Προτού τοποθετηθούμε για την πολιτική ουσία των γεγονότων που διαδραματίστηκαν χθες στην κεντρική πλατεία του Ιλίου, οφείλουμε πρωταρχικά να διασαφηνίσουμε τα ακριβή περιστατικά, τα οποία ως είθισται έχουν σε έναν βαθμό διαστρεβλωθεί και σε έναν άλλο βαθμό δημοσιοποιηθεί ψευδώς από τα συστημικά εγκάθετα ΜΜΕ. Έχει σημασία, ειδικά τις μέρες αυτές που στο πλαίσιο μιας οργανωμένης προεκλογικής εκστρατείας το αναρχικό κίνημα ταυτίζεται με «σκοτεινές δυνάμεις» από τους επαγγελματίες προβοκατορολόγους να είμαστε ακριβείς και ακόμη πιο πολύ, μια τέτοια υποχρέωση βαραίνει τις οργανωμένες δυνάμεις του αναρχισμού, που δρούμε δημόσια και επώνυμα όχι μόνο τις μέρες που μας προβάλλουν οι κρατικοί ρουφιάνοι, τα media και τα κομματόσκυλα, αλλά σε καθημερινή και αδιάκοπη βάση.
Για να ξεκαθαρίσουμε την αλήθεια από το ψέμα, να υπογραμμίσουμε ότι δεν κινηθήκαμε με «καλυμμένα» τα πρόσωπα μας κατά του Βίτσα, ούτε κάποιο κομματικό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ χτυπήθηκε τόσο σοβαρά, έτσι ώστε να κατέληξε στο νοσοκομείο όπως ψευδώς γράφτηκε. Ταυτόχρονα, ψέματα είναι και τα όσα ισχυρίστηκε η ΑΥΓΗ, σύμφωνα με την οποία ο κομματοσκυλικός κλοιός προστασίας του εγκληματία πρώην υπουργού «εμπόδισε» να κινηθούμε εναντίον του. Ο Βίτσας χτυπήθηκε τόσο σε πρώτο χρόνο με αντικείμενα που του πετάχτηκαν εξ επαφής, πριν ξεκινήσει η συμπλοκή με τους κομματικούς του γλύφτες, όσο και στην συνέχεια, παρά την αριθμητική αναντιστοιχία και την υποστήριξη του ίδιου και του θιάσου του απ’ τα μέλη της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Επιπρόσθετα, δεν ήμασταν «2 άτομα» (sic) που έγραψε η Τοπική ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε χτυπήθηκε κάποιο δικό μας μέλος, παρότι κάθε σύντροφος και κάθε συντρόφισσα μας πάλευε ταυτόχρονα με 3-4 συστημικά κομματόσκυλα που είχαν τον θλιβερό ρόλο να κάνουν τον μπράβο του βουλευτή.
Την παρουσία του πρώην υπουργού αντιλήφθηκαν οι πρώτοι σύντροφοι/ισσες που έφτασαν στην κεντρική πλατεία του Ιλίου, πριν την ώρα έναρξης της συγκέντρωσης και πριν προλάβουμε να συσπειρωθούμε, ακόμα και τα μέλη του πολιτικού μας πυρήνα στο σημείο. Θεωρώντας ως αυτονόητο τον εκδιωγμό ενός πρώην κυβερνητικού παράγοντα και μάλιστα, σε μια συγκέντρωση καλεσμένη για το κρατικό και καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη, οι σύντροφοι/ισσες σωστά ή λανθασμένα κινήθηκαν αμέσως προς το μέρος του χωρίς να περιμένουν τους υπόλοιπους και να συνεννοηθούν για μια οργανωμένη εκδίωξη. Ήταν πρωτίστως το κοινωνικό και δευτερεύοντως το πολιτικό ένστικτο αυτό που μίλησε στην θέα ενός εγκληματία μνημονιακού υπουργού, που τόλμησε να παρευρεθεί ως «διαμαρτυρόμενος» για ένα έγκλημα, το οποίο φέρει και την υπογραφή της κυβέρνησης που ο ίδιος μετείχε. Ακολούθησαν οι συμπλοκές με τον θίασο των κομματόσκυλων (που ως κοινοί ρουφιάνοι δεν έχασαν την ευκαιρία να καλέσουν τους μπάτσους-προστάτες των κρατικών αξιωματούχων) τις οποίες συνόδεψαν οι άναρθρες κραυγές και οι ύβρεις προς το μέρος μας από μέλη του ΕΕΚ, του ΣΕΚ και άλλων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που κατά δήλωση τους, δεν είχαν πρόβλημα με την παρουσία του, αλλά με την δική μας δράση. Αποχωρήσαμε συλλογικά από το σημείο και ενώ ήδη είχαν αρχίσει να προσέρχονται και οι υπόλοιποι σύντροφοι/ισσες τόσο του πολιτικού μας πυρήνα όσο και αυτών που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα μας, λίγα λεπτά μετά τις 12.
Το γεγονός και μόνο ότι τοποθετούμαστε αναλυτικά για την κοινωνικά και πολιτικά επιτακτική εκδίωξη ενός πρώην υπουργικού στελέχους της μνημονιακής διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, προσπαθώντας να υποστηρίξουμε τα αυτονόητα, συνιστά μια ντροπιαστική συνθήκη για όλα όσα έχει περάσει η κοινωνική πλειοψηφία όλα αυτά τα χρόνια και πρώτα πρώτα, μια ντροπιαστική συνθήκη για τις διαδηλώσεις των ημερών. Ας καταγράψουμε μια γενική παραδοχή: αν χθες χτυπούσαμε τον Άδωνη ή κάποιο άλλο κάθαρμα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, η πλειοψηφία όσων διαμαρτύρονται για την επίθεση κατά του Βίτσα θα μας έστηνε αγάλματα. Δεν θα είχαν ηθικά «κολλήματα» ούτε θα κατήγγειλαν «τραμπουκισμούς». Το ίδιο θα συνέβαινε και λίγες μέρες πριν, αν στην θέση του πρώην μνημονιακού υπουργού οικονομικών του «λιτού βίου» βρισκόταν κάποιος εκ της Ν.Δ. Έχουν το θράσος να απαιτούν, εμείς οι αναρχικοί να «χτυπάμε» μονομερώς την μια πλευρά της αστικής διαχείρισης του συστήματος και να λειτουργούμε ως αβανταδόροι της σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά πλανώνται οικτρά όσοι νομίζουν πως το αναρχικό κίνημα θα αφεθεί ως «ουρά» να κάνει την λάντζα της «προοδευτικής διακυβέρνησης», η οποία όχι μόνο θα συνεχίσει την ίδια πολιτική, αφού, όπως λέει και η νέα εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ «δεν έχουμε διαφορές με την Ν.Δ.» αλλά θα αποδειχτεί χειρότερη από την προηγούμενη (αντίστοιχα και μια νέα κυβέρνηση της Ν.Δ. θα είναι χειρότερη απ’ την παρούσα).
Το πρόβλημα λοιπόν, της πλειοψηφίας των όσων καταγγέλλουν δεν βρίσκεται στην ίδια την βία αλλά στο ποιος την αποδέχεται. Η δική μας βία ως αγωνιστών είναι ανταποδοτική και είναι μια βία που στοχεύει το κράτος και το κεφάλαιο που διατηρούν το «μονοπώλιο» της εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας για την κατάπνιξη της ταξικής-κοινωνικής πάλης. Η δική μας βία πάντα στραμμένη προς αυτούς που λεηλατούν την εργατική τάξη, τον λαό και την νεολαία και είναι μια βία εξαιρετικά δυσανάλογη προς αυτήν που βιώνουμε καθημερινά. Είναι τέλος, βία προερχόμενη απ’ τα σπλάχνα της ταξικής εκμετάλλευσης και της κοινωνικής καταπίεσης και στην προκείμενη, σαν αυτή την που την διετία 2010-12 κυνηγούσε το πολιτικό προσωπικό της χώρας όπου εμφανιζόταν. Τότε που οι μαζικές διαδηλώσεις δεν συμπορεύονταν με τους καταπιεστές του λαού και της εργατικής τάξης.
Τις τελευταίες μέρες διεξάγεται μια προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης του κρατικού-καπιταλιστικού εγκλήματος στα Τέμπη και της δίκαιης κοινωνικής οργής που αυτή πυροδότησε, με έναν χυδαίο τρόπο. Μέσα από αφηγήματα για «προβοκάτορες» και «παρακρατικούς» επιχειρείται η απονεύρωση των κινητοποιήσεων, οι οποίες ταυτόχρονα ολοένα και προσλαμβάνουν χαρακτήρα «αντικυβερνητικό» και όχι αντικρατικό και αντικαπιταλιστικό με μια πολύ συγκεκριμένη, προεκλογικού χαρακτήρα αξίωση: να στρωθεί ο δρόμος σε μια αστική κυβερνητική μετάβαση. Με αυτή την αξίωση τόσο τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ έχουν το θράσος να συμμετέχουν στα συλλαλητήρια θέλοντας αφενός να τα εξαργυρώσουν στην κάλπη και αφετέρου να ξεπλύνουν την συνευθύνη τους για την κατάσταση στους σιδηροδρόμους και το έγκλημα στα Τέμπη, όσο και η εξωκοινοβουλευτική αριστερά και άλλοι φορείς, ως αβανταδόροι και νεροκουβαλητές, τους στρώνουν για μια ακόμα φορά το κόκκινο χαλί της αφομοίωσης και της εκλογικής ανόδου στην πλάτη των αγώνων και των κινημάτων.
Αναμφίβολα, αν πράγματι συντελεστεί μια κυβερνητική μετάβαση ή αν τελικά ανανεώσει την θητεία της η Ν.Δ., η «επόμενη μέρα» θα παραμείνει ίδια και όσο θα βαθαίνει η συστημική κρίση, το μέλλον επίκειται δυσοίωνο. Ο λαός και η εργατική τάξη θα έχουν να αντιμετωπίσουν τις ίδιες δυσκολίες και τα ίδια προβλήματα μέσα σ’ αυτό το σάπιο, εκμεταλλευτικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα ανεξάρτητα απ’ το ποιος θα αναλάβει το τιμόνι της πολιτικής διαχείρισης και ανεξάρτητα απ’ το αν θα λέγεται «προοδευτική» ή «νεοφιλελέυθερη» η νέα κυβέρνηση, σε μια καθημερινή κόλαση που διαρκώς θα εντείνονται οι κοινωνικές αντιθέσεις και θα διευρύνεται η εξαθλίωση για τους πολλούς και τα κέρδη για τους λίγους.
Πάνω στο αίμα των ανθρώπων της τάξης μας, τους φοιτητές, τους εργαζόμενους και τους μετανάστες που έχασαν την ζωή τους στο σαπιοτραίνο της «νεοφιλελεύθερης εξυγίανσης» έχει στηθεί ένα νέο εμπόριο ελπίδας πολύ πιο προφανές από αυτό του 2015. Αν η ενσωμάτωση της οργής στην σοσιαλδημοκρατική κάλπη ήταν το 2015 το αποτέλεσμα του εγκλωβισμού και του αδιεξόδου των αντιμνημονιακών αγώνων που προηγήθηκαν, στο κέντρο των οποίων ήταν «να καεί η βουλή», η καταδίκη του πολιτικού προσωπικού και η ρήξη με το σύστημα, σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Πλέον δεν είναι οι αδυναμίες και η στρατηγική ανικανότητα των κινημάτων που οδηγούν στην σοσιαλδημοκρατική αφομοίωση, αφού άλλωστε δεν μπορούν πια να υπάρχουν δικαιολογίες για «κυβερνητικές αυταπάτες» έχοντας βιώσει την τετραετία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα: το σύνθημα «να πέσει ο Μητσοτάκης» αναδύεται συνειδητά ως η κεντρική αιχμή που επιδιώκει να κατευθύνει την οργή και να την μετασχηματίσει σε άνοδο της «προοδευτικής διακυβέρνησης» των μνημονιακών καθαρμάτων, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Δεν υπάρχει καταδίκη του πολιτικού προσωπικού (κυβερνητικά στελέχη μετέχουν στις διαδηλώσεις), δεν υπάρχει οργή προς τους θεσμούς, το κράτος και το κεφάλαιο, αλλά μια στόχευση στην υφιστάμενη κυβέρνηση προς όφελος της επόμενης, με το κράτος, το κεφάλαιο και την αστική πολιτική να παραμένουν στο απυρόβλητο. Αυτός δεν είναι αγώνας, αλλά προεκλογικό παζάρι!
Αν θέλουμε οι αγώνες των ημερών να αποκτήσουν αντικαπιταλιστικό και αντικρατικό χαρακτήρα θα πρέπει το αναρχικό κίνημα να παλέψει προς αυτή την κατεύθυνση και να μην αφομοιωθεί στα αντικυβερνητικά κελεύσματα της σοσιαλδημοκρατικής αφομοίωσης και της κυβερνητικής μετάβασης. Να αποτελέσει οργανωμένα τον μπροστάρη του αγώνα και όχι την ουρά της σοσιαλδημοκρατικής ή εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Από κοινού με τα πρωτοβάθμια ακηδεμόνευτα συνδικάτα (με το πρόταγμα της μαζικοποίησης, του πολλαπλασιασμού και της ομοσπονδιοποίησης τους), τους άνεργους/ες, τους φοιτητές και τους μαθητές/τριες, για να ανοίξει μέσα από τους αγώνες, στρατηγικά σχεδιασμένα, ο δρόμος της οικοδόμησης ενός ανατρεπτικού επαναστατικού κινήματος. Μακριά από κυβερνητικές αυταπάτες, ντροπιαστικές συμπορεύσεις με καθεστωτικούς και κόντρα στους συκοφαντικούς αντιαναρχικούς μύθους.
Η δική μας θέση είναι ότι θα πρέπει να παραμείνουμε στους δρόμους και να τους τινάξουμε την προεκλογική περίοδο στον αέρα. Να μην γίνουν οι θάνατοι στα Τέμπη εκλογικά ψηφοδέλτια, όπως έγραφαν και τα τρικάκια που πετάξαμε στα μούτρα του Βίτσα. Να μην γίνουν οι ένοχοι «διαδηλωτές» και οι πραγματικοί διαδηλωτές «προβοκάτορες» μέσα από υποκινούμενα αφηγήματα που στοχεύουν οι διαδηλώσεις οργής να μετατραπούν σε προεκλογικές φιέστες.
Καμία συγκάλυψη των ευθυνών. Κράτος – κυβερνήσεις- κεφάλαιο ΕΝΟΧΟΙ
Στηρίζουμε τις κινητοποιήσεις – Εμπρός για μια μαζική, μαχητική απεργία
Κλωτσιές στους εμπόρους της ελπίδας – Μόνη λύση η Κοινωνική Επανάσταση
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ – ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ