«Είναι δύσκολο να καταλάβουμε το μέγεθος της οικονομικής κατάρρευσης στις τάξεις των ανέργων, των αστέγων και των πεινασμένων. Αλλά υπάρχει μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων -τουλάχιστον το 20%- που κερδίζουν πάρα πολλά και δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τέτοια θέματα»
Το παραπάνω απόσπασμα δεν βρίσκεται κωδικοποιημένο στα κατάστιχα κάποιου δικού μας πονήματος, με στόχο να τονίσει την ανισοκατανομή του πλούτου ως δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος. Αντίστοιχα, δεν γράφτηκε για να εκφράσει τις αγωνίες του συντάκτη αναφορικά με τον ακανθώδη βίο της εργατικής τάξης τα επόμενα χρόνια. Σε αντίθεση με ότι θα περίμενε ο κοινός νους, το άνωθεν χωρίο είναι αλιευμένο από άρθρο του πρακτορείου ειδήσεων Bloomberg, ενός παγκόσμιας ακτινοβολίας συστημικού μέσου που υπηρετεί αστικά συμφέροντα. Το Bloomberg, φαίνεται πως αναγνωρίζει ότι η εκτόξευση της κοινωνικής ανισότητας έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη και ότι η ταξική ψαλίδα έχει ανοίξει όσο ποτέ άλλοτε. Βέβαια, αυτή η αναγνώριση δεν αποκαλύπτει κάποιου είδους «ευαισθησία», δεν προκύπτει από μια αστική «αγωνία» για την άμβλυνση του κοινωνικού χάσματος, αλλά από μια αγωνία για την επιβίωση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
To απόσπασμα συνιστά μια ωμή παραδοχή από αστική σκοπιά. Το άρθρο πραγματεύεται τις κοινωνικές εκρήξεις που θα εκδηλωθούν στο άμεσο μέλλον ως προϊόν της όξυνσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, μιας κρίσης δομικού συστημικού χαρακτήρα που μετά την αναιμική ανάπτυξη της προηγούμενης περιόδου σήμερα επανεμφανίζεται μέσω ενός νέου και πιο ισχυρού επεισοδίου, μιας νέας φάσης νομοτελειακά αναμενόμενης, την οποία έχουμε περιγράψει αναρίθμητες φορές εδώ και καιρό.
Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, είναι δεδομένο πως στον αντίποδα των κρατικών σχεδιασμών και των αστικών βλέψεων για να μεταβιβαστούν οι επιπτώσεις του νέου επεισοδίου της κρίσης στις πλάτες των αδύναμων, θα πυροδοτηθούν κοινωνικές εκρήξεις. Σ’ αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση που έχει προκαλέσει ο συνδυασμός της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων έχει βρεθεί μέσα σε συνθήκες εγκλεισμού αντιμέτωπη με την φτώχεια, την ανεργία, την ανασφάλεια, την πατριαρχία, την ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης και της κρατικής αυταρχικότητας. Μπορεί οι περιοριστικές συνθήκες που δημιουργούν τα συνεχόμενα lockdown να έχουν παροπλίσει τις δυνατότητες έμπρακτης και μαζικής αντίστασης για μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, όμως καθ’ όλη αυτή την περίοδο η οργή ενάντια στο κράτος και την εγκληματική/ταξική διαχείριση της πανδημίας συσσωρεύεται.
Ο καθένας μπορεί να αφουγκραστεί με ευκολία την κοινωνική οργή που σιγοβράζει μέσα στο κοινωνικό σώμα, η οποία στο αμέσως επόμενο διάστημα θα εκφραστεί με υλικούς όρους και αναμένεται να εκδηλωθεί με ένα κύμα κοινωνικών εκρήξεων και λαϊκής οργής που θα ξεχυθεί στους δρόμους. Το πιο πιθανό είναι πως τα κοινωνικά ξεσπάσματα που θα υπάρξουν μέσα στο επόμενο διάστημα θα είναι αυθόρμητα και δεν θα έχουν ούτε σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά ούτε σαφή πολιτική στόχευση. Η απουσία ενός αναρχικού επαναστατικού φορέα -με καθορισμένο και εφαρμόσιμο πρόγραμμα και στρατηγική επαναστατική κατεύθυνση- αποτελεί έναν από τους παράγοντες στους οποίους οφείλεται ότι τα κινήματα λαϊκής οργής αυτού του διαστήματος μπορούν πολύ εύκολα να αφομοιωθούν και να καταλήξουν σε βαλβίδες κοινωνικές αποσυμπίεσης.
Οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι συστημικοί αναλυτές, γνωρίζουν κι αυτοί από την πλευρά τους πολύ καλά πως μέσα στο επόμενο διάστημα πρόκειται να προκληθεί κοινωνικός αναβρασμός, από την πολιτική και οικονομική διαχείριση που θα θέσουν σε εφαρμογή Αυτές οι ανησυχίες τους αντανακλώνται στις δηλώσεις τους και λαμβάνουν υλική υπόσταση με την αναβάθμιση της καταστολής από τους κρατικούς μηχανισμούς και την εφαρμογή προληπτικών πλάνων αντιεξέγερσης και αντεπανάστασης. Η ένταση της κρατικής καταστολής δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά διεθνές και συναρτάται άμεσα με την όξυνση της παγκόσμιας συστημικής οικονομικής κρίσης.
Η καταστολή αναβαθμίζεται, εφαρμόζεται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο υπό τον μανδύα της υγειονομικής προστασίας και νέες μέθοδοι επιβολής προσθέτονται στο οπλοστάσιο των κρατών. Σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν απαγορευτεί ή περιοριστεί οι απεργίες και οι διαδηλώσεις την ίδια στιγμή που μπαίνουν συνεχώς νέα εμπόδια στην συνδικαλιστική δράση. Παράλληλα, διαπράττονται στυγνές δολοφονίες από τους έμμισθους φρουρούς των κρατών. Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η δολοφονία του Klodian Rasha στην Αλβανία, ο οποίος πυροβολήθηκε εν ψυχρώ από αστυνομικό επειδή βρισκόταν έξω, κρατώντας ένα μπουκάλι νερό (sic) ,“παραβιάζοντας” τα μέτρα του lockdown.
Στις ΗΠΑ, για την αντιμετώπιση των εξεγερσιακών γεγονότων που ακολούθησαν μετά την κρατική δολοφονία του George Floyd ο στρατός βγήκε στους δρόμους των πόλεων και πολλές πολιτείες κηρύχθηκαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης με την επιβολή καθολικής απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Στην Γαλλία, επίσης, πριν από κάποιους μήνες ψηφίστηκε ο νόμος για την “καθολική ασφάλεια” εν μέσω μαζικών διαδηλώσεων και σφοδρών συγκρούσεων με τις ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις. Στην Ουγγαρία την άνοιξη του 2020 δόθηκε στον πρωθυπουργό Β.Ορμπάν και στην κυβέρνησή του, το δικαίωμα να αποφασίζει αυτόνομα και επ’ αόριστον μέσω διαταγμάτων τα μέτρα για την καταπολέμηση της πανδημίας, χωρίς ούτε καν την κοινοβουλευτική επίβλεψη, γεγονός που συναντάμε μονάχα σε απόλυτες μοναρχίες, δικτατορίες και στρατιωτικές χούντες.
Μέσα σ’ αυτή την συνθήκη, πρέπει να αναλύσουμε και την προσπάθεια του ελληνικού κράτους να γίνει πιο συγκεντρωτικό ενισχύοντας τις αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις του με υπέρογκες αγορές εξοπλιστικών προγραμμάτων και με προσλήψεις στον σωρό. Κατά την διάρκεια μιας πανδημίας που έχει στερήσει την ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων και με τα κρατικά συστήματα υγείας ανά τον κόσμο να καταρρέουν, οι κρατικές χρηματοδοτήσεις δεν κατευθύνονται προς την υγεία. Αντίθετα, μέσα στο φόντο των κοινωνικών εκρήξεων του μέλλοντος και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων που θα προκαλέσουν οι όλο και πιο οξυμένες καπιταλιστικές αντιθέσεις και διακρατικές συγκρούσεις, τα κράτη σπαταλούν υπέρογκα ποσά για την αμυντική και επιθετική τους στελέχωση ενάντια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, καθώς και για την διαρκή επί χρήμασι αναγωγή των ΜΜΕ σε κυβερνητικά «παπαγαλάκια» που σκοπό έχουν παραπληροφορούν το κοινωνικό σώμα.
Το καπιταλιστικό σύστημα μετά από 12 και πλέον χρόνια δομικής συστημικής κρίσης που διανύει πνέει τα λοίσθια και οι τιμητές του καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να το περισώσουν, πατώντας για ακόμη μια φορά επί πτωμάτων. Το νέο ακόμη πιο ισχυρό επεισόδιο της καπιταλιστικής κρίσης εκδηλώνεται πάνω στην καμένη γη που έχει αφήσει στο πέρασμά της η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008. Η υφεσιακή τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας ήδη από το δ’ τρίμηνο του 2019 και σε συνδυασμό στην συνέχεια με την εκδήλωση της πανδημίας του κορονοϊού που ήρθε για να επιταχύνει τις εξελίξεις και προκάλεσε μια πρωτόγνωρη βραχυκύκλωση στην παραγωγική διαδικασία, έχουν οδηγήσει σε μια ύφεση η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτή του 1929. Η πτώση των ΑΕΠ των κρατών είναι πρωτόγνωρη για περίοδο ειρήνης και τα κρατικά χρέη συνεχώς αναχρηματοδοτούνται και διογκώνονται δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερες “φούσκες” στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Το κλείσιμο πολλών τομέων της καπιταλιστικής παραγωγής και η βραχυκύκλωση του παγκόσμιου εμπορίου και των μεταφορών έχουν σοβαρές συνέπειες στον κύκλο αναπαραγωγής του κεφαλαίου προκαλώντας ένα “σοκ” στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Αυτό το “σοκ” προσπαθεί να αντιμετωπιστεί από την έναρξη της πανδημίας με “αντι-σοκ ρευστότητας”. Οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν υιοθετήσει μια υπερ-χαλαρή δημοσιονομική πολιτική με μεγάλες ενέσεις ρευστότητας και με την ενίσχυση των προγραμμάτων QE τα οποία επανήλθαν. Όπως είχαμε επισημάνει και στις αρχές της Νέας Ύφεσης τον προηγούμενο Μάρτιο: “η επισπευσμένη επαναφορά του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (qe) από την Ε.Κ.Τ. και η ένταξη της Ελλάδας σε αυτό, στο μόνο που θα συμβάλλει, είναι η κερδοφορία των funds που επένδυσαν στα ελληνικά ομόλογα. Η επίδραση του qe στις αποδόσεις θα είναι ισχνή και χαμηλής διάρκειας, ενώ η αποτυχία του προηγούμενου προγράμματος ως προς την επίτευξη των στόχων για αύξηση του πληθωρισμού, διατήρηση της απόδοσης των ευρωπαϊκών ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα κ.λ.π. προδιαγράφει την έκβαση και αυτού του προγράμματος.”
Τα έκτακτα προγράμματα μεγάλων αγορών κρατικών και εταιρικών τίτλων από τις Κεντρικές Τράπεζες πρόκειται να συνεχιστούν και μέσα στο 2021, στο πρώτο τρίμηνο του οποίου έχουν προγραμματιστεί ακόμη μεγαλύτερες εκδόσεις χρέους. Ουσιαστικά, αυτό που επιτυγχάνεται μέσα από αυτή την τακτική είναι η δημιουργία ενός κύκλου αναχρηματοδότησης και ανακύκλωσης τους χρέους και η μετάθεση της μεγαλύτερης έκρηξης του στο μέλλον. Η ίδια δηλαδή τακτική παροχής “παυσίπονων” με την οποία η διεθνής οικονομική ελίτ προσπάθησε να μπαλώσει ανεπιτυχώς την οικονομική κρίση από το 2008 έως και σήμερα. Η επιστροφή δε στους δημοσιονομικούς κανόνες που ίσχυαν πριν την εκδήλωση της νέα ύφεσης, η οποία κάποια στιγμή αναπόφευκτα πρέπει να πραγματοποιηθεί, θα προκαλέσει τεράστιους τριγμούς στην παγκόσμια οικονομία και καταστροφικές συνέπειες για τις χώρες με μεγάλο χρέος, όπως η Ελλάδα.
Τα πρώτα σημάδια του νέου επεισοδίου της κρίσης άρχισαν να είναι ορατά στην ελληνική οικονομία κατά τους πρώτους μήνες αλλαγής της κυβερνητικής σκυτάλης από τον ΣΥΡΙΖΑ στην ΝΔ. Με την εκλογή της, η ΝΔ προέκτεινε το μύθευμα που είχε κατασκευάσει ο ΣΥΡΙΖΑ περί “μεταμνημονιακής εποχής” και “τέλους των μνημονίων”. Με βασική της σημαία την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων και μια σκληροπυρηνική νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση στα σκαριά, οι προγραμματικές εξαγγελίες της ΝΔ περιστρέφονταν γύρω από την επίτευξη της “ανάπτυξης” και του “εκσυγχρονισμού” της χώρας. Το αφήγημα της για την ανάπτυξη και την σταθερότητα που θα έρθει μετά από 10 χρόνια μνημονίων και σκληρών πολιτικών λιτότητας, ήταν καταδικασμένο εξ αρχής να αποτύχει, ανεξάρτητα από την εκδήλωση της πανδημίας του κορονοϊού.
Η έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη η οποία συστάθηκε για να εισηγηθεί ένα αναπτυξιακό σχέδιο για την ελληνική οικονομία, εμπεριέχει τις αιχμές, τις μεταρρυθμίσεις και τις αντιφάσεις του σχεδίου που επιχειρεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση στην οικονομική πολιτική. Από την μία πλευρά, λοιπόν, η έκθεση αυτή εισηγείται την εφαρμογή σκληρών νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων με την εμπορευματοποίηση και την επιβολή περαιτέρω ταξικών φραγμών σε τομείς όπως η ασφάλιση, η υγεία και η παιδεία. Από την άλλη πλευρά αναζητεί τρόπους για να τονώσει την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Η εισήγηση για “ήπια πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία δεν θα αντιστρατεύονται στην ανάπτυξη” προσκρούει όμως πάνω στους δημοσιονομικούς όρους που δεσμεύουν το ελληνικό κράτος για υψηλά πλεονάσματα έως το 2060.
Το πλάνο της ΝΔ για την εφαρμογή φοροελαφρύνσεων που τάχα θα τονώσουν την επιχειρηματικότητα είναι καταδικασμένο να βρει σε τοίχο. Τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν και εξακολουθούν να μην είναι ευνοϊκά για την προσέλκυση μακροχρόνιων και “αποδοτικών” για την εγχώρια καπιταλιστική οικονομία επενδύσεων. Τα κίνητρα που επιχειρεί να παρέχει η ΝΔ στους επενδυτές μπορεί να τονώσουν τις επενδύσεις από αρπακτικά ταμεία, τα λεγόμενα hedge funds, τα οποία στοχεύουν σε μικρής διάρκειας κερδοσκοπικούς στόχους, χωρίς κάποιο αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία.
Και πριν από την εκδήλωση της πανδημίας, ήταν βέβαιο πως το έλλειμμα που θα προκληθεί από τις φοροελαφρύνσεις δεν θα μπορέσει να καλυφθεί από την “ανάπτυξη” την οποία ευαγγελίζεται η ΝΔ. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του με την φοροληστεία που επέβαλλε μπορούσε να καλύψει τους στόχους για τα πλεονάσματα, πετυχαίνοντας μάλιστα ορισμένες φορές και υψηλότερες τιμές με τον “υπερβάλλοντα ζήλο” που κατέβαλε.
Με την εφαρμογή του σχεδίου των φοροελαφρύνσεων που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα της ΝΔ και οι οποίες υποστηρίζονταν και στην έκθεση Πισσαρίδη, ήταν δεδομένο πως το ισοζύγιο του ελληνικού κράτους δεν θα έφτανε τους απαιτούμενους πλεονασματικούς στόχους και κατά συνέπεια θα επιβάλλονταν “αυτόματα” νέα μνημονιακά μέτρα λιτότητας για να επανέλθουν οι οριζόμενες τιμές. Υπό αυτή την έννοια η εκδήλωση της πανδημίας και η επίδραση της στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, “γλύτωσε” την κυβέρνηση για 1-2 χρόνια από την δημοσιονομική τήρηση των μέτρων και συγκάλυψε την αναμενόμενη αποτυχία της.
Παρόλο που οι όροι για τα πλεονάσματα έχουν ανασταλεί για το 2020 και το 2021 είναι βέβαιο πως αυτοί σταδιακά θα επανέλθουν. Μετά την δημοσιονομική χαλαρότητα θα ακολουθήσει η δημοσιονομική αυστηρότητα και τα μέτρα “επαναπροσαρμογής”. Αυτή η επαναφορά αναμένεται να είναι ιδιαίτερα επώδυνη, με σκληρά μέτρα λιτότητας που θα επιβληθούν στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Για την επιβολή των μέτρων “επαναπροσαρμογής” που ήδη εφαρμόζονται και σχεδιάζονται να εφαρμοστούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στο μέλλον, η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει ως άλλοθι την “μεγάλη οικονομική καταστροφή” που επέφερε ο κορονοϊός, αποκρύβοντας τα δομικά και προϋπάρχοντα αίτια της ύφεσης.
Ήδη έχουν αρχίσει να έρχονται στο προσκήνιο νέα μέτρα καταλήστευσης του κοινωνικού πλούτου και εξουθένωσης της εργατικής τάξης συμπληρωματικά με το μνημόνιο διαρκείας που βρίσκεται σε ισχύ. Ο κρατικός προϋπολογισμός που ψηφίστηκε για το 2021 έρχεται για να επιβεβαιώσει την παραπάνω παραδοχή. Ο εν λόγω προϋπολογισμός χαρακτηρίζεται ως “μεταβατικός” έχοντας ως στόχο την σταδιακή αποκατάσταση της δημοσιονομικής εξισορρόπησης και ανοίγει την σειρά για την επιβολή και των μνημονικών προϋπολογισμών των επόμενων ετών με ακόμη πιο σκληρά μέτρα.
Στην ουσία, οι κρατικοί προϋπολογισμοί χρησιμοποιούνται ως εργαλεία σχεδιασμού και αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, κατανέμοντας τα ποσά σύμφωνα με τα κρατικά συμφέροντα και τις καπιταλιστικές ανάγκες. Έτσι λοιπόν, και στη συγκεκριμένη περίπτωση, επικυρώνεται η επέκταση των μέτρων στήριξης του εγχώριου κεφαλαίου, ενεργοποιούνται νέα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα ως προϋποθέσεις για τις εκταμιεύσεις δισεκατομμυρίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και συγχρόνως τα ποσά από αυτές τις εκταμιεύσεις κατευθύνονται κατά κόρον προς την “στήριξη της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων”.
Είναι λοιπόν φανερό πως η λεγόμενη “δημοσιονομική εξισορρόπηση” θα γίνει πάνω στις πλάτες του λαού ο οποίος θα κληθεί για άλλη μια φορά να πληρώσει πολύ ακριβά για την σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος. Στον προϋπολογισμό για το νέο έτος προβλέπονται νέες περικοπές δαπανών στις κοινωνικές παροχές. Χαρακτηριστικά είναι τα σημεία για την μείωση των δαπανών για την Υγεία εν μέσω πανδημίας και κατάρρευσης του κρατικού συστήματος υγείας, καθώς και για την μείωση κατά 1 δις των κονδυλίων προς τον ΟΑΕΔ μέσα σε μια συγκυρία που αναμένεται η ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Συμπληρωματικά με τα παραπάνω προβλέπεται το περαιτέρω πετσόκομμα των συντάξεων και η μείωση της χρηματοδότησης προς την εκπαίδευση.
Το χρέος του ελληνικού κράτους αυξάνεται προοδευτικά έχοντας σημειώσει τα δύο τελευταία χρόνια αύξηση κατά 12,2 δις. Όσο λοιπόν το χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί και οι προϋπολογισμοί παραμένουν ελλειμματικοί, νέες δανειακές συμβάσεις θα συναφθούν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και νέα μνημονιακά μέτρα θα επιβληθούν. Το αφήγημα της “μεταμνημονιακής εποχής” που εγκαινιάστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2018 μετά την λήξη της τρίτης δανειακής σύμβασης έχει πλέον οριστικά καταρρεύσει. Το 2020 σηματοδότησε έναν νέο γύρο ακόμη πιο οδυνηρών μέτρων λιτότητας μέσα σε έναν μνημονιακό κύκλο που δεν είχε κλείσει ποτέ.
Η έξοδος του ελληνικού κράτους στις διεθνείς αγορές και η συνακόλουθη λήξη της τρίτης δανειακής σύμβασης το καλοκαίρι του 2018, σηματοδότησε την τελευταία μεγάλη απάτη της «κυβέρνησης της αριστεράς», τον μύθο της «μεταμνημονιακής εποχής». Με φόντο την Ίθάκη, ο τότε πρωθυπουργός Τσίπρας ανακοίνωσε το “τέλος των μνημονίων” και ανήγγειλε τον ερχομό μιας “νέας εποχής ανάπτυξης”. Αυτή η εποχή δεν ήρθε ποτέ και τα μεταμνημονιακά μυθεύματα ήδη έχουν καταρρεύσει. Όπως γράφαμε σε κείμενο μας τον προηγούμενο Μάιο για τα 10 χρόνια μνημονίου, στο πλαίσιο της καμπάνιας αντίστασης και αντιπληροφόρησης που πραγματοποίησαμε σε γειτονιές των δυτικών προαστίων: «Η συμβολική αλληγορία με την επιλογή της πατρίδας του Οδυσσέα ως φόντο του διαγγέλματος υπήρξε από την αρχή ξεκάθαρη ως προς τα επικοινωνιακά μηνύματα που ήθελε να εκπέμψει και εναργής ως προς τους σκοπούς που ήθελε να επιτύχει. Η αφήγηση της κυβέρνησης της αριστεράς για την περίοδο του «μεταμνημονίου» βρήκε στην Ιθάκη την μυθολογική αναπαράσταση του «τέλους του ταξιδιού», εκεί που η οδύσσεια του «ελληνικού λαού» βρίσκει τάχα τον λυτρωμό μετά από «μεγάλες θυσίες». Η εικόνα της Ιθάκης επιλέχθηκε για να διαδεχθεί στο «συλλογικό ασυνείδητο» αυτή του Καστελόριζου, την τοποθεσία που διάλεξε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για να ανακοινώσει την ένταξη του ελληνικού κράτους στον μηχανισμό στήριξης.»
Σύσσωμο το πολιτικό σύστημα της χώρας υποδέχτηκε τότε με θριαμβολογίες τον κυβερνητικό μύθο της «Ιθάκης», διακήρυξε την «επιστροφή στην κανονικότητα» και προϋπάντησε την έναρξη της “νέας εποχής”. Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ διαφορετική. Στα συμφωνημένα μέτρα για το κλείσιμο των αξιολογήσεων θεσμοθετήθηκε η λειτουργία μηχανισμών δημοσιονομικής προσαρμογής χωρίς πολιτική βούληση, με την αυτοματοποιημένη δηλαδή ενεργοποίηση τους σε περίπτωση απόκλισης από τους δημοσιονομικούς στόχους. Μετά λοιπόν από μια καταιγιστική τετραετία αλλεπάλληλων «πακέτων» μέτρων στο πλαίσιο των αξιολογήσεων του χρέους και έναν ορυμαγδό νομοσχεδίων ταξικής λεηλασίας και κοινωνικής φτωχοποίησης που γονάτισαν τον εργαζόμενο λαό και την νεολαία, η ελληνική οικονομία μπήκε σε ένα καθεστώς μακροχρόνιας δημοσιονομικής εποπτείας και θεσμοθετήθηκε ο μνημονιακός δεσμός έως το 2060.
Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήρθε για να δώσει κομβικές ανάσες στο αστικό σύστημα και ψήφισε μια σειρά από αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν προκαλέσει μεγάλα κοινωνικά ξεσπάσματα και αντιδράσεις. Αφού λοιπόν η σοσιαλδημοκρατία διαδραμάτισε για άλλη μια φορά με επιτυχία τον ιστορικό της ρόλο, αυτόν της ενσωμάτωσης και της απορρόφησης των κραδασμών, παρέδωσε την κυβερνητική σκυτάλη στη νεοφιλελεύθερη αντίδραση με εκφραστή της την ΝΔ. Στο πολιτικό προσκήνιο, μετά από τις περιόδους εκλογικής αστάθειας που προηγήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, εγκαθιδρύθηκε και πάλι ένας νέος δικομματισμός, με τον ΣΥΡΙΖΑ να αναλαμβάνει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όταν το 2015 η «κυβέρνηση της αριστεράς» αναλάμβανε το τιμόνι της αστικής πολιτικής διαχείρισης, οι αυταπάτες για την «ριζοσπαστική στροφή» της κοινωνίας και το «άνοιγμα ευκαιριών» για τα κινήματα, συνάρθρωσαν την βασικότερη οπορτουνιστική αυταπάτη που άνοιξε τον δρόμο όχι στην επαναστατική προοπτική, αλλά στην αφομοίωση από τους σοσιαλδημοκράτες διαμεσολαβητές των κοινωνικών αιτημάτων. Αντίθετα από αυτές τις ανιστόρητες και ταξικά εγκληματικές αντιλήψεις, η δεξιά μετατόπιση του πολιτικού χάρτη επήλθε σχεδόν νομοτελειακά. Όπως η ιστορία έχει αποδείξει, η άνοδος της σοσιαλδημοκρατίας σε καιρούς συστημικής κρίσης ακολουθείται από μια περίοδο άκαμπτης αντιδραστικότητας της αστικής τάξης. Κατ’ αυτήν την περίοδο, το πολιτικό προσωπικό εφαρμόζει πιο “απελευθερωμένα” και χωρίς προσχήματα βίαιες κοινωνικές αναδιαρθρώσεις εκμεταλλευόμενο τον ακρωτηριασμό των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων. Τον ρόλο αυτής της αναδιάρθρωσης προς την παραπέρα εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού ανέλαβε η έμπειρη και ιστορικά αξιόπιστη για το κεφάλαιο, Νέα Δημοκρατία.
Η υφιστάμενη κυβέρνηση ανήλθε στην πολιτική εξουσία στοχεύοντας στην εφαρμογή ενός σκληρού μεταρρυθμιστικού προγράμματος ταξικής λεηλασίας και πλήρους αποσάθρωσης των κοινωνικών παροχών. Παράλληλα διακηρύττει την επιβολή του δόγματος “νόμος και τάξη” τόσο επειδή αυτό αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του προγράμματος της όσο και για την ικανοποίηση και προσέλκυση ενός ακροδεξιού ακροατηρίου. Το πεδίο της κοινωνικής και ταξικής απονέκρωσης των αγώνων που άφησε πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ, άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στην “αναίμακτη” σχεδόν επιβολή της συνέχειας της κρατικής και καπιταλιστικής επέλασης. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, η πανδημία ήρθε για να επιταχύνει τις εξελίξεις τόσο για την υφεσιακή τροχιά της οικονομίας όσο και για την κρατική και καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Έτσι λοιπόν, από την αρχή της εκδήλωσης του covid– 19 έως και σήμερα, τα νομοσχέδια και τα μέτρα ψηφίζονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Στο πεδίο της υγειονομικής κρίσης, μετά από έναν σχεδόν χρόνο συνεχόμενων lockdown και εκατομμυρίων χαμένων ζωών από covid-19 ανά τον κόσμο, έχουν αποκαλυφθεί εμφανώς όλες οι κρατικές και καπιταλιστικές αντιφάσεις της εγκληματικής πολιτικής διαχείρισης που ακολουθείται. Τα lockdown επιστρατεύονται από το κράτος ως μια λύση εκτάκτου ανάγκης και χαρακτηρίζονται από την ένταση της ταξικής λεηλασίας και ένα συνεχές καθεστώς κοινωνικής απομόνωσης. Η ταξική και εγκληματική πολιτική διαχείριση της πανδημίας αντικατοπτρίζει τους αστικούς σχεδιασμούς και ενόψει της συνέχειας, η οποία προβλέπεται ακόμη πιο δυσοίωνη. Όπως σημειώναμε κατά τους πρώτους μήνες του δεύτερου lockdown διαρκείας : “Το σενάριο που ακούγεται συχνά το τελευταίο διάστημα για διαδοχικά κυλιόμενα lockdown μέχρι να αποκτηθεί ένα ικανοποιητικό ποσοστό ανοσίας μέσω του εμβολίου προεικονίζει ακριβώς την συνέχεια αυτής της τακτικής. Το κράτος θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει την ίδια εγκληματική πολιτική με όλες τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω, θα ανοίγει την οικονομία για μικρά χρονικά διαστήματα ή θα ανοίγει συγκεκριμένους κλάδους που έχουν ζήτηση ανάλογα με την εποχή ώστε να κινηθεί η αγορά και όταν το σύστημα υγείας θα φτάνει στα όρια του θα επιβάλει και πάλι τον μαζικό εγκλεισμό. Στο μεταξύ τα κρούσματα και οι θάνατοι θα αυξάνονται και οι αντοχές του συστήματος υγείας θα εξαντλούνται ολοένα και περισσότερο.”
Μέσα σ’ αυτή την τεταμένη ατμόσφαιρα, ο ΣΥΡΙΖΑ είτε συνεπικουρεί στην κυβερνητική πολιτική ατζέντα είτε ασκεί ήπια κριτική στην κυβερνητική πολιτική για να ικανοποιήσει τον κορμό της εκλογικής του επιρροής. Μετά το συνέδριο του και την εσωτερική του ανασύνταξη θα αναζητήσει και πάλι την κατάλληλη στιγμή που θα διεκδικήσει δυναμικά την επαναφορά στην πολιτική εξουσία. Ως βασικό όπλο σ’ αυτή του την προσπάθεια θα χρησιμοποιήσει το χαρτί του “μεταμνημονιού”. Με δεδομένο ότι η ΝΔ θα χρειαστεί να εφαρμόσει αυστηρά μέτρα λιτότητας για να διαχειριστεί τις οικονομικές συνέπειες του νέου επεισοδίου της κρίσης, το κύριο επιχείρημα που θα ακούσουμε από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι “πως εμείς βγάλαμε την χώρα από τα μνημόνια και τώρα η δεξιά την ξαναβάζει”.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εκμετάλλευσης των περιοριστικών συνθηκών του lockdown, για την πιο “αναίμακτη” εφαρμογή των κρατικών σχεδιασμών, αποτελεί το πρόσφατα ψηφισμένο νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η επιλογή της ψήφισης του μέσα σε μια περίοδο με τα πανεπιστήμια κλειστά εδώ και έναν χρόνο, με την απαγόρευση της κυκλοφορίας εν ισχύ και με την επιβολή εν συνεχεία πρόσθετων φωτογραφικών ρυθμίσεων για την απαγόρευση των συγκεντρώσεων δεν αποτελεί σίγουρα τυχαίο γεγονός. Οι μεταρρυθμίσεις που θεσμοθέτησε το εν λόγω νομοσχέδιο όπως το ανώτατο όριο φοίτησης, η ελάχιστη βάση εισαγωγής, η συγκρότηση πανεπιστημιακής αστυνομίας, η ελεγχόμενη είσοδος στα πανεπιστήμια και το νέο πειθαρχικό δίκαιο για τους φοιτητές, αποτελούν χρόνιες αστικές επιδιώξεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και σε άλλες περιόδους η εφαρμογή τους θα φάνταζε αδιανόητη.
Οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις όμως δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία. Το πρόσφατα ψηφισμένο νομοσχέδιο αποτελεί την συνέχεια μιας μακράς προσπάθειας εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων σχεδιασμών στην εκπαίδευση, η οποία στην Ελλάδα έχει γράψει πολλά επεισόδια και αναμένεται να γράψει κι άλλα στο σύντομο μέλλον. Κύριος στόχος αυτής της πολύχρονης διαδικασίας νεοφιλελευθεροποίησης είναι ο ¨εξευρωπαϊσμός¨ των ελληνικών πανεπιστήμιων, η κατεύθυνση τους προς την ιδιωτικοποίηση και την επιχειρηματικοποίηση και η δημιουργία ενός πιο “αποδοτικού” και “αποτελεσματικού” πανεπιστημίου που θα βρίσκεται σε σύμπνοια με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και την κερδοφορία των καπιταλιστών και των επιχειρηματικών ομίλων.
Παράλληλα με την ψήφιση του νομοσχεδίου, στον προϋπολογισμό του 2021 ορίστηκε για μια ακόμη χρονιά η μείωση των κρατικών δαπανών προς την εκπαίδευση. Η υποχρηματοδότηση και κατά συνέπεια η υποβάθμιση των πανεπιστημίων είναι πλέον κάτι παραπάνω από φανερή, γεγονός που αποδεικνύεται με μεγάλη ευκολία εάν παρατηρήσουμε την κατακόρυφη μείωση της κρατικής χρηματοδότησης τουλάχιστον κατά την τελευταία δεκαετία. Σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες των φοιτητών/τριων για υποδομές, διδακτικό προσωπικό και φοιτητική μέριμνα, οι κρατικοί σχεδιασμοί για την τριτοβάθμια εκπαίδευση θα επιχειρηθεί να εφαρμοστούν και μέσα στο επόμενο διάστημα.
Το σχέδιο της έκθεσης Πισσαρίδη για την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι δηλωτικό των αστικών βλέψεων. Η έκθεση προβλέπει την αναπροσαρμογή των γνωστικών αντικειμένων και των προγραμμάτων σπουδών προς πιο ελκυστικές για την αγορά δεξιότητες και προτείνει την γεωγραφική αναδιάταξη των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων προς αυτή την κατεύθυνση. Επίσης μεταξύ άλλων, εισηγείται την επαναφορά των Συμβουλίων Ιδρύματος ως μορφές “επιχειρηματικής” διοίκησης των πανεπιστημίων και την ίδρυση 3ετών υποβαθμισμένων προγραμμάτων κατάρτισης, των “Σχολών ή Πανεπιστημίων Εφαρμογών”, όπου θα καταλήγουν όσοι δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές. Κύριο ζητούμενο για την έκθεση είναι η διεύρυνση της επιχειρηματικής λειτουργίας των ΑΕΙ μέσω της σύναψης συμφωνιών με επενδυτές, καθώς και η “διεθνοποίηση” τους με την δημιουργία επιπλέον ξενόγλωσσων επί πληρωμή προπτυχιακών προγραμμάτων και την προσέλκυση φοιτητών-πελατών από χώρες του εξωτερικού.
Μερικές από τις ρυθμίσεις που περιλαμβάνει η έκθεση έχουν συμπεριληφθεί ήδη στο νέο νόμο- πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που προετοιμάζεται αυτό το διάστημα. Βλέπουμε, λοιπόν, πως μέσα σε έναν “νεκρό χρόνο” για την λειτουργία των πανεπιστημίων, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση προχωράει με ιδιαίτερα γρήγορο και εντεινόμενο ρυθμό, στοχεύοντας στην πλήρη σύμπλευση των ελληνικών πανεπιστημίων με τα δυτικά πρότυπα. Προς αυτή την κατεύθυνση ήδη σχεδιάζεται η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης με την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων σε βάθος χρόνου. Σε πρόσφατη δήλωση της, μάλιστα, η υπουργός παιδείας χαρακτήρισε ως “μεγάλη χαμένη ευκαιρία” το γεγονός πως αυτή η ρύθμιση δεν μπορεί να τεθεί από τώρα σε εφαρμογή λόγω της μη δυνατότητας κατάργησης του άρθρου 16 μέχρι την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση
Η επιβολή των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που περιγράφηκαν παραπάνω βρίσκεται σε οργανική σχέση με την προσπάθεια για την αναβάθμιση της καταστολής και της επιτήρησης εντός των πανεπιστημίων. Προϋπόθεση για την εφαρμογή των ήδη ψηφισμένων και των επικείμενων μεταρρυθμίσεων αποτελεί η πολιτική και κοινωνική αποστείρωση των πανεπιστημίων, η κάμψη των κοινωνικών/ ταξικών αντιστάσεων και της ριζοσπαστικής δράσης εντός τους. Η ίδρυση και η εγκατάσταση του σώματος της πανεπιστημιακής αστυνομίας έρχεται για να διαφυλάξει την εμπορευματική και επιχειρηματική λειτουργία του πανεπιστημίου, ενός πανεπιστημίου που θα λειτουργεί για τις ανάγκες και τα κέρδη των αφεντικών και θα χαρακτηρίζεται από ολοένα και εντεινόμενους ταξικούς φραγμούς.
Στην πράξη λοιπόν, είναι που θα φανεί η επιτυχής ή όχι εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Αυτό θα κριθεί από τις νέες δυναμικές και τις νέες προοπτικές οργάνωσης και αγώνα που θα γεννηθούν μέσα στις σχολές το επόμενο διάστημα και από την αλλαγή ή όχι των συσχετισμών δύναμης μέσα σ’ αυτά. Το νέο σώμα της πανεπιστημιακής αστυνομίας δεν θα αντιμετωπιστεί με τις καταγγελίες για τα “αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά” του μέτρου και άλλες τέτοιες λογικές διαμαρτυρίας που οδηγούν στην αριστερή αφομοίωση αλλά με την έμπρακτη και μαχητική αντίσταση των αγωνιζόμενων φοιτητών και την ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος πάνω σε ταξικές και ελευθεριακές βάσεις.
Οι μαζικές φοιτητικές διαδηλώσεις του τελευταίου διαστήματος έσπασαν στην πράξη τις κρατικές απαγορεύσεις και αποτέλεσαν ένα πρώτο ελπιδοφόρο βήμα. Η συνέχεια μετά το μαζικό συλλαλητήριο την παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου, στις 10 Φλεβάρη, θα πρέπει να μεταφερθεί μέσα στις σχολές, στην καθημερινή πάλη των φοιτητών και των φοιτητριών. Το μεγάλο στοίχημα όμως για την διεξαγωγή αυτών των αγώνων και το αποτέλεσμα που θα φέρουν είναι η νοηματοδότηση τους και η ύπαρξη ενός στρατηγικού ορίζοντα μέσα σ’ αυτούς. Ελλείψει ενός επαναστατικού αναρχικού κινήματος, πάντα καραδοκεί ο κίνδυνος της αριστερής αφομοίωσης ή της γρήγορης κάμψης και οπισθοχώρησης των κοινωνικών/ταξικών αγώνων που γεννιούνται και θα γεννηθούν μέσα στο επόμενο διάστημα ως απότοκο της ταξικής διαχείρισης της νέας μεγάλης ύφεσης. Απέναντι σ’ αυτούς του κινδύνους η απάντηση που πρέπει να δώσουμε είναι η οργάνωση και ο συνεχής αγώνας για την αναβάθμιση της ταξικής και επαναστατικής πάλης.
Οι ιστορικές ευκαιρίες που θα μας δοθούν για την επαναστατική ανατροπή του συστήματος και τον κοινωνικό μετασχηματισμό προς την ελευθεριακή αταξική/ακρατική κοινωνία θα είναι περιορισμένες. Μέσα σ’ αυτή τη περίοδο που το παρακμάζον κρατικοκαπιταλιστικό σύστημα οδηγείται στην κατάρρευση και τον ιστορικό μαρασμό, ανοίγεται μπροστά μας μια τέτοια ευκαιρία. Δεδομένης της πτώσης και της οπισθοχώρησης των κοινωνικών και ταξικών αγώνων, αλλά κυρίως της έλλειψης επαναστατικής προοπτικής, είναι βέβαιο πως θα χρειαστεί να κάνουμε οργανωτικά και πολιτικά άλματα για να φτάσουμε στον επιδιωκόμενο στόχο μας. Αρκεί να το θέλουμε.
Οι οργανωτικές πεπατημένες που ακολουθήθηκαν μέσα στην πορεία της εγχώριας αναρχικής παρουσίας, με τις κατακερματισμένες συλλογικότητες των λίγων ατόμων, την χαλαρή συνένωση μεταξύ τους, τα αφορμαλιστικά δίκτυα και τις ανοικτές συνελεύσεις ευκαιριακού και μερικού χαρακτήρα έχουν καταδείξει εμφανώς τα όρια τους. Η διαρκώς επαναλαμβανόμενη το τελευταίο διάστημα ιαχή πολιτικής επιβίωσης με την επίκληση της “ενότητας στην δράση”, χωρίς μια πλατιά προγραμματική συμφωνία για τους στρατηγικούς στόχους ενός επαναστατικού κινήματος, χωρίς θέσεις και προτάσεις για μια άλλη προοπτική αγώνα στην κατεύθυνση της ελευθεριακής επαναστατικής προοπτικής, δεν μπορεί προσφέρει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και να αλλάξει τους υφιστάμενους αρνητικούς συσχετισμούς δύναμης. Στην παρούσα συγκυρία, μένοντας πιστοί στις αναρχικές ιδέες και τα επαναστατικά προτάγματα, είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ να κατευθύνουμε όλες μας δυνάμεις προς την δημιουργία μιας νέας οργανωτικής προοπτικής, ενός νέου αναρχικού πολιτικού φορέα με καθορισμένες θέσεις και σύγχρονο επαναστατικό πρόγραμμα που θα εμπνεύσει για τον ρεαλισμό και την εφαρμοστικότητα των ιστορικών προταγμάτων του αναρχισμού τον εργαζόμενο λαό και την καταπιεσμένη κοινωνία.
ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ
Το παρόν έντυπο, αποτελεί το γ’ τεύχος ανθολογίου της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού και συγκεντρώνει δημοσιοποιημένα κείμενα, αναλύσεις και ανακοινώσεις, αφίσες και φωτογραφίες από δράσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο τρίμηνο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου – Ιανουαρίου από το πολιτικό μας σχήμα. Ταυτόχρονα, παρατίθεται ως παράρτημα ένα μη δημοσιοποιημένο κείμενο που συντάξαμε για τον έναν χρόνο από την Αντικρατική Διαδήλωση της 18ης Ιανουαρίου 2020, διαδήλωση που προϋπάντησε το νέο επεισόδιο της συστημικής κρίσης και την νέα ύφεση, μιλώντας για τους «μεταμνημονιακούς μύθους» και την παροδική συστημική «κανονικότητα» που θα κατέρρεε εκκωφαντικά δύο μήνες αργότερα.
Το προηγούμενο τεύχος του Ανθολογίου κυκλοφόρησε ισχνά μέσα στο δυστοπικό περιβάλλον των απαγορεύσεων, σε λιγοστά χέρια. Δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η μοίρα του παρόντος. Άλλωστε ο προορισμός του «Ανθολογίου» είναι η έντυπη κατοχύρωση των θέσεων, των εκτιμήσεων και των προτάσεων μας σε βάθος χρόνου, η διατήρηση της διαχρονικότητας τους μέσω της αρχειακής καταγραφής και η συγκέντρωση των όσων κάνουμε με τρόπο που να καταδεικνύει την πορεία του εγχειρήματος, την εξέλιξη του και να κρατά ζωντανά τα πεπραγμένα. Όλα τα τεύχη θα συνεχίζουν να διακινούνται, να αποστέλλονται πανελλαδικά σε φιλικούς-συντροφικούς χώρους, να διανέμονται χέρι με χέρι από τα μέλη της Πρωτοβουλία και σε λίγο καιρό – ελπίζουμε σύντομα – θα διατίθενται στον πολιτικό χώρο που θα εγκαινιάσουμε.
Τους προηγούμενους τρεις μήνες προχωρήσαμε σε ένα σύνολο πρωτοβουλιών που αποτυπώνονται και στο έντυπο. Πραγματοποιήσαμε ενημερωτικές εξορμήσεις, μοιράσαμε χιλιάδες κείμενα στα δυτικά προάστια, παρευρεθήκαμε σε νοσοκομεία, αναρτήσαμε πανό και γεμίσαμε φέιγ βολάν τις γειτονιές που παρεμβαίνουμε κ.α. Ταυτόχρονα συμμετείχαμε σε εργατικές, κοινωνικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις, δημοσιεύσαμε καλέσματα στήριξης και προωθήσαμε την συμμετοχή στους κοινωνικούς, ταξικούς και νεολαιίστικους αγώνες της περιόδου.
Στο πλαίσιο του νέου lockdown αναπροσαρμόσαμε την τακτική μας στις άμεσες ανάγκες της εποχής, εντατικοποιώντας τους ρυθμούς της κοινωνικής και ταξικής μας απεύθυνσης σε πολλές περιοχές των δυτικών προαστίων, αφήνοντας ίσως λίγα βήματα πιο πίσω την θεωρητική εργασία, χωρίς βέβαια να την εγκαταλείπουμε. Η ιδεολογική δουλειά, οι συζητήσεις μας για το ζήτημα της οργάνωσης, η αναβάθμιση των δομών μας και η έκδοση καταστατικού εσωτερικής λειτουργίας, θέλουμε να συμβαδίζει αρμονικά με την εξαγωγή δράσης και να μην μας κλείνει σε έναν εσωτερικό «μικρόκοσμο». Ζητούμενο όλων αυτών των προσπαθειών και των μελλοντικών οργανωτικών προτάσεων που θα δημοσιοποιηθούν από την Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού, είναι ακριβώς η αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του αναρχικού αγώνα, στην προοπτική της μαζικής επαναστατικής του συγκρότησης και της ανάπτυξης ενός επαναστατικού πολιτικού φορέα.
Στο πλαίσιο της διεθνούς καμπάνιας οικονομικής ενίσχυσης που διεξάγουμε έχουμε λάβει πολιτική υποστήριξη από αναρχικές οργανώσεις και συλλογικότητες ανά τον κόσμο, οι οποίες προώθησαν το κάλεσμα μας στα επικοινωνιακά τους όργανα, όπως για παράδειγμα οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες της αναρχικής οργάνωσης Die Plattform στην Γερμανία. Αντίστοιχα, σε ορισμένες περιπτώσεις συλλογικότητες ανέλαβαν οι ίδιες την μετάφραση του κειμένου μας στην γλώσσα τους, όπως η εφημερίδα El libertario (ο ελευθεριακός) στο Καράκας της Βενεζουέλας και το πορτογαλικό αναρχικό πρακτορείο ειδήσεων Α.Ν.Α (Agência de Notícias Anarquistas). Σημαντικό διακύβευμα για εμάς, δεν είναι τόσο η οικονομική ενίσχυση από το διεθνές αναρχικό κίνημα μέσω της καμπάνιας μας, όσο η γνωριμία, η ανταλλαγή θέσεων, εκτιμήσεων και προτάσεων, η προοπτική μιας κοινής μελλοντικά αγωνιστικής δράσης. Ποτέ δεν ξεχνάμε τον παγκόσμιο χαρακτήρα του αναρχικού αγώνα και της ταξικής πάλης, την σημασία της διεθνούς διασύνδεσης του αγώνα για την παγκόσμια κοινωνική επανάσταση και την δημιουργία μιας οικουμενικής ακρατικής και αταξικής κοινωνίας ελεύθερων συνομοσπονδιών και πολιτειών χωρίς σύνορα και χωρίς ανταγωνισμούς μεταξύ των λαών.
Στον ιστότοπο μας έχει δημιουργηθεί η στήλη «International Call» η οποία θα ανανεώνεται συνεχώς με νέες μεταφράσεις του ξενόγλωσσου διεθνούς καλέσματος μας για οικονομική ενίσχυση. Μέχρι στιγμής, το κείμενο κυκλοφορεί στα Αγγλικά, στα Γερμανικά, στα Πορτογαλικά και στα Ισπανικά. Επιπλέον, στον ιστότοπο μας πρόσφατα προστέθηκε και η στήλη “βιβλιοθήκη” η οποία περιλαμβάνει σημαντικά έργα της αναρχικής και ελευθεριακής παράδοσης. Μέσω της σταδιακής βελτιστοποίσης και αναβάθμισης των επικοινωνιακών μας οργάνων και υποδομών στο διαδίκτυο επιχειρούμε την αύξηση της επισκεψιμότητας, την εύχρηστη πλοήγηση και την απόκτηση ενός σταθερού αναγνωστικού κοινού που θα έρθει σε επαφή με τις ιδέες, τις θέσεις και τις προτάσεις μας. Η ενότητα “βιβλιοθήκη” στοχεύουμε να θέλξει το ενδιαφέρον ειδικότερα των νέων ανθρώπων που προσεγγίζουμε στις παρεμβάσεις μας στα σχολεία και τα πανεπιστήμια των δυτικών προαστίων και ευρύτερα αλλά και όσων επιθυμούν ή πείθονται να μελετήσουν τον αναρχισμό και τα ιστορικά του προτάγματα.
Κλείνοντας, τον προσεχή Μάρτιο συμπληρώνονται 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821. Μια ημερομηνία – σταθμός για το κράτος και τους σχεδιασμούς υποταγής του λαού στις επιδιώξεις του. Μια ημερομηνία – σταθμός στην διεξαγωγή της αστικής προπαγάνδας και του εθνικισμού, της παραχάραξης της ιστορικής αλήθειας και της αποθέωσης του οικονομικού και πολιτικού συστήματος που εδραιώθηκε μετά τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Απ’ την πλευρά μας, σχεδιάζουμε την εκπόνηση μιας αντικρατικής, αντιεθνικιστικής και αντικαθεστωτικής καμπάνιας που θα συγκρουστεί με τους αστικούς μύθους και θα αναδείξει την αναγκαιότητα της μοναδικής απελευθερωτικής επανάστασης που θα λυτρώσει τον καταδυναστευμένο λαό από τα ταξικά και κοινωνικά του βάσανα: την επανάσταση για την καταστροφή του κράτους και την εγκαθίδρυση μιας ελευθεριακής και αταξικής κοινωνίας ισότητας και αλληλεγγύης.