορισμένους που διακατέχονται από πλήρη άγνοια για τους όρους λειτουργίας του καπιταλισμού, ένα οποιοδήποτε αστικό κράτος θα επέλεγε συνειδητά την ύφεση, την διάλυση των αγορών και την μείωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου στο πλαίσιο μιας οργανωμένης συνωμοσίας με την μυστική συνέργεια όλων των κυβερνήσεων του κόσμου και εκπροσώπων των «ελίτ» για να «ελέγξει» οργουελικά τις λαϊκές μάζες ή για να βγουν κερδισμένα ορισμένα τμήματα του κεφαλαίου που θα επωφελούνταν εις βάρος άλλων από μια τεχνητή βραχυκύκλωση τομέων της οικονομίας. Για κάθε κράτος και κάθε αστική κυβέρνηση κύριο και βασικότερο μέλημα είναι η μέγιστη κερδοφορία του κεφαλαίου και η καπιταλιστική ανάπτυξη, δηλαδή η ανάπτυξη της οικονομίας με κριτήριο την αύξηση των κερδών των παρασιτικών κατόχων των μέσων παραγωγής πλούτου και υπό καμία συνθήκη η ύφεση και η οικονομική ζημιά δεν μπορεί να τεθεί ως στόχος που υπάγεται σε κάτι υπέρτερο.
Ζητούμενο εξαρχής, ήταν η διαφύλαξη της συστημικής σταθερότητας, η οποία θα κλονιζόταν αν δεν ελεγχόταν μια εξάπλωση της πανδημίας με άγνωστες διαστάσεις και που τα κράτη θα έμεναν έκθετα μπροστά σε εκατομμύρια θανάτους που δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν τα διαλυμένα συστήματα υγείας, αλλά και απέναντι σε κοινωνικές αντιδράσεις και εξεγέρσεις που θα συνεπέφεραν αναπόδραστα και μεγαλύτερες πολιτικές επιπτώσεις. Στην πραγματικότητα, μεταθέτοντας, όπως γράφαμε και τότε, την διαχείριση της οικονομικής ζημιάς στο μέλλον, τα κράτη κλήθηκαν να βρούνε λύσεις για να «μείνει όρθια» η καπιταλιστική οικονομία από τα lockdown και τις απαγορεύσεις, γνωρίζοντας ότι τα κόστη θα ήταν πολλαπλάσια αν άφηναν την πανδημία ατιθάσευτη. Έτσι, ανάμεσα στον στόχο την εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και τον κίνδυνο της κοινωνικής και πολιτικής κατάρρευσης που θα προκαλούσε μια ανεξέλεγκτη επιδρομή θανάτων, τα περισσότερα κράτη συμπεριλαμβανομένου του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κυβέρνησης της Ν.Δ. έπρεπε να βρουν μια συμβιβαστική λύση. Η λύση αυτή παρά τις επιμέρους διαφορές ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη ήταν η διαχείριση της πανδημίας με βασικό στρατηγικό άξονα τον περιορισμό της ελεύθερης συνάθροισης και των ελεύθερων κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων παρά τα μεγάλα κόστη αυτής της επιλογής, τα οποία επιχειρήθηκαν να περιοριστούν στο ελάχιστο, υπέρ φυσικά του κεφαλαίου και των κερδών του. Ως αποτέλεσμα, η αντιφατική συνύπαρξη απαγορεύσεων κυκλοφορίας στους δρόμους με εικόνες συνωστισμών στα λεωφορεία και η επιβολή αποστολής δικαιολογητικών sms για μια δημόσια βόλτα, την στιγμή που στα εργοστάσια δούλευαν μαζικά χιλιάδες εργάτες στοιβαγμένοι.
Στο ελληνικό παράδειγμα η «επιτυχία» αυτής της στρατηγικής ήταν φυσικά πρόσκαιρη. Οι διακηρύξεις για την κήρυξη του 1ου lockdown με ενισχυτικό επιχείρημα την «αγορά χρόνου» για την προετοιμασία του συστήματος υγείας αποδείχθηκαν φρούδες. Αντί της στελέχωσης των νοσοκομείων με προσωπικό και εξοπλισμό, το κράτος είχε άλλες προτεραιότητες που αποκρυσταλλώθηκαν δραματικά και στους ταξικούς μνημονιακούς προϋπολογισμούς που θρασύτατα κατέθεσε η κυβέρνηση και περιλάμβαναν μάλιστα και περικοπές στην υγεία. Συγχρόνως, την ώρα που οι θάνατοι αυξάνονταν ραγδαία και το κυβερνητικό αφήγημα της «επιτυχίας» και της διαχειριστικής «ικανότητας» του επιτελικού κράτους διαλυόταν, μαζί με το σύστημα υγείας και την «δημόσια» κρατική υγεία που ακύρωνε ραντεβού και στοίβαζε στους διαδρόμους βαριά νοσούντες που δεν έβρισκαν θέση στις ΜΕΘ, τα χρήματα για εξοπλιστικά προγράμματα και αστυνομία δίνονταν αφειδώς.
Ωστόσο, όλα τα παραπάνω εξελισσόντουσαν χωρίς ιδιαίτερο αντίπαλο. Οι σοσιαλδημοκρατικές κοινοβουλευτικές δυνάμεις συνεπικουρούσαν την κυβερνητική ατζέντα (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ), το ΚΚΕ επιτελούσε ρόλο αφομοιωτή και χειραγωγητή μπροστάρη των εργατικών διεκδικήσεων προς τέρψιν στενού κομματικού οφέλους, άλλοι προσέμεναν σε μελλοντικές «προοδευτικές» κυβερνητικές συνεργασίες μιλώντας για ευρωομόλογα και πτωχευμένες ήδη από το 2015 ενδοσυστημικές λύσεις στο πλαίσιο του καπιταλιστικού κράτους και της ΕΕ (ΜΕΡΑ25) και άλλοι ευθυγραμμίζονταν με συνωμοσίες και ανορθολογικά θεωρήματα (Ελληνική Λύση) για να διαγωνιστούν σε δημοφιλία στον ακροδεξιό στίβο.
Οι κινηματικές αντιδράσεις για μια σειρά νομοσχεδίων που ερχόντουσαν στην βουλή μέσα σε αυτή την συγκυρία (π.χ. αντεργατικό νομοσχέδιο, νόμος Κεραμέως κλπ), μια συγκυρία που η κυβέρνηση αξιοποίησε μαεστρικά για να περάσει τερατουργήματα χωρίς αντιστάσεις ήταν σημαντικές αλλά αναντίστοιχες των απαιτήσεων των καιρών και εν πολλοίς παγιδευμένες σε μια «αντι-νδ» ρητορεία που δεν μπορούσε να πείσει. Παράλληλα, φανέρωνε την παραμονή μεγάλων αυταπατών για τον ρόλο των αστικών κυβερνήσεων και επί του προκειμένου της Ν.Δ., βλέποντας κάθε νομοσχέδιο της ως αποκλειστικά προϊόν “ακροδεξιάς” ιδεολογικής εμμονής, σαν αυτό να μην προέκυπτε ως προέκταση των προηγούμενων στην ακολουθία του κράτους «που έχει συνέχεια» (π.χ. ο νόμος Χατζηδάκη ως προέκταση του νόμου Αχτσιόγλου ή ο νόμος Κεραμέως ως επέκταση του νόμου Γαβρόγλου κ.λ.π.)
Καθόλου τυχαία σε αυτή την συγκυρία τα καθεστωτικά media πρόβαλλαν ως τάχα «αντίπαλο» της κυβέρνησης διάφορους αρνητές της πανδημίας που τελικά κέρδισαν έδαφος, κοινωνικά και εκλογικά. Η προβολή τους από την μία ενίσχυε το δήθεν ανθρωπιστικό προφίλ του κράτους στον αντίποδα της ανορθολογικής υστερίας και από την άλλη τροφοδοτούσε ως «αντισυστημική» την ακροδεξιά, τους συνεργάτες και τους ρουφιάνους της που είχαν διαχυθεί σε ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα. Κάτω από την πλαστή διαμάχη εμβολίου/αντιεμβολίου παραμερίστηκε κάθε διεκδίκηση σχετική με την πανδημία, ακόμη και υπέρ των μη εμβολιασμένων εργαζομένων ή φοιτητών που έπρεπε να πληρώνουν αδρά τα rapid test. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, πως το πρόταγμα για μαζικά δωρεάν ράπιντ τεστ στα πανεπιστήμια ή τους χώρους δουλειάς, που θα εξασφάλιζε τόσο την ισότητα μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων όσο και την κοινωνική προστασία, υποκαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από γελοιότητες περί επιβολών «ιατρικών πράξεων», «φίμωτρα» και άλλα ευφυολογήματα προερχόμενων από την ακροδεξιά και φορείς της, όπως την «Διεπιστημονική Ένωση για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας και της Βιοηθικής» που μπόρεσαν να εισβάλλουν ακόμα και στις παρυφές του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου και την δημοφιλέστερη αντιεξουσιαστική ιστοσελίδα του indymedia, με την συναίνεση και την βαρύτατη πολιτική ευθύνη της διαχειριστικής του ομάδας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, με την κρίσιμη αρωγή των media και πατώντας πάνω στην κοινωνική αποπολιτικοποίηση και αποιδεολογικοποίηση, που επέτρεψε ακόμα και την επιδραστικότητα των αρνητών με αριστερά και “αντιεξουσιαστικά” ακροατήρια, μια αντιδραστική ατζέντα ακροδεξιάς φύσεως αναπτύχθηκε σε κάθε πεδίο σχετικό με την πανδημία, υποσκάπτοντας αγώνες και διεκδικήσεις και λειτουργώντας στην ουσία ως το μακρύ χέρι του καθεστώτος για την καταπολέμηση τους.
Κάπως έτσι, η ιδεολογική ηγεμονία της κυβέρνησης ήταν εξασφαλισμένη καθόσον δεν υπήρχε ούτε ενδοσυστημικός αντίπαλος ούτε αντισυστημικός. Η κυβέρνηση έπρεπε τώρα να διαχειριστεί την οικονομική ζημιά, την μεγάλη ύφεση, το σύνολο των επιπτώσεων που θα ακολουθούσαν τα lockdown. Και τα κατάφερε περίφημα, τουλάχιστον επικοινωνιακά. Οι κεντρικές τράπεζες είχαν ήδη τιθασεύσει τεχνητά την μεγάλη ύφεση: μείωσαν ή και εκμηδένισαν τα επιτόκια, αγόρασαν οι ίδιες τοξικά ομόλογα και παρείχαν ρευστότητα που αναπόφευκτα βέβαια θα δημιουργούσε πληθωρισμό. Το ελληνικό κράτος ενσωματώθηκε σε αυτή την πολιτική και παρά τις προηγούμενες αρνητικές απαντήσεις, εντάχθηκε κανονικά στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ την ώρα που η διαφημιζόμενη «έξοδος στις αγορές» που ταυτίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ με την «μεταμνημονιακή εποχή» είχε κατακρημνιστεί, με τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών ομολόγων να εκτοξεύονται σε δυσθεώρητα ύψη πριν το QE. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη δεν θα μπορούσαν σαφώς να αφήσουν εν μέσω πανδημίας την κατάρρευση χωρών που θα συμπαρέσυραν ολόκληρο το καπιταλιστικό οικοδόμημα και έδρασε την κρίσιμη στιγμή αποσοβώντας το ενδεχόμενο μιας τεράστιας και ανυπολόγιστης καταστροφής.
Η πολιτική αντιμετώπισης της νέας ύφεσης δεν ήταν άνευ κόστους. Αντίθετα πραγμάτωνε την λογική της μετάθεσης της διαχείρισης ενός πιο ισχυρού επεισοδίου της καπιταλιστικής κρίσης στο μέλλον, τουλάχιστον όμως, όχι παράλληλα με την εξάπλωση μιας υγειονομικής κρίσης πρωτόγνωρης στην σύγχρονη ιστορία. Πρώτο σύμπτωμα υπήρξε ο πληθωρισμός, γέννημα θρέμμα αυτών των πολιτικών . Ωστόσο η κυβέρνηση είχε καταφέρει με την τεχνητή ρευστότητα να παραμορφώσει επικοινωνιακά το μέγεθος της κρίσης με επιδόματα πείνας και παροχές, να δομήσει αφηγήματα σταθερότητας και να συνταυτιστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ στους μεταμνημονιακούς μύθους. Με την έκρηξη του πληθωρισμού ήταν καλά οχυρωμένη επικοινωνιακά, δεδομένης της παγκόσμιας εκδήλωσης του. Η συζήτηση για την κρίση και τα μνημόνια είχε εκπαραθυρωθεί, η εικόνα του δημοσίου χρέους που ήταν και είναι δυσμενέστερη από εκείνη των αρχών των μνημονίων δεν ενδιέφερε τον δημόσιο διάλογο και τα πραγματικά δεδομένα ως προς τις αιτίες του πληθωρισμού και τι θα επιφέρει η αντιμετώπιση του, ήταν επίσης δευτερεύοντα.
Το μεγαλύτερο επικοινωνιακό κέρδος της Ν.Δ. δεν ήταν η διαχείριση της ύφεσης μέσω της τεχνητής ρευστότητας που επέβαλαν ως αναγκαιότητα τα lockdown για την σωτηρία της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά με έναν απρόσμενο τρόπο ο ίδιος ο ερχομός της. Η ελληνική καπιταλιστική οικονομία βρισκόταν ήδη σε υφεσιακή τροχιά. Χωρίς την εκδήλωση του κορωνοιού, τα «αναπτυξιακά» προτάγματα της κυβέρνησης θα έρχονταν αντιμέτωπα με μια ύφεση συνυπάρχουσα με αυστηρούς μνημονιακούς δημοσιονομικούς κανόνες και απαιτήσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που άρθηκαν προσωρινά στο πλαίσιο της αποφυγής καταρρεύσεων εν μέσω των lockdown, όπως περιγράψαμε και πιο πάνω. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. και το πρόσωπο του Μητσοτάκη μπορεί στο λαϊκό αίσθημα να θεωρούνται συνώνυμο «κακοτυχίας», ωστόσο, οι καταστάσεις τους ήρθαν μάλλον βολικά για την πολιτική τους επιβίωση. Ένα νέο μνημόνιο δίχως αποφυγή θα ερχόταν να συντρίψει κάθε μεταμνημονιακό αφήγημα και κάθε αναφορά στην σταθερότητα αν δεν ξέσπαγε ο κορωνοιός. Η ανεπίστρεπτη αυτή διαδρομή εκτροχιάστηκε και έτσι, εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ που παρουσίασε ως πλεόνασμα την φοροληστεία και πλήρωσε το πολιτικό κόστος, η Νέα Δημοκρατία εμφάνισε ως ανάπτυξη τα υπερκέρδη του πληθωρισμού, απέφυγε μια δανειακή σύμβαση και παραπλάνησε, ακόμα και «αντικαπιταλιστικές δυνάμεις» ότι η οικονομία έχει ομαλοποιηθεί!
Άλλωστε όπως υπογραμμίσαμε και προηγουμένως, κάθε συζήτηση για την οικονομία είχε εκτοπιστεί από τις κάθε λογής αντιπολιτευτικές ατζέντες και η κυριαρχία των κυβερνητικών ψευδών κάθε άλλο παρά δύσκολη ήταν. Με την ανακοίνωση της «εξόδου από τα μνημόνια» όλες σχεδόν οι πολιτικές δυνάμεις έσπευσαν να συνηγορήσουν και να τοποθετήσουν την καλπάζουσα καπιταλιστική κρίση σε χρόνο παρελθοντικό. Τα κόμματα εξουσίας μιλούσαν από κοινού για την «μεταμνημονιακή εποχή», το ΚΚΕ για την «περιοδικότητα των καπιταλιστικών κρίσεων» και άλλες, κινηματικές δυνάμεις, υιοθετώντας αρχικά το “μεταμνημόνιο” και εν συνεχεία τον όρο «νέα κρίση» (ως προϊόν του κορωνοιού) ακούσια δέχονταν ότι ο κύκλος της κρίσης του 2007-8 τελείωσε με το διάγγελμα του Τσίπρα από τη Ιθάκη και την «έξοδο στις αγορές» και πως ο κορωνοιός ως αστάθμητος παράγοντας έφερνε μια «νέα κρίση» που δεν συνδέεται με την “προηγούμενη”. Με αυτό τον τρόπο «λύνονταν» τα χέρια της κυβέρνησης, που και τότε και τώρα, έχει κάθε προσχηματικό και πολιτικάντικο δικαίωμα εν απουσία αντιλόγου, να ισχυριστεί πως οι ζημιές στην οικονομία οφείλονται από την πανδημία και όχι από την ίδια την λειτουργία του καπιταλισμού και της κρίσης του, η οποία άλλωστε είχε “ξεπεραστεί” τάχα με επιτυχία σύμφωνα με τα καθεστωτικά αφηγήματα. Αφηγήματα, που εκτός των άλλων, εμφανίζουν ως δικαιωμένη την στρατηγική των μνημονίων.
Παραδόξως, μόνο το ΜΕΡΑ25 συνέχισε να μιλάει για συνεχιζόμενη κρίση από το 2007-8 και να υποστηρίζει τις θέσεις του αρχηγού του για τον «εκδημοκρατισμό της ΕΕ», τον επιμερισμό του κόστους της κρίσης και της ύφεσης του 2020 μεταξύ των κρατών (ευρωομόλογα και στο βάθος δημοσιονομική ενοποίηση) και την εύρεση λύσεων από το τεχνοκρατικό καπιταλιστικό οπλοστάσιο, προβάλλοντας αντισταθμίσματα στην άρνηση υιοθέτησης των προτάσεων του από την Ε.Ε. την ενεργοποίηση σχεδίου «παράλληλων πληρωμών» και μηχανισμών μετάβασης στην δραχμή. Οι προτάσεις αυτές, στον πυρήνα των οποίων έκρυβαν τον μύχιο πόθο του υπουργού του λιτού βίου να «σώσει τον καπιταλισμό» εκ των έσω, ως έναν βαθμό ήταν ανεφάρμοστες και αποτυχημένες προ πολλού και σε έναν άλλο βαθμό δεν ενδιέφεραν κανέναν δεδομένης της χρεοκοπίας τους τον Ιούλιο του 2015. Ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να στρέψουν τον διάλογο, ακόμα και με λάθος και βαθιά συστημικά τρόπο, στην συνεχιζόμενη από το 2007-8 κρίση.
Εν κατακλείδι, έχει ενδιαφέρον να δούμε πως θα διαχειριστεί στην νέα της θητεία η κυβέρνηση της ΝΔ, την εκλογή της ως επιλογή «σταθερότητας» μαζί με την γιγάντωση του δημοσίου χρέους, την επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων, την άνοδο των επιτοκίων για την μείωση του πληθωρισμού και ως επακόλουθο, το τέλος των υπερκερδών από την απομύζηση του λαϊκού εισοδήματος. Τα μπαλώματα και η ρευστότητα ως μάνα εξ’ ουρανού (τα «ψίχουλα» στον λαό και την εργατική τάξη ως αναγκαστική χορηγία της Ε.Κ.Τ.) οσονούπω τελειώνουν, μαζί και με τα ψέματα της ανάκαμψης, της σταθερότητας, την ομαλοποίησης της οικονομίας και του αστικού πολιτικού συστήματος. Μια νέα ταραγμένη περίοδος εισέρχεται και στην οποία πολλοί αστικοί μύθοι θα καταρρεύσουν.
Δεν θα πρέπει επομένως, να τρέφουμε αυταπάτες για την «μονιμότητα» της δεξιάς διακυβέρνησης. Η «παντοδυναμία» της Νέας Δημοκρατίας αργά ή γρήγορα θα υποχωρήσει και μην έχοντας ικανό κυβερνητικό αντίπαλο στα δεξιά της, το κενό αυτό θα αναλάβει να καλύψει ξανά η σοσιαλδημοκρατία, με την υποστήριξη και την ώθηση τμημάτων της αστικής τάξης. Η δικομματική άσκηση της πολιτικής εξουσίας είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό των σύγχρονων αστικών δημοκρατιών και πρώτα και κύρια οι αστικές δυνάμεις του τόπου είναι αυτές που γνωρίζουν ότι η ανυπαρξία έτερου κυβερνητικού πόλου ισοδυναμεί με ρευστότητα, αναταραχή, προϋποθέσεις εξεγέρσεων και μαζική εξώθηση προς αντισυστημικές λύσεις. Γι’ αυτό και θα σπεύσουν, με τον κάθε δυνατό τρόπο, να τροφοδοτήσουν την σοσιαλδημοκρατία για να αναλάβει αυτή εκ νέου την απορρόφηση των κραδασμών, τον εγκλωβισμό δυνάμεων και την ανανέωση του πολιτικού συστήματος για να αποφευχθεί μια νέα κοινωνική πόλωση.
Μένει να δούμε κάτω από ποιες συνθήκες θα διαμορφωθούν όροι κυβερνητικής εναλλαγής. Αναντίρρητα, οι εποχές σε κοινωνικό επίπεδο έχουν αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, οι προσδοκίες έχουν χαμηλώσει και τα κοινωνικά επίδικα έχουν τροποποιηθεί και μετατοπιστεί προς τα δεξιά, κι όλα αυτά μολονότι ούτε η καπιταλιστική κρίση κόμπασε, ούτε τα μνημόνια παρήλθαν παρά τις αντίθετες διακηρύξεις και παρά το γεγονός ότι το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο για τα εκατομμύρια των ανθρώπων της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων, πιο οδυνηρό και πιο ακανθώδες για τις συνθήκες διαβίωσης σε σύγκριση με το πρώτο επεισόδιο της εγχώριας έκφρασης της συστημικής κρίσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, στις πρόσφατες εκλογές, δεν κατάφερε να επωφεληθεί την δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση της Ν.Δ. και να εκμεταλλευτεί την «αρνητική ψήφο» και την ψήφο «του λιγότερο κακού» σε βαθμό κυβερνητικής τροχιάς. Ένας κρίσιμος παράγοντας, αφορά τα χαρακτηριστικά τα οποία προσέλαβε σε κοινωνικό επίπεδο και επίπεδο κινημάτων η δυσαρέσκεια αυτή, που ενώ ήταν – δυστυχώς – καθόλα ευνοϊκή για τον ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις δεν θα μπορούσε να «συγκινήσει» ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις που τελικά απείχαν ή εγκλωβίστηκαν στο ΚΚΕ, άλλες αριστερές δυνάμεις ή κομματίδια μίας χρήσης, όπως η Πλεύση Ελευθερίας και το ΜΕΡΑ25. Στο διάστημα της τετραετής θητείας της Ν.Δ. δεν υπήρξαν άλλωστε τα μαζικά και δυναμικά εκείνα κινήματα που θα μπορούσαν να διαταράξουν τους εκλογικούς συσχετισμούς. Συνεπώς, ο στείρος «αντιμητσοτακισμός», η αποπολιτικοποιημένη κριτική στην κυβέρνηση με όρους γηπεδικούς, η πρόσδοση της ιδεολογικών χαρακτηριστικών για στρατηγικές επιλογές που θα ακολουθούσε οποιοδήποτε αστικό κυβερνητικό σχήμα ή η απόδοση εθνικών ιδιοτήτων σε διεθνή προβλήματα (βλ. πληθωρισμός) που απορρέουν από τις πολιτικές αντιμετώπισης της ύφεσης του 2020, χωρίς την κατανόηση τους, δεν ήταν ικανές συνθήκες κυβερνητικής εναλλαγής. Στην ίδια κατεύθυνση δεν βοήθησαν στο κυβερνητικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι αντι-νδ κορώνες σε κρατικά και καπιταλιστικά εγκλήματα, όπως αυτό που εκτυλίχτηκε στα Τέμπη, για το οποίο ευθύνη φέρουν από κοινού τα κόμματα εξουσίας, ούτε βέβαια μπορούσε να γονιμοποιηθεί εκλογικά μια αμιγώς αντικυβερνητική και αντι-νδ κριτική σε ζητήματα όπως οι πλειστηριασμοί (που θεσμοθέτησε ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση). Η κοινωνική πλειοψηφία δεν θα μπορούσε να μετακινηθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ αντιδρώντας σε πολιτικές και γεγονότα που ο ίδιος είτε ακολούθησε ως κυβέρνηση, είτε κατέχει μερίδιο ευθύνης για την τέλεση τους, είτε συνεπικούρησε ως αντιπολίτευση. Η περίοδος διακυβέρνησης της ΝΔ δεν συνοδεύτηκε με κοινωνικές αντιδράσεις τέτοιου βεληνεκούς, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αστάθεια και πόλωση σε επίπεδο που να υποβοηθούσαν στην καθολική κοινωνική λήθη για την περίοδο 2015-2019.
Ένας δεύτερος λόγος, σχετίζεται με το ίδιο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τις δεξαμενές στις οποίες στόχευσε. Σε παλαιότερο αντιεκλογικό κείμενο, περίπου έναν χρόνο πριν την προκήρυξη των εκλογών, είχαμε λανθασμένα εκτιμήσει πως η συνεπικουρία του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική ατζέντα της Ν.Δ. θα μεταβαλλόταν όσο θα πλησίαζαν οι εκλογές με σημείο αναφοράς το συνέδριο του. Πράγματι, στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ η κομματική γραμμή κεντροβάρισε σε θεμελιακά θέματα δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση και αιχμές τις οποίες τα κινήματα έθεσαν. Ο αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη, η πανεπιστημιακή αστυνομία και η κρατική καταστολή γενικότερα, υπήρξαν, μεταξύ άλλων, στο κέντρο του συνεδρίου που πρόταξε το σύνθημα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ ή πιο σχετικά, το ΠΑΣΟΚ του Γ.Παπανδρέου πριν τις εκλογές του 2009 και τον σχηματισμό της κυβέρνησης που έφερε την είσοδο στις δανειακές συμβάσεις. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να έχει όφελος ο ΣΥΡΙΖΑ του νόμου Γαβρόγλου και του νόμου Αχτσιόγλου από αυτή την ατζέντα είναι ένα άλλο ζήτημα, πολύ θλιβερό για την κοινωνική αλλά και για την κινηματική πραγματικότητα, που όμως δεν είναι τοις παρούσης. Εν τέλει, οι κατευθύνσεις του συνεδρίου δεν κράτησαν για πολύ και το σύνθημα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» αντικαταστάθηκε από τα γενικά συνθήματα για «Δικαιοσύνη παντού» και «Διαφάνεια».
Η «στροφή» του ΣΥΡΙΖΑ προς τα κινήματα, όλα αυτά τα χρόνια βρισκόταν σε αντίφαση με την «στροφή» προς το κέντρο ή και δεξιότερα, με την εκμετάλλευση προσώπων από την «καραμανλική δεξιά» και με εθνικιστικές κορώνες αντισταθμίσματος των απωλειών από την «Συνθήκη των Πρεσπών». Πόσο όμως θα μπορούσε να ενεργήσει «προνομιακά» για τον ΣΥΡΙΖΑ μια στροφή προς τα δεξιά και τα θολά νερά του εθνικισμού και των ψηφοφόρων της χρυσής αυγής; Το αποτέλεσμα της αλλοπρόσαλλης και ασαφής στόχευσης εκλογικού υποκειμένου ήταν εν τέλει η απώλεια του λεγόμενου «κέντρου» που κερδήθηκε κατακράτος από την Ν.Δ., ενώ ένα μικρότερο μέρος, επέστρεψε στο ΠΑΣΟΚ. Στο ίδιο πλαίσιο, ανάλογη «μοίρα» είχε η στόχευση προς την λεγόμενη «μεσαία τάξη» την οποία οι υψηλές φορολογίες είχαν ρημάξει την τετραετία 2015-2019 και πολλοί «ελεύθεροι επαγγελματίες», μικροεπιχειρηματίες κλπ, δεν είχαν σκοπό να βιώσουν την ενσάρκωση των λόγων Κατρούγκαλου, γεγονός που ο ΣΥΡΙΖΑ αντελήφθη και τον απέπεμψε, αλλά ήταν πλέον αργά.
Η στόχευση προς τα κοινωνικά και ταξικά κινήματα, παρ όλη την διατήρηση αδιαμφισβήτητων αυταπατών μέσα σε αυτά, πως τάχα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια «καλύτερη» επιλογή διακυβέρνησης από την δεξιά Ν.Δ., ήταν κι αυτή ασαφής. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρώντας πως έχει δεδομένη την ψήφο, την προερχόμενη από τα κινήματα και την «αντι-δεξιά» πολιτική πεποίθηση (όσο θολή κι αν είναι ως τέτοια) κατέφυγε σε αλλεπάλληλα επικοινωνιακά «αυτογκόλ» που τον απομάκρυναν από τις κοινωνικές και ταξικές διεκδικήσεις παρά την μη εχθρικότητα προς αυτόν, που πολλές φορές άλλωστε τον πρόβαλλαν και ανοιχτά. Όπως παραδέχονται 24 στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που πρόσκεινται στην λεγόμενη “ομπρέλα” σε πρόσφατο κείμενο τους «Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, βγάζοντας εντελώς λαθεμένα συμπεράσματα για τις αιτίες της ήττας το 2019, θεώρησε δεδομένη τη σταθεροποίηση της εκλογικής επιρροής στο 32%, στο λαϊκό και αριστερό κόσμο. Και επέλεξε να διευρύνει αυτή την επιρροή προς την κατεύθυνση αδιακρίτως της “μεσαίας τάξης”, από την οποία μάλιστα ζήτησε συγνώμη για τις απώλειες που υπέστη την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.» Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση από το άνωθεν απόσπασμα πως η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε αυτονόητη την εκμετάλλευση της δυσαρέσκειας, των κινημάτων και την ψήφο του «λαϊκού» και «αριστερού» κόσμου παρατηρώντας ψηφοθηρικά τα αντι-νδ αισθήματα και τις αυταπάτες μιας πλειάδας κινητοποιήσεων και αγώνων απ’ τους οποίους αναδυόταν σχεδόν αποκλειστικά μια αντικυβερνητική και «αντιμητσοτακική» γραμμή χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.
Μικρογραφικό παράδειγμα της «ατμόσφαιρας» μιας ολόκληρης εποχής για τα κινήματα και τους αγώνες, τα γεγονότα στην πλατεία Ιλίου όταν επιτεθήκαμε στον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ Βίτσα που τόλμησε να παρευρεθεί σε συγκέντρωση για το κρατικό και καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη ως «διαδηλωτής». Τότε δεν ήταν μόνο τα κομματικά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που λειτούργησαν ως ασπίδα του πρώην υπουργού. Καταφέραμε να συγκεντρώσουμε το μένος της συντριπτικής πλειοψηφίας των κομματικών μελών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς καθώς και την απαξίωση «ελευθεριάζοντων» που ήταν παρόντες, πολλοί εκ των οποίων μας δήλωσαν ευθαρσώς την διαφωνία τους με την εκδίωξη του Βίτσα. Ανάλογα περιστατικά εναντίωσης σε εκδιώξεις κομματικών μελών του ΣΥΡΙΖΑ βιώσαμε και σε άλλες διαδηλώσεις και σε άλλες αφορμές, όπως π.χ. στα πανεπιστήμια που δραστηριοποιούνται μέλη μας φοιτητές/τριες και έχουν έρθει πολλάκις σε ρήξη, ακόμη και με μέλη φοιτητικών σχημάτων που πρόσκεινται (στους «τύπους») στον ευρύτερο αντιεξουσιαστικό-αναρχικό χώρο.
Όσο «φιλικοί» κι αν ήταν προς τον ΣΥΡΙΖΑ οι κινηματίες της αριστεράς και πολλοί εκ του δικού μας χώρου, όπως τονίσαμε, ούτε τα κινήματα της περιόδου είχαν την ισχύ να ανατρέψουν την κυβέρνηση, ούτε και η ευρύτερη κοινωνική πλειοψηφία μπορούσε να πειστεί για την κυβερνητική αλλαγή υπό τον ΣΥΡΙΖΑ με όχημα θεματικές, πεδία και κατευθύνσεις πάνω σε ατζέντες δοκιμασμένες, που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει τα διαπιστευτήρια του με τραγικά αποτελέσματα κατά το διάστημα της κυβερνητικής του θητείας. Η εποχή είχε αλλάξει, τα πολιτικά και οικονομικά επίδικα είχαν επίσης αλλάξει και ο νέος δικομματισμός που παγιώθηκε με επίκεντρο τα μνημόνια δεν είχε πλέον λόγω ύπαρξης.
Τα προβλήματα του κυβερνητικού προγράμματος και του προσδιορισμού εκλογικού υποκειμένου, ήταν προβλήματα που είχαν διαφανεί εξαρχής. Από τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης της Ν.Δ. επιμέναμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα στρεφόταν περισσότερο σε μια ατζέντα «δικαιωμάτων» και «δημοκρατίας» αφού η δυνατότητα άσκησης αντιπολίτευσης με αιχμή την οικονομική πολιτική, τα εργασιακά και τις συνθήκες ταξικής σφαγής του εργαζόμενου λαού, ήταν παγιδευμένη όχι μόνο από τις πρότερες επιλογές του, αλλά και ιδίως, από την ψευδεπίγραφη «έξοδο από τα μνημόνια», την οποία αποδέχτηκε το σύνολο του πολιτικού κόσμου με ελάχιστες εξαιρέσεις. Η «έξοδος από τα μνημόνια» σηματοδότησε μια αιφνίδια αλλαγή ατζέντας που ευνόησε τόσο την Ν.Δ. όσο και συνολικά το σύστημα, διότι διαμήνυσε θριαμβευτικά, αν και ψευδώς, το τέλος μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Μιας περιόδου που στην πραγματικότητα δεν τέλειωσε ποτέ, απεναντίας είναι εδώ και είναι ακόμα πιο επικίνδυνη, ειδικά από την στιγμή που αποσιωπάται.
Η διαρκής όξυνση της κρίσης δεν μπορεί να κρυφτεί όσο κι αν η κυρίαρχη ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος από τους κάθε λογής καθεστωτικούς αναλυτές εστιάζει στο κλείσιμο του κύκλου της «αστάθειας» που είχε επιφέρει η εκδήλωση της και οι μνημονιακές δανειακές συμβάσεις, τον οποίο, σύμφωνα με αυτές τις διόλου ουδέτερες πολιτικά «εκτιμήσεις», σηματοδοτεί από την μία, η μεγάλη νίκη της ΝΔ και από την άλλη, η εκκωφαντική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με αυτές τις “αναλύσεις” η συντριπτική νίκη της Ν.Δ. εδράζεται ακριβώς στην αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αντιληφθεί την μεταβολή των καταστάσεων και να αποδεχτεί πως η κοινωνία δεν ανέχεται την «τοξικότητα» και βρίσκεται πλέον, σε ένα ανώτερο βιοτικό και οικονομικό επίπεδο, σε μια «μετα –κρίση» εποχή. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως έσκαψε τον λάκκο του. Το «μεταμνημόνιο» από σημαία ευκαιρίας για μια επερχόμενη κυβερνητική διαδοχή έπειτα από ένα «μνημόνιο της δεξιάς» που δεν ήρθε για τους λόγους που περιγράψαμε, τελικά αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του. Η αλλαγή ατζέντας που αυτός επέβαλλε ήταν το άνοιγμα της κάσας και η τελική κλωτσιά η αρπαγή ακόμα και του «τέλους των μνημονίων» από την Νέα Δημοκρατία πέρυσι το καλοκαίρι δια στόματος Μητσοτάκη.
Στην πραγματικότητα οι αναλύσεις για το «τέλος εποχής» δεν έχουν αποδέκτη τον ΣΥΡΙΖΑ που πρώτος ανήγγελλε την «μεταμνημονιακή εποχή» και η αντιπολίτευση του, κάθε άλλο παρά «τοξική» ήταν. Οι “αναλύσεις” αυτές στόχο έχουν να καθησυχάσουν τον λαό και την εργατική τάξη, να διαχύσουν ψέματα και να αποπροσανατολίσουν από τα πραγματικά δεδομένα. Πάνω σε αυτό το πλαίσιο της στρεβλής παρουσίασης της εγχώριας και διεθνής κατάστασης, την οποία από κοινού όλο το αστικό πολιτικό τόξο φιλοτέχνησε, οικοδομήθηκε η νίκη της Ν.Δ..
Η πολιτική ομαλότητα στο αστικό σύστημα είχε εξάλλου επανέλθει από τον Σεπτέμβριο του 2015 και την ανανέωση της κυβερνητικής θητείας, του μνημονιακού ήδη τότε, ΣΥΡΙΖΑ. Οι ανακατατάξεις στην σοσιαλδημοκρατική πολυκατοικία λίγα χρόνια πριν με την ανατροπή του ΠΑΣΟΚ από την πρωτοκαθεδρία είχαν βάλει τις βάσεις της ανατροφοδότησης του πολιτικού συστήματος και της ανάκαμψης του από την αστάθεια της κοινωνικής πόλωσης, ενώ πλέον η διάψευση των προσδοκιών για ενδοσυστημική ρήξη με τις δανειακές συμβάσεις, είχε προδιαγράψει την επιστροφή της Ν.Δ. στο τιμόνι της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Από το 2015 έως και σήμερα δίχως να αλλάζει ο χαρακτήρας της κρίσης, παρά την αναιμική ανάκαμψη που κράτησε έως το 2019, η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα είχε επιβληθεί διαμέσου της ενσωμάτωσης των κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων, της απογοήτευσης και της αδράνειας που αυτή επέφερε. Το επισφράγισμα της αστικής νίκης, τουλάχιστον όσον αφορά το πρώτο επεισόδιο της εγχώριας εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης, είχε διαφανεί από τον Σεπτέμβριο του 2015 και ακόμη περισσότερο στις εκλογές του 2019, την εκλογή αυτοδύναμης κυβέρνησης της Ν.Δ. και τα υψηλά ποσοστά που κατέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ παρά την καταστροφική, μνημονιακή του θητεία. Οι πρόσφατες εκλογές, στον βαθμό που κλόνισαν την κραταιότητα του δικομματισμού, περισσότερο υποσχέσεις αστάθειας άφησαν και λιγότερο αποτέλεσαν εγγυητή οριστικοποίησης της ομαλότητας που πριν από αυτές, σταδιακά είχε αρχίσει να εγκαθιδρύεται ως αποτέλεσμα του αδιεξόδου των αγώνων και την αφομοίωση τους στην ανάθεση της σοσιαλδημοκρατικής κάλπης.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και ιδίως να υπενθυμίσουμε ότι οι πιο δυναμικοί αγώνες της προηγούμενης δεκαετίας, που οι εγκάθετοι του συστήματος επιθυμούν διακαώς να ξορκίσουν, δεν αναπτύχθηκαν κατά την στιγμή της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εκ των υστέρων τους καρπώθηκε, αλλά απέναντι στο δικομματικό σύστημα της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο εμφανιζόταν τότε με πολύ πιο ισχυρά ποσοστά σε σύγκριση με αυτά που η ΝΔ συγκέντρωσε στην εκλογική αναμέτρηση του περασμένου Ιούνη, γεγονός που επίσης αποδεικνύει πως δεν είναι οι εκλογικοί συσχετισμοί αυτοί που καθορίζουν και τους ταξικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς και το επίπεδο της έντασης των αγώνων. Τουναντίον, η έλλειψη πολιτικής εκπροσώπησης και πολιτικής έκφρασης των πιο ριζοσπαστικών και σκεπτόμενων τμημάτων της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας, είναι η μεταβλητή εκείνη που μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στην εκδήλωση των αντιστάσεων και είναι αυτή η έλλειψη που φάνηκε να κυριαρχεί στις κάλπες, ακόμα και ανάμεσα στους ψηφοφόρους του «λιγότερου κακού» και όχι μια άνευ όρων εντολή στην Ν.Δ. ασχέτως αν έτσι δείχνει ο αμιγώς εκλογικός –επί των συμμετεχόντων- συσχετισμός.
Ένα εξαιρετικά κρίσιμο διακύβευμα της περιόδου, αποτελεί λοιπόν η αποδόμηση εκείνων των απαισιόδοξων και συστημικά ευνοϊκών εκτιμήσεων που προβλέπουν «παντοδυναμία» της νέας κυβέρνησης εξαιτίας της, πράγματι, συντριπτικής της νίκης και διαχέουν απογοήτευση και υποταγή αλλά και αυταπάτες, σύμφωνα με τις οποίες η «παντοδυναμία» ή μη μιας αστικής κυβέρνησης εξαρτάται απ’ τους εκλογικούς και όχι τους ταξικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, είτε γιατί αυτοί τάχα ταυτίζονται, είτε επειδή οι εκλογικοί συσχετισμοί μπορούν να λειτουργήσουν και μάλιστα πιο αποτελεσματικά από την ταξική και πολιτική πάλη, ως «διαπραγματευτικά εργαλεία» της τάξης μας απέναντι στους εκμεταλλευτές της και του πολιτικούς τους προϊστάμενους. Όπως είχαμε γράψει και στην προκήρυξη μας για τις δεύτερες εκλογές, τέτοιες απόψεις μεταφέρουν την συζήτηση για τα αντιστασιακά επίδικα της εποχής στο γήπεδο του ταξικού αντιπάλου και εκφράζουν, την στρεβλή πεποίθηση, ότι οι ευνοϊκοί ή αρνητικοί όροι για την διεξαγωγή της ταξικής πάλης, από την σκοπιά των συμφερόντων της εργασίας, διαμορφώνονται μέσα στο έδαφος ενδοαστικών και ενδοκοινοβουλευτικών συσχετισμών ανάμεσα στους διάφορους συστημικούς πόλους της αστικής διαχείρισης και όχι μέσα στους κοινωνικούς και ταξικού αγώνες.
Οι «εκτιμήσεις» αυτές έχουν σαν μοιραία συνέπεια την αποδυνάμωση των κοινωνικών και ταξικών αγώνων, των μόνων δηλαδή ικανών συνθηκών αναχαίτισης αυτής της «παντοδυναμίας», αφού διαμέσου της μοιρολατρικής απεμπόλησης κάθε πίστης για τις νίκες που μπορούν να κατακτήσουν, συμβάλλουν στην αποθάρρυνση συμμετοχής σε αυτούς και τους εμφανίζουν, ως μάταιες προσδοκίες και «χαμένη υπόθεση». Έτσι, με μαθηματική ακρίβεια, οι εκτιμήσεις αυτές καταλήγουν μηχανισμοί διασποράς απογοήτευσης και ήττας, επενεργούν ενισχυτικά στην «παντοδυναμία» που υποτίθεται ξορκίζουν και υπό την ασφαλή θαλπωρή του καναπέ, τείνουν να την επισπεύδουν και να την προσμένουν ως μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» που θα τους “δικαιώσει”. Εξάλλου, η ίδια η άποψη που θέτει ως καίριο ζήτημα ποιος θα είναι ο διαχειριστής της βαρβαρότητας, από όπου κι αν εκπορεύεται, κατ’ ουσίαν στρέφει όλο το ενδιαφέρον απευθείας στην κάλπη, στην ανάθεση παντός είδους και την απέκδυση των ευθυνών για την τροπή που θα προσλάβουν τα πράγματα. Οπότε, εκ των πραγμάτων είναι σύμφυτη με τον «καναπέ» και την αδράνεια ή έστω, την αραιή, παθητική συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα, χωρίς την πρωταγωνιστική ανάδειξη, του ίδιου που την εκφέρει.
Παράλληλα, αυτές οι «εκτιμήσεις» που περιστρέφονται και περιορίζονται αποκλειστικά γύρω από την συντριπτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας και την «παντοδυναμία» που θα επιφέρει, στην πραγματικότητα αδιαφορούν για την κατανόηση των κρίσιμων παραγόντων που οδήγησαν σε αυτή και απλοϊκά αρκούνται να εγκλωβιστούν σε αυτοδικαιωτικά αντικοινωνικά αναθέματα για τον «εθελόδουλο λαό», τον οποίο απαξιώνοντας τον, ταυτόχρονα τον εγκαταλείπουν στις αγκάλες της εθνικιστικής και ακροδεξιάς αντίδρασης ή σε άλλους δρόμους βολικής για το σύστημα, δήθεν «αντισυστημικής» έκφρασης. Συνακόλουθα, διαποτισμένες από ηττοπάθεια, αυτές οι «εκτιμήσεις» περί μη αναστρέψιμης στο πεδίο των μαχών «παντοδυναμίας» και «εθελόδουλου λαού» εκπέφτουν στο ίδιο αυτό επίπεδο «εθελοδουλίας» το οποίο καταδικάζουν, μιας και αρνούνται την ανάληψη ευθυνών για την μεταβολή του και συμβιβάζονται με την άνευ όρων διαιώνιση του. Δεν θα πρέπει, ακόμη, να θεωρήσουμε διόλου τυχαίο το γεγονός πως η έκφραση αυτών των «απαισιόδοξων εκτιμήσεων» βρήκε μορφή σε διακηρύξεις αναχωρητισμού και έγινε σύνθημα η προτροπή «να μαζέψουμε βαλίτσες και να φύγουμε από την χώρα» συνηγορώντας στην κριτική μας, πως οι απόψεις και οι στάσεις αυτές, σε τίποτα δεν διαφέρουν με την «εθελοδουλία» την οποία ψέγουν.
Τέλος, οι «εκτιμήσεις» αυτές, ενέχουν και χαρακτηριστικά υποκρισίας. Άραγε θα ήταν ίδιες αν η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος νομιμοποιούσε και έδινε συγχωροχάρτι στον ΣΥΡΙΖΑ «για να πέσει η δεξιά» και του χάριζε ένα αντίστοιχα ισχυρό ποσοστό για να συνεχίσει την ίδια πολιτική; Θα ήταν ίδια η πρόθεση για «βαλίτσες» και η πεποίθηση περί «εθελόδουλου λαού»; Όλα αυτά, επιβεβαιώνουν δυστυχώς το εύρος των αφομοιωμένων τμημάτων της κοινωνίας στο ενδοκοινοβουλευτικό και ενδοαστικό τόξο στην αντίπερα όχθη της ενεργητικής συμμετοχής στην ταξική και πολιτική πάλη για την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Δυστυχώς επιβεβαιώνουν πως δεν έχουμε ξεμπερδέψει από τους κινδύνους της σοσιαλδημοκρατικής αφομοίωσης, που αντί να εκληφθεί η πτώση της ως μια ευκαιρία για το δυνάμωμα των αγώνων που διαχρονικά αφομοίωνε για να αναρριχηθεί στην πολιτική εξουσία, φαίνεται πως σκορπίζει απογοήτευση. Οι αγώνες των επόμενων χρόνων οφείλουν να συμπεριλάβουν αυτό τον παράγοντα στην ατζέντα τους, εν αντιθέσει με τις ελάχιστες φορές που το έπραξαν την τετραετία 2015-2019 και να μην καθησυχαστούν από την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να και να είναι πρόσκαιρη.
Ουδέτεροι στο νέο πολιτικό τοπίο δεν είναι σαφώς οι σταλινικοί στυλοβάτες της αστικής κυριαρχίας, ούτε στον αντίποδα τα ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα. Με διαφορετικό τρόπο, επιτελούν τον δικό τους ιδιαίτερο ρόλο στην διαχείριση της εύθραυστης κοινωνικής και ταξικής συνοχής και στην όσο πιο ελέγξιμη κατανομή του πολιτικού χάρτη. Για την ομαλότητα του πολιτικού συστήματος δεν αρκεί εξάλλου μόνο η ύπαρξη ενός κραταιού δικομματισμού και των συμπληρωματικών του μηχανισμών, που σε κρίσιμες περιόδου θα αναλάβουν κυβερνητικούς θώκους (όπως το ΛΑΟΣ, η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝΕΛ) ή θα στηρίξουν τις κεντρικές κατευθύνσεις του κεφαλαίου (όπως το ΠΟΤΑΜΙ κ.α.). Κομβικοί σημασίας ζήτημα αποτελεί και η ευνοϊκή για το σύστημα εγκόλπωση εκείνων των δυνάμεων που δεν συμπαρατάσσονται με τα κόμματα εξουσίας, σε άλλα κόμματα και φορείς, που, όχι μόνο δεν θα αμφισβητήσουν την αστική ηγεμονία, αλλά και θα δράσουν ως επίσημα ή άτυπα υποστυλώματα της . Ως προς αυτή την κατεύθυνση, αρχικά το ΚΚΕ, έχει αποδείξει, πως τα καταφέρνει περίφημα.
Το ιστορικά και ιδεολογικά χρεοκοπημένο κόμμα, αύξησε έστω και ισχνά την δύναμη του, ως αποτέλεσμα της σταθερής του παρουσίας σε μια σειρά από χώρους, η οποία αποτυπώθηκε πρώτα και κύρια κοινωνικά και εν συνεχεία και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο. Αναμφίβολο ρόλο στην μικρή του εκλογική αύξηση, διαδραμάτισε και η προαναγγελία της από σύσσωμο το μιντιακό σύστημα, που με ομοβροντία την είχε καλωσορίσει πολύ πριν τις πρώτες εκλογές. Ουδεμίαν έκπληξη δεν προκαλεί αυτή η φιλική αντιμετώπιση από τους κύριους παίχτες της ιδεολογικής και επικοινωνιακής διαχείρισης του καθεστώτος προς το ΚΚΕ, που βεβαίως και δεν το αναγνωρίζουν ως ταξικό και πολιτικό αντίπαλο, απεναντίας, υπό το πρίσμα αντίληψης του ως πυλώνα της αστικής κυριαρχίας και αφομοιωτικό πόλο και κατευναστή των κοινωνικών αντιδράσεων, το θεωρούν ως ένα ασφαλή και «αξιόπιστο» φορέα εγκλωβισμού εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.
Πράγματι, τόσο η ιδεολογική ηγεμονία του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα, όσο και η πρωτοκαθεδρία του στο φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα συναρθρώνουν μια πραγματικότητα που συνιστά πρόκληση για τον οργανωμένο αναρχισμό, αναγκαία να ερμηνεύσει και έμπρακτα να αντιμετωπίσει. Μπορεί να μην συνιστά προπομπό γιγάντωσης του εξουσιαστικού κομμουνισμού, που αναγνωρίζουμε ως ιστορικά χρεοκοπημένο, συνιστά παρόλα αυτά μια πραγματικότητα συντήρησης και πιθανώς συνεχιζόμενα αυξητικής ανανέωσης, ενός μηχανισμού απορρόφησης δυνάμεων και αγώνων που μόνο το κράτος και το κεφάλαιο ευνοεί, καθώς ούτε απειλεί την κυριαρχία τους ούτε και προκαλεί δυνητικά, αποσταθεροποιητικές τάσεις. Εξάλλου σε όλες τις κρίσιμες στιγμές των τελευταίων δεκαετιών, το ΚΚΕ ήταν εκεί για να προστατεύσει την ταξική ειρήνευση, να μιλήσει για προβοκάτορες και ακόμη και να αναλάβει συνεταιρικά με την αστυνομία την περιφρούρηση της βουλής και την καταστολή διαδηλωτών.
Οφείλουμε πάντως να διευκρινίσουμε πως η επισήμανση μόνο των πρακτικών μεθόδων του ΚΚΕ στην βάση μιας συνήθως απολίτικης κριτικής του κατά πόσον είναι «μάχιμο», κριτική που κατ’ ουσίαν αφήνει και υπονοούμενα συμμαχικών συμπλεύσεων σε μια φαντασιακή υπόθεση που γινόταν, «συγκρουσιακό», δεν αποτελεί ικανή συνθήκη ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης. Η κριτική που δεν εισχωρεί στην ίδια την μαρξιστική – λενινιστική ιδεολογία που πρεσβεύει το ΚΚΕ και την οδυνηρή πρακτική της εφαρμογή σε ένα σύνολο χωρών, για της οποίας τα αποτελέσματα οι αναρχικοί ως «αιώνιοι αντίπαλοι» των μαρξιστών προειδοποιούσαν από την Α ‘ Διεθνή, είναι κριτική «οδοντόπαστας». Κριτική που δεν είναι ιδεολογική, πολιτική και προγραμματική. Κριτική, που σε τελικές γραμμές βγάζει ωφελημένους τους σταλινικούς που είναι πιο προετοιμασμένοι, ιδεολογικά και πολιτικά για να την αντικρούσουν.
Με τον ίδιο τρόπο η υιοθέτηση των «ηρωικών του στιγμών» και των προσώπων του κόμματος, στον αντίποδα της σημερινής του δράσης ως αφομοιωτικού φορέα του αστικού πολιτικού συστήματος, κάθε άλλο παρά το αποδυναμώνει. Τέτοιες προσεγγίσεις είθισται να προέρχονται από τμήματα της αριστεράς εκτός ΚΚΕ ή ακόμα και από δυνάμεις του δικού μας πολιτικού χώρου, που έχουν μπερδέψει το αλφάδι με το σφυροδρέπανο. Η «φιλική» ματιά προς προσωπικότητες και κινήματα υπαγόμενα στο ΚΚΕ δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια κομματική του διαφήμιση ακόμη κι αν εκφράζεται έξω από το κόμμα και δήθεν, ενάντια του. Όπως η εκλογική βάση που ψήφισε για κυβέρνηση προτίμησε το πιστό πρότυπο και όχι την αριστερή καρικατούρα έτσι και οι ενεργές δυνάμεις του εργατικού και φοιτητικού κινήματος φυσιολογικά θα διαλέξουν το αυθεντικό, έστω και απολιθωμένο, σταλινικό υπόδειγμα, παρά τις μικρές καρικατούρες νεολενινιστών αναθεωρητών ή τους αναρχικούς σε ιδεολογική σύγχυση που κραυγάζουν για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και προβάλλουν ντοκιμαντέρ για τον Βελουχιώτη. Κι αν για τις δυνάμεις της κομμουνιστικής αριστεράς η διεκδίκηση οικειοποίησης προσώπων και στιγμών του κομμουνιστικού κινήματος εμπεριέχει ψήγματα λογικής, στο παράδειγμα του πολιτικού μας χώρου είναι ιστορικά και πολιτικά αδιανόητη και διογκώνει την ιδεολογική σύγχυση των καιρών.
Σε αυτήν ακριβώς την ιδεολογική σύγχυση των καιρών εδράζεται και η άνοδος της ακροδεξιάς. Όταν κάποτε, πριν το 2015 πολλοί σύντροφοι είχαν διαγνώσει στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ μια «ριζοσπαστική στροφή της κοινωνίας» άλλοι σύντροφοι/ες αντιλαμβάνονταν πολύ καλά τι επακολουθεί ιστορικά την σοσιαλδημοκρατία. Η μετατόπιση του πολιτικού χάρτη προς τα δεξιά, η συντηρητικοποίηση μεγάλων κοινωνικών κομματιών και η εμπέδωση του ρατσισμού και του “φόβου” για το «ξένο» και το «διαφορετικό» δεν συντελέστηκε τώρα, πολλώ δε μάλλον, δεν αποτυπώθηκε λόγω της πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ (sic). Αντ’ αυτού αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των καιρών, σάρκα από την σάρκα της αποπολιτικοποίησης, της ανορθολογικής αναζήτησης των «εχθρών» σε ξένα και αόρατα κέντρα και την εμπέδωση της εθνικιστικής προπαγάνδας του ίδιου του αστικού καθεστώτος στην κατεύθυνση επιβολής «εθνικής ενότητας» ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες κοινωνικές τάξεις και για την απόσπαση συναίνεσης στα εγκληματικά κρατικά και καπιταλιστικά σχέδια. Ο ραγδαίος εκφασισμός σημαντικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας είναι μια διαδικασία που επιταχύνεται προοδευτικά από την εκδήλωση της κρίσης και δεν την ανέκοψαν ούτε τα δικαστήρια ούτε η διάλυση της ναζιστικής συμμορίας της χρυσής αυγής. Έχουμε ευθύνη να αναλύσουμε και να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο για να εκτροχιάσουμε την κοινωνική του ανοδικότητα και την υψηλή ευθύνη να ισοπεδώσουμε τους φασίστες και όσα μισανθρωπικά πρεσβεύουν, πριν ανασυγκροτήσουν επικίνδυνους μηχανισμούς, κάτι που ήδη επιχειρούν. Ίσως το πιο ανησυχητικό σημείο των καιρών σε σχέση με την άνοδο της ακροδεξιάς και του φασισμού να μην βρίσκεται καν στην ανασύσταση «ορφανών» ταγμάτων εφόδου από συνειδητοποιημένους ναζιστές αλλά στην στελέχωση πογκρόμ (όπως στον Έβρο) από λαϊκούς πληθυσμούς, των οποίων η συμμετοχή σε τέτοιες ενέργειες δεν επιτρέπει την πρόσληψη τους ως «παραπλανημένους»: είναι στόχοι προς τσάκισμα. Το ίδιο και κάθε μηχανισμός, φορέας ή πρόσωπα που συνεργάζονται με την ακροδεξιά, της δίνουν βήμα και ωσμώνονται ιδεολογικοπολιτικά μαζί της σε ανορθολογικά μέτωπα αντιδραστικής υστερίας και παραπλάνησης των πραγματικών υπαίτιων της εργασιακής εκμετάλλευσης και της καταπίεσης του λαού και της εργατικής τάξης.
Παραπλήσιες είναι οι αιτίες ανόδου μορφωμάτων όπως της Πλεύσης Ελευθερίας, που έχουν άρρηκτη σχέση με την γενικότερη ιδεολογική σύγχυση και αποπολιτικοποίηση πάνω στην οποία ορθώνεται η ακροδεξιά. Το προσωποπαγές κομματίδιο της Ζωής Κωνσταντοπούλου έρχεται για να διαδεχτεί ένα άλλο προσωποπαγές μόρφωμα, αυτό του ΜΕΡΑ 25, στην τελευταία θέση του εκλογικού αποτελέσματος. Με προεκλογικό σύνθημα «δεν κοιτάμε ούτε δεξιά ούτε αριστερά» θυμίζει κάτι από την αρχή του ΜΕΡΑ25 που διαλαλούσε πριν τις εκλογές του 2019 πως δεν είμαστε «αριστερά» και προτιθέμεθα να συνεργαστούμε «και με την Νέα Δημοκρατία και με τον ΣΥΡΙΖΑ» υπερτονίζοντας την συνεργασία «νεοφιλελεύθερων και νεοκευνσιανών» στο εσωτερικό του κόμματος.
Ωστόσο, η Πλεύση Ελευθερίας συγκεντρώνει ένα μάλλον διαφορετικό ακροατήριο από το ΜΕΡΑ25 και έναν κόσμο που δεν συνδέεται με την εκκεντρική αρχηγό της εξαιτίας της γραφικής θητείας της ως προέδρου της βουλής ή λόγω της αριστερής αντιπολίτευσης της στον ΣΥΡΙΖΑ. Η Πλεύση Ελευθερίας κέρδισε έδαφος σε ένα ακροατήριο που «δεν κοιτάει ούτε αριστερά ούτε δεξιά» όταν αναμίχθηκε στα αντιεμβολιαστικά κινήματα, ενώ και πιο πριν, είχε συστρατευτεί με τον εθνικιστικό παροξυσμό επ’ αφορμής της συμφωνίας των Πρεσπών. Εξάλλου, η υποστήριξη που έλαβε από κομμάτια υποστηρικτών του Κασιδιάρη στις πρώτες εκλογές και η υποχώρηση των ποσοστών της κατά την στιγμή της φαινομενικής της ανόδου στις δεύτερες, όταν πλέον υπήρχαν οι «Σπαρτιάτες» για να εκφραστούν οι υποστηρικτές του νεοναζί, αναδεικνύει σε πια θολά νερά ψάρευε, με τις πολιτικά αόριστες ταπεραμαντόζικες σοφιστείες της, το πολιτικό βδέλυγμα Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Κλείνοντας την επισκόπηση του εκλογικού αποτελέσματος οφείλουμε να αναφερθούμε και στην αποτυχία του διακαή πόθου του Βαρουφάκη να σώσει τον καπιταλισμό, μιας και δεν θα βρίσκεται στο νέο κυβερνητικό σχήμα, όπως ήλπιζε στην προοπτική της «προοδευτικής κυβέρνησης», ούτε και στο κοινοβούλιο. Στο αντιεκλογικό μας κείμενο τον Απρίλιο του 2022 παρά ορισμένες προβλεπτικές αστοχίες και λάθη, είχαμε αν μη τι άλλο περιγράψει την αναπόφευκτη πορεία του ΜΕΡΑ 25, λέγοντας πως «Τέτοια μορφώματα, γεννημένα κάτω από αστικές-συστημικές ανάγκες για την κάλυψη κενών στον πολιτικό χάρτη, δεν μένουν για πολύ στον αφρό. Το ΜΕΡΑ 25 δεν έχει βάση μελών, δεν έχει πρόγραμμα εξουσίας και δεν θα μακροημερεύσει, καθώς πρόκειται για κόμμα μίας χρήσης. Ταυτόχρονα είναι ένα αρχηγοκεντρικό μόρφωμα, που βασίζεται στον εκκεντρικό γραμματέα του, χωρίς τον οποίο θα βυθιζόταν σε ποσοστό κάτω του 1%. Ως προς αυτόν, τον Γιάνη Βαρουφάκη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπήρξε ψηφοφόρος του τρίτου μνημονίου το καλοκαίρι του 2015, θερμός υποστηρικτής της Ε.Ε. και φανατικός υπέρμαχος της διάσωσης του καπιταλιστικού συστήματος από την κρίση που το ταλανίζει, παράγοντας για τον οποίο ουσιαστικά εμπλέκεται με την πολιτική. Ο πολιτικός του βίος αργά ή γρήγορα θα κάνει τον κύκλο του και ο ίδιος θα μείνει στην ιστορία ως ο υπουργός του “λιτού βίου” και αυτός που άνοιξε τον δρόμο στο 3ο μνημόνιο υπογράφοντας την συμφωνία στο eurogroup της 20ης Φλεβάρη 2015. Ο μνημονιακός Βαρουφάκης θα καταλήξει στα παρασκήνια της πολιτικής, λαομίσητος και γραφικός, στην οποία θα παραμείνει ως τηλεμαιντανός μετά την αναπόφευκτη αποτυχία του ΜΕΡΑ25.» Ο πολιτικός μας πυρήνας θα έχει την χαρά να αναμετρηθεί με τον Γ.Βαρουφάκη στην δίκη συντρόφου μας για τον ξυλοδαρμό του, εάν και εφόσον μας κάνει την τιμή ο υπουργός του λιτού βίου να εμφανιστεί και να ολοκληρώσει την καταδοτική του στάση.
Μέσα στο πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται οι αναρχικές πολιτικές δυνάμεις οφείλουμε να πάρουμε σοβαρές οργανωτικές, πολιτικές και στρατηγικές αποφάσεις, αν δεν επιθυμούμε να μας “καταπιούν” οι συγκυρίες και αν δεν θέλουμε τον αναρχισμό μειοψηφική ουρά των αγώνων ή μια “μαχητική” προέκταση της αριστεράς. Το αναρχικό κίνημα έχει χρέος να αντιπαλέψει τις αστικές δυνάμεις, τα υποστηλώματα τους και τις ακροδεξιές εφεδρείες του καθεστώτος βγαίνοντας μπροστά στο πολιτικό και ιστορικό προσκήνιο. Έχουμε καθήκον να διανοίξουμε νέους δρόμους ενάντια στον ατομικισμό, την αποπολιτικοποίηση και την απουσία κοινωνικής πίστης στην δυνατότητα μιας επαναστατική κοινωνικής αλλαγής εμπνέοντας μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας να αγωνιστούν και να διεκδικήσουν καλύτερες μέρες συστρατευόμενα στο πλευρό μας. Έχουμε ευθύνη να αλλάξουμε τους υφιστάμενους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και της επαναστατική τους κοσμοθεωρίας, του αναρχισμού. Οφείλουμε να οικοδομήσουμε έναν νέο πολιτικό φορέα, ένα νέο οργανωτικό σχήμα που θα βγάλει το κίνημα μας από το τέλμα και θα υπερβεί τον κατακερματισμό, την αυτονόμηση των ομάδων και τις ευκαιριακές συνεργασίες που καταδικάζουν τον αναρχισμό σε χρόνια δυσλειτουργία και αναποτελεσματικότητα. Αν δεν ξεπεράσουμε τις ανεπάρκειες μας, αν δεν μεταβούμε από «χώρος» σε «κίνημα» τότε θα ζήσουμε τις πιο μαύρες μέρες της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορίας.
Ο αναρχισμός, παιδί του εργατικού κινήματος, θα πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες του: στην καρδιά της ταξικής πάλης, στην καθημερινότητα των ανθρώπων του μόχθου και των λαϊκών μαζών. Το αναρχικό κίνημα δεν απευθύνεται στα «άτομα» και στα ατομικά τους γνωρίσματα όπως οι φιλελεύθεροι, ούτε καλεί τις μάζες να στοιβαχτούν πίσω από την κομματική πρωτοπορία. Ο αναρχισμός είναι η επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων λαϊκών στρωμάτων, στα χέρια των οποίων βρίσκεται το χτίσιμο του νέου κόσμου της πολιτικής ελευθερίας, της οικονομικής ισότητας και της κοινωνικής αλληλοβοήθειας. Οι αναρχικοί σήμερα ή θα οργανώσουμε την πάλη στους χώρους δουλειάς, στα πανεπιστήμια, στα σχολεία και τις γειτονιές απέναντι στους δυνάστες του κοινωνικού βίου και τους φασίστες τους ή θα κλειστούμε στον αντικοινωνικό μας μικρόκοσμο, αποκομμένοι από τις κοινωνικές διεργασίες. Ή θα μπολιάσουμε τα επαναστατικά μας προτάγματα σε όλο και περισσότερους ανθρώπους ή θα καταντήσουμε αραχνιασμένοι θεωρητικοί χωρίς ερείσματα. Ή θα επεξεργαστούμε το σύγχρονο επαναστατικό μας πρόγραμμα ή θα κάνουμε πολιτική συνθημάτων, αοριστιών και θα νομίζουμε ότι “ζούμε” την επανάσταση στις αυτοαναφορικές μας κοινότητες. Ή θα οικοδομήσουμε τον πολιτικό μας φορέα, μια νέα αναρχική επαναστατική οργάνωση που θα εξαπλωθεί σε κάθε γωνιά και θα συνενώσει χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες στον πολιτικό αγώνα για την ανατροπή και την επανάσταση ή θα παραμείνουμε στις μικρές μας ομάδες να διασκεδάζουμε την πολιτική μας μιζέρια και ανικανότητα. Αν αποφασίσουμε την αναπαραγωγή της ανημποριάς μας, τουλάχιστον ας μην μεταβιβάσουμε τις ευθύνες μας στην «κοινωνία»: να μάθουμε να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Από μεριάς μας, θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν, έτσι ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για οργανωτικά και πολιτικά άλματα, για ουσιαστικές αναβαθμίσεις που θα επιτρέψουν την ισχυροποίηση αγώνων και δομών και για να μπορέσουμε το επόμενο διάστημα, οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που μοιραζόμαστε κοινές αξίες και κοινές πολιτικές και επαναστατικές αγωνίες, να βρισκόμαστε σε μια καλύτερη θέση για να προχωρήσουμε άμεσους και μακρόπνοους σχεδιασμούς πάλης και να ανακτήσουμε εκείνο το επαναστατικό πάθος που σε κάθε του έκφραση, θα λέει «θα νικήσουμε».
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ-ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ