Προλογικό σημείωμα του β’ τεύχους Ανθολογίου της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού
Ο τελευταίος μήνας σημαδεύτηκε από το τέλος της πολύκροτης δίκης της χρυσής αυγής, την καταδικαστική απόφαση για τους χρυσαυγίτες και την φυλάκιση τους. Είναι αναμφίβολο πως η συγκεκριμένη δίκη, η τελική της έκβαση και η καθεστωτική της αξιοποίηση, αποτελούν ιστορικά ορόσημα που θα μνημονεύονται για καιρό. Τα ερωτήματα για το ποιος καθόρισε την απόφαση, είναι πολλά, όσοι και οι μνηστήρες που θέλουν να καρπωθούν το “τέλος της Χ.Α.”: είναι τελικά, η κυβέρνηση της Ν.Δ. που αποτελείωσε το φασιστικό μόρφωμα; Είναι το “τείχος της δημοκρατίας” στο οποίο προσέκρουσε η Χ.Α.; Η “ανεξάρτητη δικαιοσύνη”; Το αντιφασιστικό κίνημα; Τι συνεπάγεται άραγε ο νομικός προσδιορισμός της Χ.Α. ως “εγκληματικής οργάνωσης” και ποιο θα είναι το μέλλον της ακροδεξιάς στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό;
Ο ιστορικός χαρακτήρας της καταδίκης των φασιστών, είναι αδιαμφισβήτητος. Ωστόσο, δεν προσδίδεται από την διαδήλωση έξω από το εφετείο. Το ετερόκλητο σώμα που διαδήλωσε στις 7 του Οκτώβρη δεν καθόρισε την απόφαση, ούτε ως μοχλός πίεσης ούτε ως πολιορκητικός κριός σε μια δυνητική αθώωση. Η καταδικαστική απόφαση θα ήταν ίδια, ακόμη κι αν έξω από το εφετείο παρευρίσκονταν μονάχα οι λιγοστοί φίλοι και συγγενείς των φασιστών. Αυτό φυσικά, δεν τεκμαίρεται με ιδεολογικά ή ενορατικά κριτήρια. Η ετυμηγορία δεν συνέπεσε χρονικά με την διαδήλωση, παρά μόνο η τετελεσμένη ανακοίνωση. Τις ημέρες πριν την ανακοίνωση, οι πιέσεις για καταδίκη ήταν έκδηλες, όχι όμως στους δρόμους. Πρωτοσέλιδα, τηλεοπτικά κανάλια, πολιτικά κόμματα, ιδρύματα και θεσμικοί φορείς είχαν προαναγγείλει την απόφαση. Το διάγγελμα Μητσοτάκη ήταν ήδη συνταγμένο και ανέμενε τυπικά την απόφαση για να διακηρυχθεί εκ της πρωθυπουργίας η “νίκη της δημοκρατίας κατά του φασισμού”.
Την προηγούμενη ημέρα της απόφασης και της μεγάλης συγκέντρωσης στο εφετείο είχαμε τοποθετηθεί με δημόσιο κείμενο, αναλύοντας τους λόγους που δεν θα συμμετείχαμε στην διαδήλωση. Ταυτόχρονα, εκθέσαμε και τις εκτιμήσεις μας για το πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα εκείνη την μέρα καθώς και το τι σημαίνει και τι όχι μια ενδεχόμενη καταδικαστική απόφαση και φυλάκιση των χρυσαυγιτών. Επισημάναμε, ότι η δίκη αυτή ήταν και είναι ένα καθαρτικό πλυντήριο του αστικού συστήματος και διατυπώσαμε την θέση ότι η φυλάκιση των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής και των υπολοίπων διασπασθέντων γκρουπών της ακροδεξιάς δεν θα είναι μια “νίκη του κινήματος ενάντια στον φασισμό”, ούτε η αθώωση τους μια “αιτία για να βγούμε στον δρόμο” προκειμένου να καταγγείλουμε το καθεστωτικό ξέπλυμα του φασισμού. Οι θέσεις που διατυπώσαμε παραμένουν ίδιες στο ακέραιο, ενώ οι προβλέψεις μας για την ρητορική που θα ακολουθούσε την επιβεβαίωση του σεναρίου μαζικών φυλακίσεων, επαληθεύτηκαν.
Την επομένη της καταδίκης, οι θριαμβολογίες κινηματικών φωνών διατυμπάνιζαν την πεποίθηση ότι τους χρυσαυγίτες, τους ξαπόστειλε το κίνημα και ο μαχητικός αντιφασισμός. Την ανακήρυξη του “τέλους της Χ.Α.” συνόδεψαν μνήμες αντιφασιστικών αγώνων και ανασκάλισμα μαχών που δόθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Όλες αυτές οι φωνές, εσκεμμένα ή όχι, υπέπεσαν κατά την γνώμη μας σε πολλαπλά σφάλματα. Ένα από αυτά, ήταν ότι αγνόησαν πως η Χ.Α. είναι εκτός κοινοβουλίου, ότι έχει διαιρεθεί σε χίλια κομμάτια και ότι η αρχή του τέλους της είχε ήδη σημάνει. Η Χρυσή Αυγή πολύ πριν την τελική ετυμηγορία της δίκης είχε καταλήξει σε ένα διαλυμένο περιθωριοποιημένο κόμμα του 1% χωρίς λαϊκά ερείσματα, ενώ και οι διάφορες διασπασθείσες ακροδεξιές γκρούπες δεν έχαιραν καλύτερης τύχης. Έτσι λοιπόν, η Λεπενιώτη δεν χρειάστηκε να δώσει την χαριστική βολή, αφού η Χ.Α. ήταν πολιτικό πτώμα και πριν της 7 του Οκτώβρη. Η λανθασμένη αναγνώριση της επισφράγισης του τέλους της Χ.Α. από την δικαστική ετυμηγορία, συνιστά ακούσια παραδοχή πως δεν ήταν ο “μαχητικός αντιφασισμός” που την εξαφάνισε, αλλά η αστική δικαιοσύνη. Συνεπώς, ακόμη και με την ψευδαίσθηση της “κινηματικής νοηματοδότησης” του αποτελέσματος, τα “κινηματικά” εύσημα στους κρατικούς θεσμούς δόθηκαν και με την βούλα. Με αυτό τον τρόπο, η δυνατότητα του αστικού πολιτικού συστήματος να “κεφαλαιοποιήσει” το δικαστικό αποτέλεσμα, νομιμοποιήθηκε άτυπα και από την σκοπιά των ερμηνευτών της καταδίκης ως “νίκης του κινήματος”.
Τους λόγους για τους οποίους η στράτευση στους θεσμούς της αστικής δικαιοσύνης αποτελεί ιστορικό λάθος είτε εκπορεύεται από αγνές αντιφασιστικές προθέσεις για την τιμωρία των ναζί, είτε πραγματώνεται καιροσκοπικά με πολιτικάντικα προσχήματα, τους επισημάναμε και στις 6 του Οκτώβρη. Κανένα περιθώριο “κινηματικής κάρπωσης” δεν μπορεί να υπάρξει από ετυμηγορίες θεσμών στο γήπεδο του ταξικού εχθρού όχι επειδή μας βρίσκει ιδεολογικά ενάντιους (γεγονός αληθές), αλλά κυρίως λόγω διαφοράς ισχύος. Οι περιπτώσεις αστικών υποχωρήσεων στο πλαίσιο οξυμένης πόλωσης της ταξικής πάλης είναι μια τελείως διαφορετική συνθήκη αφού αυτό για να γίνει κατορθωτό προϋποθέτει ευνοϊκούς συσχετισμούς προς την μεριά των δυνάμεων της εργασίας, το πεδίο διεξαγωγής της αντιπαράθεσης να διαμορφώνεται από τον αγώνα των εκμεταλλευόμενων, ενώ η ίδια η παραχώρηση (π.χ. η απόσυρση μιας αντεργατικής ρύθμισης) δεν αποτελεί πρωτογενή ενέργεια του ταξικού εχθρού παρά το αποτέλεσμα ενός ταξικού εκβιασμού. Εντούτοις, και σε τέτοια παραδείγματα ο ρόλος των οργανωμένων αναρχικών δεν είναι το χειροκρότημα της “νίκης”, ο εφησυχασμός και η παγίδευση στην ρεφορμιστική πλάνη των “μερικών νικών”, αλλά η προσπάθεια διασύνδεσης και συνολικοποίησης των “μερικών διεκδικήσεων” και η προώθηση των κοινωνικών και ταξικών αγώνων προς μια ανατρεπτική και επαναστατική κατεύθυνση.
Το παραπάνω συνιστά μια ελάχιστη προκαταβολική απάντηση σε εύλογα ερωτήματα για την διαφορά π.χ. μιας συνδικαλιστικής αιτηματικής διεκδίκησης με το αίτημα καταδίκης των ναζί και πιστεύουμε ότι σε αδρές γραμμές σκιαγραφεί, έστω και μερικώς, τις δικές μας θέσεις αναφορικά με τους “μερικούς αγώνες”, τις “αιτηματικές διεκδικήσεις” και τον ρόλο των αναρχικών μέσα σε αυτές. Για να επεκταθούμε με την απαιτούμενη επάρκεια γύρω από αυτά τα ζητήματα θα χρειαζόμασταν πολύ περισσότερο μελάνι. Όσον αφορά την πιο πάνω συσχέτιση μεταξύ μιας ταξικής διεκδίκησης (που διαμεσολαβείτε από αστικούς θεσμούς) και του αιτήματος καταδίκης των ναζί προς την αστική δικαιοσύνη (με σύσσωμο το πολιτικό σύστημα να απευθύνει το ίδιο αίτημα) εκτιμούμε ότι οι διαφορές είναι ολοφάνερες. Ταυτόχρονα, θεωρούμε ότι και ο πλέον ενθουσιώδης υπερασπιστής της θέσης “το κίνημα επέβαλε την απόφαση” δεν δύναται να πιστεύει πραγματικά ότι το κράτος εκβιάστηκε και παρά την θέληση του καταδίκασε τους ναζί υπό τον φόβο κοινωνικών και κινηματικών αντιποίνων. Πόσο μάλλον σε μια περίοδο σαν την σημερινή.
Τώρα λοιπόν, που έκλεισε ο πρώτος κύκλος αυτής της υπόθεσης με τις συλλήψεις των καταδικασθέντων πρώην βουλευτών και μελών της Χ.Α. θεωρούμε πως είναι η κατάλληλη στιγμή για μια πιο συνολική αποτίμηση των όσων είδαμε να εκτυλίσσονται μέσα στον Οκτώβριο τόσο πριν, αλλά κυρίως μετά την εξαγγελία της καταδικαστικής απόφασης.
Στις 7/10, ημέρα ανακοίνωσης των αποφάσεων για την δίκη της Χρυσής Αυγής έλαβε χώρα μια μεγάλη διαδήλωση. Εκ των προτέρων προβλέπαμε ότι η κινητοποίηση έξω από το εφετείο θα συγκέντρωνε πενταψήφιο αριθμό διαδηλωτών και το είχαμε μάλιστα διατυπώσει. Τα καλέσματα κομματικών φορέων, εφημερίδων κ.α. προμήνυαν τι θα επακολουθήσει. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, δεν συνυπήρξαν το Κ.Κ.Ε, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τμήματα του α/α χώρου και κυβερνητικά κλιμάκια της Ν.Δ. σε αντιφασιστικό συλλαλητήριο! Πράγματι, χιλιάδες διαδηλωτές, κομματικοί, κινηματικοί και πολλοί άλλοι ανένταχτοι με κοινωνικές και αντιφασιστικές ευαισθησίες πλαισίωσαν την συγκέντρωση αναμένοντας την καταδίκη της Χ.Α ως εγκληματικής οργάνωσης και χειροκρότησαν από κοινού την κρίση του δικαστηρίου. Τι ακριβώς χειροκρότησαν, θα το προσδιορίσουμε στην συνέχεια. Σ’ αυτό το σημείο ας μας επιτραπεί ένας ιστορικός παραλληλισμός.
Την τελευταία φορά που δυνάμεις της αριστεράς και (μεμονωμένοι) αναρχικοί πανηγύρισαν από κοινού “ετυμηγορία” αστικών θεσμών, ήταν στο δημοψήφισμα του 2015, με τα γνωστά αποτελέσματα (ψήφιση 3ου μνημονίου) και τις γνωστές συνέπειες (ολοκλήρωση της κινηματικής ενσωμάτωσης). Σε ένα αστικό δίλημμα μεταξύ δύο μνημονιακών προτάσεων, ορισμένοι από τον α/α χώρο θεώρησαν ότι μπορούν όχι μόνο να παρέμβουν μέσα σε αυτό το συστημικά οριοθετημένο πλαίσιο, αλλά και να εκτρέψουν “διατηρώντας διακριτά χαρακτηριστικά” το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Έτσι λοιπόν, η ψευδαίσθηση “νοηματοδότησης του αποτελέσματος” εκφράστηκε με πλείστες επιδιώξεις καταδικασμένες να αποτύχουν (π.χ. πολιτικά μέτωπα για την υποστήριξη του “ΟΧΙ μέχρι τέλους” αν ο σύριζα “προδώσει” την λαϊκή ετυμηγορία) και άστοχες προβλέψεις για την νίκη του ΟΧΙ (π.χ. έξοδος από την Ε.Ε., ρήξη με τους δανειστές κ.α.). Εν τέλει, η απομάκρυνση από τις ιδεολογικές αρχές (συμμετοχή σε αστική εκλογική διαδικασία) με καιροσκοπικούς όρους διεκδίκησης “βραχυπρόθεσμου αποτελέσματος” κατέληξε σε όλεθρο για τους πολιτικούς υποστηρικτές του ΟΧΙ και από τακτική σκοπιά.
Κατά την εβδομάδα του δημοψηφίσματος, οι αναρχικοί πολιτικοί υποστηρικτές της ΑΠΟΧΗΣ λοιδορήθηκαν από πολιτικούς αντιπάλους και οπορτουνιστές για παραλυτική προσήλωση σε μια αδιέξοδη “ιδεολογική καθαρότητα”. Δεν αμφιβάλλουμε, ότι ανάμεσα στον κόσμο της αποχής υπήρχαν αντιπολιτικές τάσεις που την πρέσβευαν από ιδεολογικές αφετηρίες χωρίς να τους απασχολεί ιδιαίτερα ο κοινωνικός αντίκτυπος και η πολιτική συγκυρία. Παρόλα αυτά, είναι ιστορικά κατοχυρωμένο ότι το αθηναϊκό τμήμα των αναρχικών που “σήκωσε” την προπαγανδιστική καμπάνια για την ΑΠΟΧΗ (δημόσιες συγκεντρώσεις, παρεμβάσεις, κείμενα κ.α.) κάθε άλλο παρά στην “ασφάλεια” της ιδεολογίας έμεινε. Και αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την καταγραφή της πρακτικής γείωσης της ιδεολογίας στον ζωντανό δημόσιο πολιτικό ανταγωνισμό, αλλά στις ίδιες τις θέσεις και τις εκτιμήσεις που αποδείχθηκαν έγκυρες σχετικά με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και τι αυτό θα σημάνει τόσο σε πολιτικό/οικονομικό επίπεδο (ψήφιση νέου μνημονίου) όσο και σε κοινωνικό επίπεδο (απογοήτευση, ηττοπάθεια κ.λ.π.). Για άλλη μια φορά αποδείχτηκε ότι η εγκατάλειψη του αναρχισμού στον βωμό του “άμεσου τακτικού αποτελέσματος” προεικονίζει οδυνηρές ήττες.
Κλείνοντας αυτή την παρένθεση και συνεχίζοντας στα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου, θεωρούμε ότι ο χαρακτήρας της διαδήλωσης έξω από το εφετείο προσδιορίστηκε κατά πολύ από την οργανωμένη παρουσία της συντριπτικής πλειοψηφίας των κομμάτων. Σύσσωμο πλην Βελόπουλου το κοινοβουλευτικό τόξο, από το ΚΙΝ.ΑΛ τον ΣΥΡΙΖΑ, το Κ.Κ.Ε, το ΜΕΡΑ 25 στήριξε την συγκέντρωση με την παρουσία μάλιστα των πολιτικών τους αρχηγών. Μέχρι και κλιμάκιο της ΝΔ βρέθηκε έξω από το εφετείο σε μια πρωτοφανή συνθήκη να παρίσταται το κυβερνών κόμμα σε συγκέντρωση για πίεση δικαστικής απόφασης. Στο εφήμερο “αντιφασιστικό μέτωπο” που εξάντλησε την “δυναμική” του στις 7 του Οκτώβρη συνέδραμαν όλες οι καθεστωτικές δυνάμεις με ξεκάθαρες προθέσεις νοηματοδότησης του πλαισίου διαχείρισης του “αγώνα” ενάντια στον φασισμό. Ο τίτλος της δίκης μπήκε από τα πρωτοσέλιδα των καθεστωτικών φυλλάδων πριν το εφετείο, από τα καλέσματα στις 7/10 και τέλος από τις πανηγυρικές δηλώσεις μετά την απόφαση: “η δημοκρατία νίκησε τον φασισμό”. Αυτόματα αυτές οι δύο όψεις διαχείρισης του κράτους και της καπιταλιστικής κυριαρχίας τέθηκαν όχι μόνο σε αντιδιαστολή αλλά και σε σύγκρουση. Σ’ αυτή την κίβδηλη διαμάχη η μόνη νικήτρια ήταν η αστική δημοκρατία και οι θεσμοί της. Οι καταγωγικές ρίζες και η ουσία του φασισμού αποκρύφτηκαν και αναγνωρίστηκε η αστική δικαιοσύνη ως η αρμόδια για την τιμωρία του.
Θα επαναλάβουμε – όπως και στο κείμενο της 6ης Οκτωβρίου – πως η διεκδίκηση καταδικαστικών αποφάσεων για τους ναζι από την αστική δικαιοσύνη, με την εφαρμογή των ταξικών νόμων του αστικού κράτους, το μόνο που καταφέρνει είναι την κοινωνική επικύρωση της κρατικής πρωτοκαθεδρίας στην απονομή της δικαιοσύνης. Την ενίσχυση των αστικών θεσμών ως αρμόδιων διαμεσοληβητών και διεκπαιρεωτών των κοινωνικών υποθέσεων. Η οργανωμένη παρουσία αντικρατικών πολιτικών δυνάμεων έξω από το εφετείο συνέτεινε προς αυτή την κατεύθυνση: της αναγνώρισης του ρόλου της αστικής δικαιοσύνης και από “κινηματική σκοπιά”. Η συγκέντρωση στο εφετείο ήταν μια τεράστια “εξέδρα στο γήπεδο της αστικής δικαιοσύνης” με μοναδικό επικοινωνιακό και πολιτικό κουμανταδόρο το κράτος. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο που επιβεβαιώνει την παραπάνω θέση είναι τα πανηγύρια αμέσως μετά την αναγγελία της απόφασης. Ας ακολουθήσουμε και σ’ αυτό το σημείο τον ίδιο παραλληλισμό με στόχο να εγείρουμε την κριτική σκέψη και τον γόνιμο στοχασμό: τι χειροκροτούσαν οι διαδηλωτές/τριες στις 5 Ιουλίου το 2015 όταν ανακοινώθηκε η εκλογική νίκη του ΟΧΙ; Το ερώτημα δεν αφορά τι πίστευαν ότι χειροκροτούν (λαϊκή άρνηση των μνημονίων, της Ε.Ε. κ.α.) αλλά τι χειροκροτούσαν στην χειροπιαστή και αμείλικτη πραγματικότητα: την έλευση του τρίτου και πιο επαχθούς μνημονίου!
Όσον αφορά την 7η Οκτωβρίου 2020, η στιγμή της αποθεωτικής υποδοχής της καταδικαστικής απόφασης για τους φασίστες είναι αυτή που αφήνει την τελική εικόνα και έχει αποτυπωθεί ως τέτοια στο μυαλό του περισσότερου κόσμου και λόγω της συγκινησιακής φόρτισης που αυτή προκάλεσε. Δεδομένου ότι η διαδήλωση απαρτιζόταν από ετερόκλητες δυνάμεις, σίγουρα υπήρχαν διαφορετικά χειροκροτήματα ανάμεσα στο πλήθος. Άλλοι αποθέωναν την “νίκη του κινήματος” που “ανάγκασε” την αστική δικαιοσύνη να σύρει στις φυλακές τους ναζί, άλλοι την σωστή λειτουργία της “δικαιοσύνης” κ.λ.π.. Θα ήταν αδύνατο να καταγράψουμε το σύνολο των προελεύσεων των χειροκροτημάτων. Το βέβαιο είναι, ότι τα κίνητρα των χειροκροτημάτων απέχουν από την ουσία τους και τι πραγματικά αποθέωναν. Όπως προαναφέραμε, τον Ιούλιο του 15’ οι διαδηλωτές υποδέχονταν με θριαμβευτικές ιαχές το τρίτο μνημόνιο και όχι την άρνηση του όπως οι ίδιοι πίστευαν. Δεν προδόθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ -από κυβερνητικά χείλη ποτέ δεν τέθηκε το δημοψήφισμα ως δίλημμα για το ευρώ, την διαγραφή του χρέους ή την έξοδο από τα μνημόνια- αντίθετα εξαπατήθηκαν. Σε έναν βαθμό αυτοεξαπατήθηκαν από τις δικές τους εικασίες για το τι συνεπάγεται το ΟΧΙ. Αντίστοιχα, στο παράδειγμα που εξετάζουμε, οι διαδηλωτές/τριες όχι μόνο δεν αντιλήφθηκαν την απόφαση ως “νίκη και ξέπλυμα της αστικής δημοκρατίας”, αλλά δεν πρόβλεψαν καν ότι η καταδίκη του “ενός άκρου” θα συνεπιφέρει την τελική καταδίκη και του “άλλου” για να επισφραγισθεί πλέον και η οριστική “νίκη” της αστικής δημοκρατίας ενόψει της εμβάθυνσης της συστημικής κρίσης, την ψήφιση νέων μέτρων καταλήστευσης του λαού και το τσάκισμα των μισθωτών και της νεολαίας. Στις 7 του Οκτώβρη, η αστική δημοκρατία κραύγασε ότι αυτή κάνει κουμάντο και οι αμφισβητίες – από όπου κι αν προέρχονται- θα πατάσσονται (θα συμπληρώναμε, “θα πατάσσονται, όταν πλέον παύουν να είναι χρήσιμοι”, όπως χρήσιμοι υπήρξαν και οι φασίστες).
Η συμμετοχή αναρχικών στα πανηγύρια μετά την απόφαση σίγουρα είναι κάτι που μας γεννά προβληματισμούς. Το πλαίσιο και η νοηματοδότηση της διαδήλωσης δεν θεωρούμε πως άλλαξε και απέκτησε αντικαθεστωτικά χαρακτηριστικά λόγω των αντιπαραθέσεων με την αστυνομία έξω από το εφετείο. Είχαμε υπογραμμίσει πως η προοπτική πυροδότησης κάποιων ελεγχόμενων συγκρούσεων σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης δεν αποτελούσε κατ’ εμάς ικανό κίνητρο συμμετοχής στην διαδήλωση. Πολλώ δε μάλλον, όταν ή έναρξη των αντιπαραθέσεων ξεσπά μετά από καταδικαστική απόφαση. Έτσι λοιπόν, ενώ το πραγματικό νόημα της διαδήλωσης έξω από το εφετείο ήταν η πίεση για την καταδίκη των φασιστών από την αστική δικαιοσύνη και τους κρατικούς θεσμούς, οι συγκρούσεις ξέσπασαν παρόλο που το αίτημα αυτό ικανοποιήθηκε και η απόφαση ήταν καταδικαστική.
Ο σκοπός και το επίδικο των συγκρούσεων θεωρούμε πως έμειναν θολά και απροσδιόριστα όχι μόνο για εμάς αλλά και για την πλειοψηφία του κόσμου που συμμετείχε στην διαδήλωση. Ίσως το αντι-ΝΔ μένος και η προσωπική στοχοποίηση του Χρυσοχοίδη να “δικαιολόγησαν” τις καταστάσεις σε ένα πιο προοδευτικό ακροατήριο ή ένα ακροατήριο που ήταν αόμματο την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και δεν “έβλεπε” τότε κρατική καταστολή, αφού οι μπάτσοι άνοιξαν πρώτοι το γενικό πυρ με τις αύρες, αλλά ο προβληματισμός παραμένει. Στη άποψη που υποστηρίζει πως οι συγκρούσεις προσέδωσαν έναν αντικαθεστωτικό χαρακτήρα στην διαδήλωση πέρα από το σκεπτικό που αντιτείναμε, θέλουμε να απαντήσουμε και με μια ερώτηση: πόσοι θα θυμούνται από αυτήν την ημέρα τις συγκρούσεις και πόσοι την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου και τα πανηγύρια για την “νίκη της δημοκρατίας”; Και δεν αναφερόμαστε προφανώς στο υποκειμενικό βίωμα των δρώντων.
Στην τελική, εάν κάποιοι θα έπρεπε να συγκρουστούν με αφορμή την απόφαση αυτοί θα ήταν οι φασίστες “συναγωνιστές” (sic) των καταδικασθέντων. Όμως οι φασίστες ούτε αξιοπρέπεια, ούτε ηθική, ούτε αντιστασιακό φρόνημα έχουν. Ήταν, είναι και θα είναι ρουφιάνοι, καταδότες και λακέδες. Η στάση τους τόσο κατά την διάρκεια, όσο και στο τέλος της δίκης το μαρτυρά για μια ακόμη φορά: αλληλοδωσίματα, δηλώσεις μετανοίας, αποστασιοποιήσεις. Οι αυτοπροβαλλόμενοι ως “αντισυστημικοί” τσαμπουκάδες απεδείχθησαν οι μεγαλύτεροι χέστες κι αυτό δεν οφείλεται μονάχα στην συνειδησιακή κατασκευή τους ως μισανθρωπικά καθάρματα που στοχοποιούν αποκλειστικά τους αδύναμους, αλλά και στην ίδια την αστική ιδεολογία που εκπροσωπούν. Μην ξεχνάμε ότι ο φασισμός δεν αποτελεί παρά μια έκφανση που αποκτά ο καπιταλισμός στις πιο δύσκολες περιόδους του. Αγνοώντας ότι ο φασισμός είναι τμήμα της αστικής ιδεολογίας, έμμεσα αθωώνουμε τον εγκληματικό χαρακτήρα της πιο “ισορροπημένης” μορφής της: της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Στο κείμενο που δημοσιοποιήσαμε στις 6 του Οκτώβρη περιγράψαμε την ανάδειξη μιας θολής τάσης κάποιων συλλογικοτήτων του α/α χώρου που ενώ απέρριπτε την ιδέα πως το ξερίζωμα του φασισμού μπορεί να πραγματωθεί από τους κρατικούς θεσμούς, παρόλα αυτά καλούσε στο εφετείο είτε με το σκεπτικό ότι θα προσδώσει τα δικά της χαρακτηριστικά στην συγκέντρωση είτε επηρεασμένη από την “φασαρία” και την στρεβλή εντύπωση του “κοσμοϊστορικού” γεγονότος που δεν μπορεί να απουσιάζει. Από αυτή την “τάση”, προβλήθηκε και το επιχείρημα πως η παρουσία αναρχικών στην διαδήλωση την ημέρα του εφετείου κρίνεται αναγκαία λόγω της κοινωνικής παρέμβασης που θα επιτύχει στο μεγάλο πλήθος των συγκεντρωμένων. Από την δική μας πλευρά, θεωρούσαμε εξ αρχής πως η παρουσία μας στη συγκεκριμένη διαδήλωση, με το συγκεκριμένο επίδικο, στην συγκεκριμένη τοποθεσία και με όλη την πολιτική προβολή και πίεση που δέχθηκε η συγκεκριμένη δίκη εν αναμονή των καταδικαστικών αποφάσεων, μπορούσε να λειτουργήσει μόνο επικουρικά και νομιμοποιητικά προς το ξέπλυμα της αστικής δημοκρατίας και του κράτους. Κάθε άλλη πολιτική αντζέντα που θα κινούνταν εντός αυτού του πλαισίου ήταν δεδομένο πως θα αφομοιωνόταν μέσα στα αστικοδημοκρατικά κελεύσματα.
Αυτή μας η εκτίμηση επιβεβαιώθηκε. Το μήνυμα και το πολιτικό αποτύπωμα που αφήνει πίσω της αυτή η μέρα δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με τα αντικρατικά προτάγματα και την αποδόμηση των αστικών θεσμών, αντιθέτως με την ισχυροποίηση τους. Άλλωστε, όταν δεν διαθέτεις τους μηχανισμούς προπαγάνδας, την ισχύ και ένα ευρύ πεδίο επιρροής δεν μπορείς να έχεις την αξίωση πως θα νοηματοδοτήσεις με τα δικά σου περιεχόμενα και προτάγματα μια συγκέντρωση που στηρίχθηκε, προωθήθηκε και στελεχώθηκε από όλες τις καθεστωτικές δυνάμεις, από το κυβερνών κόμμα έως τις παρατάξεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, με αφορμή μάλιστα την πίεση των αστικών θεσμών. Ως προς τον στόχο της κοινωνικής παρέμβασης, δεν πιστεύουμε πως για την παρουσία μας σε μια διαδήλωση αρκεί ως κριτήριο η μαζικότητα.
Ας κάνουμε εδώ μια μικρή επισήμανση. Σε δημοσιοποιημένο συντροφικό κείμενο (που δεν μας κατονομάζει αλλά αναφέρεται σε εμάς) κατηγορηθήκαμε για επίκληση του Ντουρούτι και του Μαλατέστα που έχουν δώσει μάχες “για να τεκμηριώσουμε αποστασιοποίησεις από μια μάχη”. Καταρχάς είναι άστοχη και ανιστόρητη η σύγκριση της διαδήλωσης της 7ης Οκτωβρίου με τις μάχες των προαναφερόμενων αναρχικών επαναστατών. Η συγκεκριμένη συσχέτιση δεν λαμβάνει υπόψη της ούτε τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περίπτωσης ούτε την φύση και το επίδικο της διαδήλωσης όπως το αναλύσαμε παραπάνω. Επιπλέον, θεωρούμε πως η παρουσία μας σε πεδία όπου δεν εντοπίζεται κάποιο πολιτικό διακύβευμα που να αφορά την προώθηση της Υπόθεσης δεν έχει από μόνη της κάποια αυταξία η μαζικότητα ώστε να μας κινητροδοτήσει. Εάν δεν εκτιμήσουμε πρώτα την ουσία του πολιτικού διακυβεύματος και το υλικό αντίκρυσμα που αυτό θα επιφέρει, τα κινητήρια καύσιμα (οι λαοπλυμμήρες) είναι κενού νοήματος. Παραδείγματος χάρη, πολυπληθείς συγκεντρώσεις είχαμε και στις πλατείες του δημοψηφίσματος, και στα συλλαλητήρια για την Μακεδονία και στις φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις τον Φλεβάρη του ‘15. Μήπως έπρεπε να συμμετέχουμε σε όλες αυτές τις διαδηλώσεις περιφρουρώντας τα “δικά μας διακριτά χαρακτηριστικά” με αποκλειστικό κριτήριο την μαζικότητα και με βάση κάποιο πολιτικό επίδικο που υπήρχε χωρίς όμως να μπορούμε να το ορίσουμε ή να το διαπραγματευτούμε; Ήταν αγκύλωση στην ιδεολογική καθαρότητα η μη συμμετοχή; Σε όλα αυτά τα παραδείγματα, μέλη της ομάδας μας κάθε άλλο παρά αποστασιοποιημένα ήταν. Τον Φλεβάρη του 15’ απέναντι στο κλίμα της εποχής και τον φιλοκυβερνητισμό που ήταν διάχυτος στα “κινήματα” πρωτοστάτησαν στην διοργάνωση Αντικρατικής Διαδήλωσης με σύνθημα “κλωτσιές στους εμπόρους της ελπίδας”. Την εβδομάδα του δημοψηφίσματος συνδιοργάνωσαν κεντρικές δράσεις προπαγάνδισης της αποχής. Στα μακεδονικά συλλαλητήρια συμμετείχαν στην οργάνωση της άμυνας-επίθεσης απέναντι σε φασιστικές ομάδες. Και στο πρόσφατο παράδειγμα, μια ημέρα μετά την διαδήλωση έξω από το εφετείο στηρίξαμε το απεργιακό κάλεσμα της Σ.Β.Ε.Ο.Δ. που ως εργατικό σωματείο ούτε ξεκάθαρη ιδεολογική αφετηρία ούτε σαφή επαναστατικό προσανατολισμό έχει, κάτι που αναδεικνύει αν μη τι άλλο ότι δεν λειτουργούμε με κομματικά και σεχταριστικά κριτήρια στο πεδίο της κοινωνικής και ταξικής πάλης.
Αν η δράση των αναρχικών αποσυνδέεται από ιδεολογικές αρχές και στρατηγικούς σκοπούς προς αναζήτηση ενός βραχυπρόθεσμου πολιτικού κέρδους έξω από αυτά, δεν μπορεί να έχει καμία πρακτική αποτελεσματικότητα. Υπενθυμίζουμε ότι πολλοί επικαλέστηκαν τον Ντουρούτι για να ξεπλύνουν την συμμετοχή τους στις αστικές εκλογές, είτε στηρίζοντας άμεσα τον σύριζα, είτε έμμεσα στην παγίδα του δημοψηφίσματος. Και τον επικαλέστηκαν δόλια προς τεκμηρίωση των ιδεολογικών και αξιακών τους παρεκβάσεων. Τις παρεκβάσεις από τον αναρχισμό τις αντιμαχόμαστε όχι σαν τεκμηρίωση λιποταξίας αλλά προς υπεράσπιση της μάχης. Αν λοιπόν φυγομαχήσουμε από μάχες αντάξιες της Σαραγόσα και του Μπενεβέντο τότε ας μας καταλογιστεί η ιδεολογική εμμονή ως πρόσχημα αποφυγής των μαχών. Σε ανάλογες μάχες θέλουμε όχι μόνο να βρεθούμε, αλλά κυρίως να τις νικήσουμε.
Εν συνεχεία, στις 7 Οκτωβρίου τα αναρχικά μπλοκ που παρατάχθηκαν στην Λ. Αλεξάνδρας δεν διαμήνυσαν στην κοινωνική βάση το μήνυμα “ούτε δίκες ούτε φυλακές, μόνο εντατικές για τους εθνικιστές” ούτε διακήρυξαν αντικρατικά προτάγματα μετέχοντας σε μια αστικοδημοκρατική σούπα. Η συνθηματολογία δεν τροποποιεί την μεγάλη εικόνα. Στην πραγματικότητα, συμμετείχαν -με μικρότερη ισχύ και κλίμακα επιρροής από τις καθεστωτικές δυνάμεις- στην άσκηση πίεσης για την καταδίκη και την φυλάκιση των φασιστών. Οι συγκεντρώσεις που επιζητούν καταδικαστικές αποφάσεις από τους αστικούς θεσμούς, ακόμα κι όταν αυτές εξελίσσονται σε “λαοπλημμύρες”, δεν αποτελούν εύφορο πεδίο ούτε για να απευθυνθούμε, ούτε για να δράσουμε.
Αδιαμφισβήτητα, η απόφαση του δικαστηρίου για την καταδίκη της Χ.Α ως εγκληματικής οργάνωσης και για την φυλάκιση των πρώην και νυν ηγετικών στελεχών της θα αφήσει πίσω της ένα ισχυρό στίγμα στο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η πολιτική διαχείριση της δίκης και της τελικής ετυμηγορίας εξελίχθηκε σε πολύ χρήσιμο εργαλείο για το ξέπλυμα της αστικής δικαιοσύνης. Άρθρα και σχολιασμοί που δεν προέρχονταν από δεξιές προελεύσεις επαινούσαν την Λεπενιώτη και μιλούσαν για την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης και την ανάκτηση της κοινωνικής εμπιστοσύνης για τον ρόλο των θεσμών. Ακόμη και “κινηματικά” blogs και σχολιαστές με περίσσιο θαυμασμό χειροκροτούσαν την δικαστή σε αντιδιαστολή με την ακροδεξιά εισαγγελέα. Επιπροσθέτως, πολλοί άνθρωποι της κοινωνικής βάσης που διαθέτουν αντιφασιστικές ευαισθησίες πείστηκαν μέσα από την δημιουργία της πλαστής διαπάλης μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού πως το κράτος, η δικαιοσύνη και οι μηχανισμοί τους ήταν εκείνοι που χειρίστηκαν καταλλήλως το φασιστικό μόρφωμα, που το αντιμετώπισαν και εν τέλει επέφεραν την δίκαιη τιμωρία του. Η αποτελεσματικότητα του κράτους και σύσσωμου του δημοκρατικού τόξου για την διαχείριση των κοινωνικών ζητημάτων και η παντοδυναμία του αναγνωρίστηκαν σε ευρεία κλίμακα. Το κράτος και οι πολιτικοί του εκπρόσωποι ντύθηκαν με τον αντιφασιστικό μανδύα και κατάφεραν να κερδίσουν τόσο την μάχη της συναίνεσης και της ανάθεσης όσο και την μάχη των εντυπώσεων. Σ’ αυτό το σημείο, ας κάνουμε έναν υποθετικό συλλογισμό: εάν στην κυβέρνηση δεν ήταν η δεξιά ΝΔ αλλά η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ μπορούμε να αναλογιστούμε το μέγεθος της πολιτικής κεφαλαιοποίησης του “αντιφασισμού” εκ μέρους του κράτους; Τότε θα προσδιοριζόταν η καταδίκη ως “επιβολή και νίκη του κινήματος” ή θα έβγαιναν ορισμένοι να μιλήσουν για την “δικαίωση” τους που “τακτικά” (sic) επιθυμούσαν αριστερή κυβέρνηση;
Η καταδίκη και ο παροπλισμός των ηγετικών φασιστικών στελεχών θα προκαλέσει αναπόφευκτα ανακατατάξεις στο ακροδεξιό στρατόπεδο. Καταρχήν, η φυλάκιση τους δεν θεωρούμε πως θα φέρει κάποια έστω και πρόσκαιρα οφέλη στην αναδιάταξη των συσχετισμών δυνάμης καθώς το μόρφωμα της Χ.Α., όπως και των Κασιδιάρη και Λαγού δεν θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να διαδραματίσουν σοβαρό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις αφού ως συστημικές εφεδρείες έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και χρόνια από το πολιτικό σύστημα και τα τμήματα της αστικής τάξης που τους τροφοδοτούσαν. Η καταδίκη τους μπορεί να φέρει αντίθετες συνέπειες από αυτές που προσδοκούσαν οι πολιτικοί αρχηγοί και τα media. Η επανεμφάνιση των “κυνηγημένων από την δημοκρατία” φασιστών ως τάχα “αποδεδειγμένα αντισυστημικών” και η στήριξη τους από μερίδες αγανακτισμένων ακροδεξιών και ψεκασμένων ψηφοφόρων του κυβερνόντος κόμματος που έχει ήδη αρχίσει να φθείρεται είναι ένα πιθανό σενάριο.
Εξαρχής είχαμε διατυπώσει την εκτίμηση μας πως “το αποτέλεσμα και η τελική ετυμηγορία δεν συνιστούν κατ’ εμάς ικανές συνθήκες να μπλοκάρουν την κοινωνική άνοδο του εθνικισμού και των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων σε ένα ενδεχόμενο μαζικών καταδικών” τονίζοντας την αντίφαση στο να περιμένουμε “ την αποδυνάμωση του φασισμού από την αστική δημοκρατία, την δίδυμη αδελφή του”. Πράγματι, η καταδικαστική απόφαση δεν έφερε το ξερίζωμα του φασισμού αλλά τον “θρίαμβο της δημοκρατίας”. Πρακτικά, αυτός ο θρίαμβος δεν εγγυάται την μη επιστροφή ενός “υπέρ του δέοντος” δεξιού φορέα (δεξιότερα του γραφικού Βελόπουλου). Άλλωστε, όπως έχουμε επισημάνει πολλές φορές, το νέο επεισόδιο της κρίσης, η Νέα Ύφεση και οι πολιτικές αντιμετώπισης που θα επιστρατευτούν το επόμενο διάστημα, θα επιφέρουν εκ νέου την ρευστότητα στον πολιτικό χάρτη, την κοινωνική πόλωση, την αναταραχή και μοιραία την εξαφάνιση πολιτικών δυνάμεων με την ταυτόχρονη ανάδυση νέων.
Όλα αυτά που πρέσβευε η Χ.Α. παραμένουν διάχυτα σε ένα κομμάτι του κοινωνικού σώματος το οποίο θα αναζητήσει νέους φορείς εκπροσώπησης. Η κοινωνική άνοδος του ρατσισμού και του εθνικισμού είναι ομολογουμένως πιο επικίνδυνο φαινόμενο από το εκάστοτε μόρφωμα που τα πρεσβεύει είτε υπό τον μανδύα του “αστικού φιλελευθερισμού”, είτε της “σοσιαλδημοκρατίας” είτε του “ελληνικού εθνικισμού”. Και οι αντιλήψεις αυτές δεν ξεριζώνονται από τους αστικούς θεσμούς: ενισχύονται από τους αστικούς θεσμούς. Μετά το πέρας της όλης διαδικασίας της δίκης, οι αστικοί θεσμοί είναι και αυτοί που βγήκαν ισχυρότεροι. Οι επιζητούμενες καταδικαστικές αποφάσεις και οι τελικές ποινές για τους χρυσαυγίτες προέκυψαν από την εφαρμογή των νόμων του κράτους. Το αστικό δίκαιο αποθεώθηκε ενώ το επαναστατικό δίκαιο που προτάσσει την αντιμετώπιση των φασιστών από τον ίδιο τον λαό χάθηκε μεταξύ απονοηματοδοτημένων διακηρύξεων για κρεμάλες και πανηγυρισμών στο άκουσμα της καταδικαστικής απόφασης.
Εμείς, θα εμείνουμε στην άποψη μας πως τον αντιφασιστικό αγώνα τον αντιλαμβανόμαστε αποκλειστικά ως τμήμα της αντικρατικής και αντικαπιταλιστικής πάλης, ως τμήμα του αναρχικού αγώνα και της επαναστατικής προοπτικής. Ως νίκες σ΄ αυτό τον αγώνα μπορούμε να λογίσουμε τις φορές που τσακίσαμε τους φασίστες στον δρόμο, τις μάχες που δώσαμε για να μην τους αφήσουμε κανένα περιθώριο ύπαρξης στις γειτονιές, στους εργασιακούς χώρους και τα πανεπιστήμια, τις στιγμές που αντιπαλέψαμε και αποδομήσαμε τον ρατσισμό και την μισαλλοδοξία που έχει σπαρθεί μέσα στην κοινωνία, τις φορές που σταθήκαμε αλληλέγγυοι δίπλα στα ταξικά μας αδέλφια τους μετανάστες που βάλλονταν από φασιστικές επιθέσεις. Σε αυτούς τους αγώνες δεν μετέχουμε ως οπισθοφυλακή της αστικής δημοκρατίας, αλλά σε πείσμα της αστικής δημοκρατίας. Ούτε θα πανηγυρίσουμε από κοινού με τους αστικοδημοκράτες εχθρούς της εργατικής τάξης και της κοινωνικής ελευθερίας, δικαστικές καταδίκες. Οργωνόμαστε με την σκέψη ότι δεν θα αργήσει η στιγμή που τα επαναστατικά κανόνια θα βάλουν στα οχυρά τους. Στα οχυρά του πλούτου και της εξουσίας τους.
Επιπροσθέτως, με την εφαρμογή των αστικών νόμων δεν άνοιξε μόνο ο δρόμος της φυλακής για τους φασίστες. Άνοιξε κι ο δρόμος για την πλήρη εγκαθίδρυση και επιβολή του δόγματος “ του νόμου και της τάξης”. Ο πρώην μνημονιακός πρωθυπουργός Α. Σαμαράς, μέρος του “δημοκρατικού τείχους κατά του φασισμού”, πριν από την απόφαση του εφετείου είχε δηλώσει στην ΕφΣυν αναφερόμενος στους νεκρούς της Μαρφίν πως εκτός από την Χ.Α υπάρχει κι άλλη εγκληματική δραστηριότητα υπό “πολιτική προστασία” που μένει πλέον να διαλευκανθεί. Αυτή η ρητορική συνεχίζει να αναπαράγεται και από άλλα κυβερνητικά στελέχη και μετά τις τελικές αποφάσεις του δικαστηρίου.
Αυτή την περίοδο το κράτος έχει εξαπολύσει ένα ανελέητο πογκρόμ. Νομοθετεί περιορισμούς στις διαδηλώσεις, προσλαμβάνει μπάτσους στο σωρό, ιδρύει νέα κατασταλτικά σώματα, προετοιμάζει αντι-απεργιακούς νόμους. Η όλη κρατική ετοιμότητα εντάσσεται σε ένα σχέδιο προληπτικής αντι-εξέγερσης ενόψει των κοινωνικών ξεσπασμάτων και αντιδράσεων οργής που πλησιάζουν. Είναι προπομπός νέων μνημονιακών μέτρων. Στο κάδρο βρίσκεται το τσάκισμα εργατικών και νεολαιίστικων δικαιωμάτων, η διάχυση του τρόμου και η εκ προοιμίου ισοπέδωση των μελλοντικών εξεγερσιακών ξεσηκωμών. Η στοχοποίηση αναρχικών δυνάμεων δεν αποτελεί μόνο προσπάθεια απενεργοποίησης και αφοπλισμού, αλλά και έναν γενικό πειραματισμό. Αυτή η συγκυρία δεν θα πρέπει να μας φοβίζει σε επίπεδο καταστολής, αλλά να μας προβληματίζει ως προς την όρθωση, την ανάπτυξη και την οργάνωση των αντιστάσεων. Αναμφίβολα είναι μια περίοδος που αυξάνει τα καθήκοντα μας για την οργάνωση ανταπαντήσεων χωρίς χάσιμο χρόνου. Πρέπει να αντιπαρατεθούμε με τα κρατικά τάγματα εφόδου και να τους σπάσουμε τον εξουσιαστικό, αντικοινωνικό και αλαζονικό τσαμπουκά. Θα πρέπει όλες και όλοι πλέον να αντιληφθούμε ότι ο φόβος και η υποχώρηση είναι που στρώνουν έδαφος στην καταστολή και όχι η μαχητική αντίσταση. Οι νίκες στον δρόμο θα φέρουν ψυχολογική ανάταση, ηθική ικανοποίηση και αυτοπεποίθηση στον αγώνα κόντρα στην ηττοπάθεια των καιρών. Και αυτές οι νίκες θα πρέπει να συνοδεύονται από τους συμβολισμούς, τις κατευθύνσεις, τα επαναστατικά προτάγματα και τις ελευθεριακές αξίες που προωθούν οι αγωνιζόμενες δυνάμεις.
Κατακλείδα
Το παρόν έντυπο αποτελεί το β’ τεύχος ανθολογίου της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού και περιλαμβάνει συγκεντρωμένο υλικό κειμένων και παρεμβάσεων των μηνών Ιουλίου-Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου. Το προηγούμενο τεύχος διακινήθηκε σε εκατοντάδες αντίτυπα και πραγματοποιήθηκαν αρκετές ανατυπώσεις για την κυκλοφορία και αποστολή του. Οι χώροι στους οποίους φιλοξενείτε το ανθολόγιο δεν αποτελούν εν συνόλω σταθερά σημεία διάθεσης γι’ αυτό και έχουμε καθυστερήσει σχετική ενημερωτική ανακοίνωση. Σύντροφοι/ισσες και φίλοι/ες των ευρύτερων περιοχών μπορούν να προμηθευτούν υλικό μας κατόπιν επικοινωνίας χέρι-χέρι. Για το κέντρο της Αθήνας το σημείο που εξυπηρετεί και στο οποίο διατίθεται το ανθολόγιο είναι ο χώρος του Αναρχικού Στεκιού Φιλοσοφικής. Περιοχές εκτός Αθήνας που μπορεί κάποιος/α να προμηθευτεί το έντυπο είναι ο Βόλος, η Κέρκυρα και η Πάτρα. Σύντροφοι/ισσες που κατοικούν σε άλλες πόλεις μπορούν να έρθουν σε επικοινωνία ώστε να ενημερώσουμε για πιθανά σημεία που διατίθενται ορισμένα τεύχη ή να αποσταλούν απευθείας από εμάς, ασφαλώς άνευ αντιτίμου.
*Θα ακολουθήσει και η ηλεκτρονική δημοσιοποίηση του εντύπου τις επόμενες μέρες. Λόγω της πολιτικής επικέντρωσης στα διακυβεύματα της άμεσης επικαιρότητας, το lockdown και την επέτειο της εξέγερσης του πολυτεχνείου, συνειδητά αναβάλλαμε την διαδικτιακή δημοσιεύση τόσο του προλογικού σημειώματος, όσο και του εντύπου προς ελεύθερη ανάγνωση, για να μην συμπέσουν με τα καλέσματα της 17ης Νοέμβρη και λογιστούν ως ανεπίκαιρα.