Έχουν περάσει 10 μήνες από την διάγνωση του πρώτου θετικού κρούσματος κορονοϊού στην Ελλάδα και 9 μήνες από την επιβολή του πρώτου lockdown, το οποίο εγκαινίασε μια «νέα κανονικότητα» που μας έφερε όλους αντιμέτωπους με πρωτόγνωρες καταστάσεις. Αυτή η «νέα κανονικότητα» προσδιορίζεται μέσα από το πορτραίτο της εποχής το οποίο διαμορφώνει η υγειονομική κρίση του κορονοϊού και η εν εξελίξει από το 2008 δομική κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Ο συνδυασμός της υγειονομικής κρίσης και της όξυνσης της οικονομικής κρίσης έχουν φέρει στο προσκήνιο μια πρωτοφανή δυστοπία η οποία ενσαρκώνεται στην εφαρμογή ολοκληρωτικών μέτρων πειθάρχησης και ελέγχου, την επιβολή του μαζικού εγκλεισμού, την κοινωνική απομόνωση και τις απαγορεύσεις μετακινήσεων και συναθροίσεων. Ταυτόχρονα, η κρατική και καπιταλιστική αναδιάρθρωση στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η συστημική κρίση, συναντά το πλέον ευνοϊκό έδαφος να ξεδιπλωθεί με διαδικασίες express σαρώνοντας τα τελευταία απομεινάρια των κοινωνικών συμβολαίων του παρελθόντος.
Είναι γεγονός πως τους τελευταίους μήνες λαμβάνει χώρα μια ραγδαία απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Εργατικά κεκτημένα και κοινωνικές ελευθερίες που έχουν κερδηθεί με αγώνες και έχουν κατοχυρωθεί εδώ και αιώνες αμφισβητούνται και επιχειρείται να καταλυθούν σαν παρελθοντικές παραχωρήσεις τήρησης ταξικών ισορροπιών. Η φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας όλο και μεγεθύνεται. Συγχρόνως, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε τα γρανάζια της παραγωγής να συνεχίσουν να λειτουργούν με το όποιο κόστος αυτό συνεπιφέρει για την υγεία των εργαζομένων που συνωστίζονται κατά εκατοντάδες στους χώρους εργασίας χωρίς να πληρούνται ούτε τα βασικά μέτρα συλλογικής προστασίας. Όπως είδαμε και πριν λίγους μήνες η βιομηχανία του τουρισμού λειτούργησε κανονικά στην Ελλάδα. Τα τεστ που έγιναν στους τουρίστες που επισκέπτονταν την χώρα ήταν ελάχιστα και αποτελεί κοινή παραδοχή όλων όσων εργάζονταν σε τουριστικές περιοχές πως τα κρούσματα αποκρύπτονταν.
Πλέον, διανύοντας ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας, οι αδυναμίες και οι ελλείψεις του καθημαγμένου από τις πολιτικές λιτότητας κρατικού συστήματος υγείας φανερώνονται με τον πλέον εμφατικό τρόπο και γίνεται πλέον σαφές πως η χρόνια κρατική υποβάθμιση της υγείας έχει αποβεί καταστροφική για την διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Ο αριθμός των κρουσμάτων και οι θάνατοι από κορονοϊό έχουν πολλαπλασιαστεί μέσα σε λίγους μήνες και το σύστημα υγείας έχει ξεπεράσει τα όρια των δυνατοτήτων του για παροχή περίθαλψης. Έχοντας στην διάθεση τους ένα χρονικό διάστημα άνω 8 μηνών για να σχεδιάσουν την αντιμετώπιση της πανδημίας και διαθέτοντας την εμπειρία του πρώτου κύματος όλες οι δικαιολογίες που επικαλέστηκαν οι κρατικοί αξιωματούχοι όλο το προηγούμενο διάστημα έχουν εμφανώς καταπέσει. Οι μεταφορές που χρησιμοποιούν στην ρητορική τους και οι οποίες παρουσιάζουν την πανδημία σαν μια εμπόλεμη κατάσταση και τον κορονοϊό σαν έναν αόρατο εχθρό ή ένα απρόβλεπτο φυσικό φαινόμενο που προκαλεί μια αναπότρεπτη καταστροφή έχουν καταλήξει να είναι κάτι περισσότερο από γελοίες.
Είναι γεγονός πως από την εμφάνιση της πανδημίας έως και σήμερα, η επιστημονική έρευνα για τον κορονοϊό έχει προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό και πλέον υπάρχουν αξιόπιστα δεδομένα σχετικά με την φύση, την εξέλιξη, την μεταδοτικότητα και τις συνέπειες του ιού στους ανθρώπινους οργανισμούς. Η εκδήλωση του δεύτερου κύματος της πανδημίας δεν ήταν ούτε κάτι το απρόβλεπτο ούτε κάτι το οποίο είχε απορριφθεί ότι θα ακολουθήσει. Αντιθέτως, τόσο το κράτος όσο και η επιτροπή των ειδικών επιστημόνων της γνώριζαν πολύ καλά πως μέσα στο χειμώνα αναμένεται μια ισχυρή έξαρση των κρουσμάτων. Παρόλα αυτά, η κρατική επιλογή ήταν να μην ληφθεί κανένα ουσιαστικό μέτρο και να μην γίνει καμία ουσιαστική προετοιμασία για την αποφυγή και την αντιμετώπιση ενός ακόμη πιο ισχυρού κύματος. Παράλληλα, από την πλευρά της “αντικειμενικής” και “ανεπηρέαστης” επιτροπής των ειδικών επιστημόνων δεν είδαμε κανέναν να ασκεί δημόσια κριτική στην κυβερνητική αδράνεια και να καλεί να ληφθούν μέτρα που θα περιόριζαν τις τραγικές συνέπειες.
Συγκεκριμένα, μέσα στο περιθώριο των 8 μηνών από το πρώτο lockdown δεν υπήρξε η πολιτική βούληση ώστε να γίνουν κινήσεις για την επαρκή στελέχωση του ΕΣΥ με μόνιμο υγειονομικό προσωπικό, τον απαραίτητο εξοπλισμό σε μηχανήματα και νοσοκομειακές υποδομές, με αποτέλεσμα αυτό να διαθέτει πλέον όλο και λιγότερους εργαζομένους σε σχέση με άλλες χρονιές προ κορονοϊου. Παράλληλα τα διαγνωστικά τεστ κατέληξαν να αντιμετωπίζονται περισσότερο ως αντικείμενο κερδοσκοπίας παρά ως χρήσιμο εργαλείο για την χαρτογράφηση των κρουσμάτων και την εξασφάλιση ασφαλών δεδομένων. Πέρα από τον περιορισμένο αριθμό των τεστ που διενεργούνται καθημερινά, δεν υπήρξε σχεδιασμός για την δημιουργία μηχανισμών και δομών που θα προσφέρουν ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στην εξέταση για διάγνωση κορονοϊού χωρίς να δημιουργούνται καθυστερήσεις και συνθήκες συνωστισμού. Δεν διενεργήθηκαν προληπτικά μαζικά τεστ στους εργαζόμενους που συνωστίζονται καθημερινά κατά εκατοντάδες στους εργασιακούς χώρους, ενώ υπάρχουν και καταγγελίες εργαζομένων που μαρτυρούν πως ακόμη και μετά από διαγνωσμένα κρούσματα συναδέλφων τους οι χώροι εργασίας παρέμειναν κανονικά εν λειτουργία και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι δεν υποβλήθηκαν σε τεστ καθώς οι εταιρείες “αδυνατούσαν” να σηκώσουν το κόστος. Ως προς τον εντοπισμό των κρουσμάτων, ο μηχανισμός ιχνηλάτησης των ενεργών περιστατικών που κάθε τόσο εξαίρεται σε δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων αποτελείται μόλις από 190 υπαλλήλους, ενώ ακόμη και οι ευρωπαϊκές οδηγίες καταδεικνύουν την ανάγκη για 3000 άτομα προσωπικό σύμφωνα με τον πληθυσμό της χώρας. Σε πρόσφατη σχετική ερώτηση που έγινε στον Χαρδαλιά αναφορικά με τον μικρό αριθμό των «ιχνηλατών», ο υφυπουργός-καραγκιόζης της κυβέρνησης απάντησε πως τα κρούσματα είναι λίγα για να διαθέτουμε μεγαλύτερο μηχανισμό ιχνηλάτησης. Φανταζόμαστε πως δεν του πέρασε από το μυαλό πως εάν αυξηθεί ο αριθμός των υπαλλήλων στον μηχανισμό ιχνηλάτησης θα αυξηθούν και τα καταγεγραμμένα κρούσματα…
Έτσι λοιπόν, ενώ το βασικό επιχείρημα για την επιβολή του πρώτου lockdown ήταν η «αγορά χρόνου» ώστε να σταματήσει η μεγάλη διασπορά και να υπάρξει προετοιμασία για την αντιμετώπιση της επιδημίας στην συνέχεια, η υγειονομική θωράκιση της κοινωνίας παραλείφθηκε και μετακυλήθηκε στην «ατομική ευθύνη». Ουσιαστικά αυτό που επιτεύχθηκε ήταν η μετάθεση στο μέλλον μιας πιο μεγάλης διασποράς του ιού χωρίς να γίνονται παράλληλα οι απαιτούμενες ενέργειες ώστε αυτή να προληφθεί στο μέτρο του δυνατού και να αντιμετωπιστεί κάτω από καλύτερες συνθήκες. Αντίθετα, όλο αυτό το διάστημα βιώνουμε στο πετσί μας τα παράδοξα και τις δομικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής, ενός συστήματος που οι προτεραιότητες του ρυθμίζονται με βάση τα συμφέροντα μιας μειοψηφούσας παρασιτικής τάξης και όχι με βάση τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτή η συνθήκη γίνεται ακόμη πιο έντονη μέσα σε περιόδους κρίσης με αποτέλεσμα να βλέπουμε εν καιρώ πανδημίας οι κρατικές δαπάνες να διοχετεύονται κατά κόρον στην ενίσχυση των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων καταστολής και όχι στην ενδυνάμωση του συστήματος υγείας και σε μέτρα πρόληψης. Αντί για προσλήψεις γιατρών και νοσοκόμων, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού στην φετινή ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο επικεντρώθηκαν στις αγορές στρατιωτικών εξοπλισμών με την καταβολή υπέρογκων ποσών δισεκατομμυρίων και στην ενίσχυση των ένοπλων δυνάμεων με 15.000 μόνιμες προσλήψεις μέσα στο φόντο των διακρατικών σφαγείων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και της Μ. Ανατολής. Αντί για την δημιουργία νέων νοσοκομειακών υποδομών μεγάλα ποσά σπαταλήθηκαν σε αποτυχημένα έργα «εξευρωπαϊσμού» και «καλλωπισμού» του κέντρου της πόλης (βλ μεγάλος περίπατος). Αντί για προσλήψεις στα νοσοκομεία χιλιάδες νέες θέσεις προκηρύχθηκαν για την αστυνομία και προωθήθηκε η δημιουργία νέων ειδικών σωμάτων (βλ πανεπιστημιακή αστυνομία). Μέσα σ’ αυτή την συνθήκη, τα καλοταϊσμενα από την κρατική χρηματοδότηση των 20εκ., ΜΜΕ έπαιζαν το παιχνίδι της κυβέρνησης συσκοτίζοντας την κρατική ανευθυνότητα και αναδεικνύοντας αποδιοπομπαίους τράγους ως υπεύθυνους για την διασπορά του ιού: στην αρχή οι υπεύθυνοι ήταν οι απείθαρχοι πολίτες που δεν τηρούσαν τα μέτρα, στην συνέχεια οι νέοι που συνωστίζονταν στις πλατείες και έκαναν διακοπές και τέλος οι μετανάστες που κατονομάστηκαν σε πολλές περιπτώσεις ως υγειονομικές βόμβες.
Το success story της κυβέρνησης που προέβαλλε όλο το προηγούμενο διάστημα την μεγάλη επιτυχία στην διαχείριση του covid 19 έχει πλέον καταρρεύσει. Ο Νοέμβριος εξελίχθηκε στον πιο τραγικό μήνα της πανδημίας με τους θανάτους από κορονοϊό να φτάνουν στους 1780, αριθμός που αποτελεί το 74% των συνολικών θανάτων από την έναρξη της πανδημίας. Η σύγκριση των ελληνικών δεδομένων της πανδημίας που γίνεται κάθε τόσο από κυβερνητικούς εκπροσώπους με δεδομένα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν αποδεικνύει καμία επιτυχία του ελληνικού κράτους αλλά αντίθετα φανερώνει την παταγώδη αποτυχία του παγκόσμιου καπιταλισμού και των κρατικών μηχανισμών να διαχειριστούν την υγειονομική κρίση με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες και την προστασία της δημόσιας υγείας.
Το καμπανάκι είχε χτυπήσει ήδη από τις αρχές Οκτώβρη όταν σημειώθηκε μια επιθετική αύξηση των κρουσμάτων η οποία έφτασε και σε αριθμούς ρεκόρ για την εποχή. Τότε ο Μητσοτάκης δήλωνε πως το σενάριο για ένα δεύτερο lockdown «ήταν σχεδόν αδιανόητο» και μάλιστα τόνιζε πως «τα καθολικά μέτρα φέρνουν τραγικές επιπτώσεις στην οικονομία και μεγάλες αδικίες στην κοινωνία καθώς ο οριζόντιος περιορισμός είναι άδικος αφού εξισώνει διαφορετικά βάρη πάνω στις πλάτες όλων». Παρόλ’ αυτά το lockdown επιβλήθηκε και πάλι ως μια λύση – αντίβαρο στην ανικανότητα του κράτους για την αντιμετώπιση της διασποράς του ιού και στην εγκληματική του αμέλεια για την εφαρμογή ικανοποιητικών όρων πρόληψης και νοσοκομειακής περίθαλψης. Οι πιθανότητες για αυτή την επιλογή μεγάλωναν όσο ο κίνδυνος για την κατάρρευση του κρατικού συστήματος υγείας γινόταν όλο και πιο ορατός.
Όπως είχαμε σημειώσει και σε προηγούμενο κείμενο μας κατά το πρώτο lockdown: «τα κράτη ανάμεσα στην κοινωνική απονομιμοποίηση και την δυσαρέσκεια που θα τους κοστίσουν τα εκατοντάδες χιλιάδες κρούσματα τα οποία δεν θα μπορέσουν να διαχειριστούν τα καταρρακωμένα συστήματα υγείας και τις καταστρεπτικές συνέπειες της απαγόρευσης κυκλοφορίας για την καπιταλιστική κερδοφορία, διαλέγουν προς το παρόν το δεύτερο. Με την σημαντική υποσημείωση, πως γνωρίζουν πολύ καλά το πώς θα μετακυλήσουν τα βάρη των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και του νέου επεισοδίου της καπιταλιστικής κρίσης, στις πλάτες της κοινωνικής πλειοψηφίας των μισθωτών, των ανέργων, της νεολαίας». Κι αυτή την φορά, τα περισσότερα κράτη συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού ακολούθησαν την ίδια τακτική με την διαφορά πως σ’ αυτή την περίπτωση προσπάθησαν μέχρι την ύστατη στιγμή ώστε να αποτρέψουν για δεύτερη φορά το πάγωμα της καπιταλιστικής οικονομίας. Έτσι, η απόφαση για την απαγόρευση της κυκλοφορίας λήφθηκε μόνο όταν ήταν πλέον βέβαιο για τους κρατικούς αξιωματούχους πως η κατάσταση είχε ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο τους και το σύστημα υγείας θα κατάρρεε σύντομα. Το σενάριο που ακούγεται συχνά το τελευταίο διάστημα για διαδοχικά κυλιόμενα lockdown μέχρι να αποκτηθεί ένα ικανοποιητικό ποσοστό ανοσίας μέσω του εμβολίου προεικονίζει ακριβώς την συνέχεια αυτής της τακτικής. Το κράτος θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει την ίδια εγκληματική πολιτική με όλες τις ανεπάρκειες και τις αντιφάσεις που περιγράφηκαν παραπάνω, θα ανοίγει την οικονομία για μικρά χρονικά διαστήματα ή θα ανοίγει συγκεκριμένους κλάδους που έχουν ζήτηση ανάλογα με την εποχή ώστε να κινηθεί η αγορά και όταν το σύστημα υγείας θα φτάνει στα όρια του θα επιβάλει και πάλι τον μαζικό εγκλεισμό. Στο μεταξύ τα κρούσματα και οι θάνατοι θα αυξάνονται και οι αντοχές του συστήματος υγείας θα εξαντλούνται ολοένα και περισσότερο.
Στην παρούσα κατάσταση, εδώ και έναν μήνα, το Εθνικό Σύστημα Υγείας παρουσιάζει εικόνα διάλυσης. Οι δηλώσεις πως το σύστημα υγείας «έχει αντέξει και θα αντέξει» απέχουν κατά πολύ από την πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι πως το σύστημα υγείας έχει καταρρεύσει και οι εργαζόμενοι δίνουν μια μεγάλη μάχη για να περισώσουν ό,τι είναι δυνατόν. Το τελευταίο διάστημα η πληρότητα στις ΜΕΘ στην Β. Ελλάδα έχει φτάσει σε πολλές περιπτώσεις το 100% ενώ στο σύνολο της επικράτειας έχει αγγίξει το 87%. Αλλά ακόμη και οι πρόσθετες Μονάδες Εντατικής Θεραπείας που δημιουργούνται πρόχειρα και με το σταγονόμετρο καταλαμβάνοντας πτέρυγες άλλων ειδικοτήτων, χειρουργικές αίθουσες, και αίθουσες ανάνηψης δεν μπορούν να λειτουργήσουν με την απαιτούμενη επάρκεια λόγω της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού. Είναι προφανές πως η δημιουργία ΜΕΘ δεν προϋποθέτει μόνο νέες κλίνες και μηχανήματα αλλά πολύ περισσότερο τους εξειδικευμένους γιατρούς και νοσηλευτές/τριες και σ’ αυτό το σκέλος οι ελλείψεις είναι τεράστιες και ο σχεδιασμός ανύπαρκτος. Οι προσλήψεις που έγιναν αποτελούν μια σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες του συστήματος υγείας γενικά, πόσο μάλλον σε περίοδο πανδημίας. Αντί λοιπόν για τις απαραίτητες προσλήψεις και την αύξηση του αριθμού των κλινών η στρατηγική της κυβέρνησης περιλαμβάνει αεροδιακομιδές και έτοιμα τρένα για την μεταφορά ασθενών με κορονοϊό από την Θεσσαλονίκη προς την Αθήνα, πρακτικές για τις οποίες πολλοί γιατροί έχουν εκφράσει την ανησυχία τους. Παράλληλα με όλη αυτή την κατάσταση, η κανονική λειτουργία των νοσοκομείων έχει παρουσιάσει σοβαρά προβλήματα. Η λειτουργία των εξωτερικών ιατρείων έχει ανασταλεί σε πολλά νοσοκομεία και τα περισσότερα προγραμματισμένα χειρουργεία αναβάλλονται, ένα γεγονός που αν δεν μαρτυρεί από μόνο του την κατάρρευση του συστήματος υγείας, αν μη τι άλλο μαρτυρεί την δολοφονική πολιτική του κράτους.
Η κατάρρευση του κρατικού συστήματος υγείας αντανακλάται και στην αύξηση του αριθμού των θανάτων καθημερινά. Πολλές είναι οι δηλώσεις γιατρών και νοσοκόμων που αναφέρουν περιπτώσεις διασωληνώσεων και θανάτων από κορονοϊό σε απλούς θαλάμους θεραπείας λόγω της πληρότητας στις ΜΕΘ. Ο δείκτης της θνητότητας έχει αυξηθεί σε σχέση με την άνοιξή και η ελλάδα βρίσκεται πλέον στην 4η θέση ανάμεσα στα κράτη της Ε.Ε σε ποσοστό θανάτων σε σχέση με τα καταγεγραμμένα κρούσματα. Είναι εμφανές πως η αύξηση των θανάτων οφείλεται και στις συνθήκες νοσηλείας των ασθενών οι οποίες χαρακτηρίζονται από όλες τις ελλείψεις και τα προβλήματα που αναφέραμε. Μπορούμε εύκολα να εξάγουμε το συμπέρασμα πως σε διαφορετικές συνθήκες πολλές ζωές θα μπορούσαν να είχαν σωθεί.
Οι πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησης η οποία συνεχίζει να εφαρμόζει την θανατοπολιτική της εις βάρος της δημόσιας υγείας και των λαϊκών αναγκών είναι μεγάλες. Από την άλλη πλευρά οι βαρύγδουπες ανακοινώσεις και οι καταγγελίες από την πλευρά της αντιπολίτευσης για τις ελλείψεις και τις ανεπάρκειες του ΕΣΥ μπορούν να προκαλέσουν μόνο θυμηδία. Κόντρα λοιπόν στην βραχύβια μνήμη που διαθέτουν οι παλαιοί κυβερνώντες και οι ακολουθητές τους, εμείς θα υπενθυμίσουμε το αυτονόητο: η σημερινή κατάσταση στο κρατικό σύστημα υγείας δεν έπεσε από τον ουρανό. Όλοι όσοι έχουν χρειαστεί να νοσηλευτούν, να εξεταστούν ή να κάνουν κάποιο χειρουργείο σε κρατικό νοσοκομείο έχουν γνωρίσει από πρώτο χέρι τις ανεπάρκειες, τις ελλείψεις και τις καθυστερήσεις που χαρακτηρίζουν το ΕΣΥ, οι οποίες και προτού εκδηλωθεί η πανδημία είχαν αποβεί μοιραίες για πολλές ανθρώπινες ζωές. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει επιβαρυνθεί καθώς μέσα στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών που εφαρμόστηκαν από όλες τις κυβερνήσεις από το 2010 έως και σήμερα, έχει κοπεί το 1/3 της συνολικής χρηματοδότησης προς το ΕΣΥ και έχουν μειωθεί κατά 25.000 οι εργαζόμενοι του με τις απολύσεις στον σωρό που διενεργούνταν όλο αυτό το διάστημα.
Κατά τα 4,5 χρόνια της μνημονιακής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν είδαμε καμία βελτίωση στο ΕΣΥ και το χρεοκοπημένο μοντέλο του οικονομικού κεϋνσιανισμού που βρισκόταν στην προεκλογική ατζέντα του κόμματος δεν εφαρμόστηκε επ’ ουδενί, ακριβώς λόγω της ασυμβατότητας του με τα σύγχρονα καπιταλιστικά δεδομένα. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση εφάρμοσε χωρίς κανένα δισταγμό τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις της λιτότητας σε πλήρη αρμονία με τους μνημονιακούς προϋπολογισμούς και την συμφωνημένη με τους «δανειστές» δημοσιονομική στρατηγική. Αυτό που θυμόμαστε από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι προσλήψεις και ενδυνάμωση του ΕΣΥ αλλά οι διεκδικήσεις των χιλιάδων συμβασιούχων εργαζομένων στον τομέα της Υγείας για μονιμοποίηση που έπεσαν στο κενό και οι αγώνες των καθαριστριών των νοσοκομείων που απολύθηκαν χάνοντας βίαια την θέση εργασίας τους. Οι δε «πομπώδεις διακηρύξεις» των πρώην κυβερνώντων για την κατάργηση του περίφημου «5ευρου» προσκρούουν πάνω στις αντικοινωνικές αντιασφαλιστικές πολιτικές (νόμος Κατρούγκαλου) που εφάρμοσαν οι μνημονιακοί σοσιαλδημοκράτες εγκληματίες όπως την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών που αντιστάθμισαν την χασούρα από το 5ευρω, μια χασούρα που την υφάρπαξαν από την κοινωνική βάση στο πολλαπλάσιο.
Σ’ αυτό το σημείο να κάνουμε μια επισήμανση σχετικά με ένα ζήτημα το οποίο έχει έρθει έντονα στο προσκήνιο: το ζήτημα των επιτάξεων των ιδιωτικών νοκοκομείων. Είναι γεγονός πως το τελευταίο διάστημα η έννοια της επίταξης ορίζεται και χρωματίζεται πολιτικά και ιδεολογικά από τον καθένα με διαφορετικό τρόπο. Η κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη πως τα περιθώρια των κρατικών νοσοκομείων έχουν εξαντληθεί σε περιοχές όπως η Θεσσαλονίκη προχώρησε στην «επίταξη» ιδιωτικών κλινών αρχικά για την νοσηλεία απλών περιστατικών και στην συνέχεια και για την εισαγωγή κρουσμάτων με κορονοϊό. Αυτό όμως που συνέβη στην πραγματικότητα ήταν η ενοικίαση των κλινών των ιδιωτικών νοσοκομείων, μια αγορά υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα από το κράτος ώστε να καλυφθούν οι ελλείψεις του εθνικού συστήματος υγείας. Μάλιστα η ενοικίαση αυτή έγινε όχι σε τιμές κόστους άλλα οι αποζημιώσεις που δόθηκαν εξασφάλισαν ένα ικανοποιητικό κέρδος για τους κλινικάρχες. Όπως δήλωσε άλλωστε και κυβερνητικό στέλεχος «η επίταξη σημαίνει μεγάλο κόστος για το δημόσιο». Την ίδια στιγμή προβάλλονται αιτήματα από κόμματα της αντιπολίτευσης για πλήρη ένταξη των ιδιωτικών νοσοκομείων στο κρατικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η χρήση ιδιωτικών υπηρεσιών από την πλευρά του κράτους έναντι αποζημιώσεων για την κάλυψη των αδυναμιών του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κάποιου είδους «κοινωνική πολιτική» αλλά ως μια λύση ανάγκης που προστάζει την «συνεργασία» με τον ιδιωτικό τομέα. Το πλαίσιο αυτής της συνεργασίας δεν μετασχηματίζεται αλλά ρυθμίζεται από το ίδιο το κράτος και ορίζεται μέσα στην εκμεταλλευτική συνθήκη του καπιταλισμού η οποία τοποθετεί τα συμφέρονται των λίγων πάνω από την προστασία του αγαθού της δημόσιας υγείας το οποίο έχει ανάγει σε εμπόρευμα. Από συνδικαλιστική σκοπιά, μέσα στην παρούσα συνθήκη θα ταχθούμε σύμμαχοι στις διεκδικήσεις των εργαζομένων των νοσοκομείων που ζητούν την συμπερίληψη ιδιωτικών κλινών στο κρατικό σύστημα υγείας αφενός πάνω στην βάση της ελάφρυνσής τους από τον εφιάλτη που ζουν μέσα στους εντατικοποιημένους ρυθμούς εργασίας και αφετέρου πάνω στην βάση της δυνατότητας παροχής περίθαλψης σε περισσότερους ανθρώπους που χρήζουν νοσηλείας. Εμείς από την πλευρά μας ως πολιτικός πυρήνας αναρχικών δεν προωθούμε προγραμματικά την κρατική επίταξη των ιδιωτικών νοσοκομείων. Προτάσσουμε και αγωνιζόμαστε για την ολική κοινωνική επίταξη εξίσου των ιδιωτικών και κρατικών νοσοκομείων, την διαχείριση τους από τους ίδιους τους εργαζομένους και την ομοσπονδιακή οργάνωση ενός πραγματικά δημόσιου και ελεύθερα προσβάσιμου συστήματος υγείας, με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες. Είμαστε πεπεισμένοι/ες πως μέσα στο ισχύον οικονομικό και πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εφευρεθεί καμία τέτοια λύση για την ελεύθερη, ισότιμη και καθολική πρόσβαση στην υγεία.
Η ευθύνη για την δολοφονική τροχιά που έχει πάρει η πανδημία και την εγκληματική πολιτική που ακολουθείται σε εγχώριο αλλά και σε διεθνές επίπεδο εντοπίζεται στις ρίζες του σημερινού πολιτικού και οικονομικού συστήματος που βασίζεται πάνω στην εκμετάλλευση και την καταπίεση. Παντού ανά την υφήλιο, τα κράτη υπό την όποια πολιτική διαχείριση -δεξιά ή αριστερή, φιλελεύθερη ή σοσιαλδημοκρατική- αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν την υγειονομική κρίση με όρους που δεν περιστέλλουν κοινωνικές ελευθερίες και δεν καταπατούν ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει διαφορετικά μέσα σε ένα σύστημα που έχει στηρίζει την ίδια του την δημιουργία και την ύπαρξη πάνω στο θάνατο, την εκμετάλλευση και την καταπάτηση των αναγκών και των ελευθερίων της μεγάλης πλειοψηφίας των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Σε περιόδους κρίσης τα κράτη και οι καπιταλιστές εμφανίζουν το πιο αδηφάγο πρόσωπο τους και οι αντιθέσεις του καπιταλισμού οξύνονται. Έτσι και στην κρίση που βιώνουμε σήμερα, στο επίκεντρο της πολιτικής διαχείρισης των κρατών βρίσκεται η οικονομική, κοινωνική και βιολογική εξόντωση των ανθρώπων των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, όλων εκείνων που αποτελούν τους αναλώσιμους υπηκόους της πολιτείας τους, εκείνων που αποτελούν ένα γρανάζι στην μηχανή του καπιταλισμού που όταν δεν επιτελεί με αποτελεσματικότητα το έργο του ή όταν περισσεύει το πετάνε.
Η πανδημία αξιοποιείται ως μια χρυσή ευκαιρία από το κράτος που βρίσκει μέσα από την εφαρμογή της δολοφονικής πολιτικής διαχείρισης του νέους δρόμους και νέα εργαλεία για να επιβάλλει ανεμπόδιστα την καθολική κυριαρχία του και τους αντικοινωνικούς σχεδιασμούς του. Η ευκαιρία αυτή που χρησιμοποιείται από το κράτος έρχεται μέσα σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο που προσδιορίζεται από την υφεσιακή τροχιά που χαρακτηρίζει την πορεία της παγκόσμια οικονομίας ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Μέσα στο εν εξελίξει νέο και πιο ισχυρό επεισόδιο της 12ετούς πλέον παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, είναι σαφές πως οι κρατικές και καπιταλιστικές ζημίες θα επιχειρηθούν να καλυφθούν για ακόμη μια φορά με τις θυσίες και την οικονομική λεηλασία των προλεταριακών στρωμάτων. Βέβαια σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι υφιστάμενοι συσχετισμοί δύναμης στον ταξικό και κοινωνικό ανταγωνισμό είναι εκείνοι που καθορίζουν το εάν μια κρίση σαν αυτή που βιώνουμε θα εξελιχθεί εις βάρος ή προς όφελος των εκμεταλλευομένων. Στην παρούσα περίοδο εκτός από την κοινωνική νηνεμία και την πτώση των κοινωνικών και ταξικών αντιστάσεων που επικρατεί τουλάχιστον την τελευταία 6ετία, είναι και το επιβαλλόμενο καθεστώς της απαγόρευσης της κυκλοφορίας και των συναθροίσεων που αποδυναμώνει την ισχύ και την μαζικότητα των αγώνων και στρατολογείται προσχηματικά για την εκ προοιμίου καταστολή τους.
Και σ’ αυτό το σημείο ακριβώς, της απονέκρωσης του ζωντανού αγώνα και της άμεσης αντίστασης, έγκειται το μεγάλο πάτημα για την κρατική και καπιταλιστική επέλαση με την επιβολή μέτρων που σε άλλες περιόδους θα φάνταζαν μακρινά όνειρα ακόμα και στον πιο αισιόδοξο τιμητή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Μέσα στις συνθήκες κοινωνικού νεκροταφείου που έχουν επιβληθεί, με τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις να έχουν απαγορευτεί, το ελληνικό κοινοβούλιο από το πρώτο lockdown έως και σήμερα έχει ψηφίσει μια σειρά από αντιδραστικά, αντεργατικά και αντικοινωνικά νομοσχέδια και μέτρα. Τα αντιεκπαιδευτικά νομοσχέδια, το νομοσχέδιο που θεσμοθέτησε την περαιτέρω λεηλασία της φύσης προς όφελος των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, ο νόμος για την απαγόρευση των διαδηλώσεων, ο νέος πτωχευτικός κώδικας και εσχάτως το αντεργατικο/αντιαπεργιακό νομοσχέδιο που θεσμοθετεί την 10ωρη εργασία και βάζει νέους πιο ισχυρούς φραγμούς στις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις αποτελούν τους πρώτους σταθμούς στον δρόμο του νέου κύκλου επιβολής νεοφιλελεύθερων μέτρων λιτότητας και αφαίμαξης του κοινωνικού πλούτου για την σωτηρία του συστήματος. Τα χειρότερα έπονται και θα έρθουν στην επιφάνεια στο αμέσως επόμενο διάστημα όταν ξεδιπλωθούν σε όλο τους το μέγεθος οι συνέπειες του νέου επεισοδίου της κρίσης.
Η ένταση της κρατικής καταστολής και πριν και μετά την εκδήλωση της νέας μεγάλης ύφεσης έρχεται ως ένα αναμενόμενο και αναγκαίο επακόλουθο της όξυνσης της ταξικής εκμετάλλευσης και των νέων δυσβάστακτων μέτρων και περιορισμών που πλήττουν και θα πλήξουν τα λαϊκά στρώματα. Ο γενικός σχεδιασμός της αστυνόμευσης και της κρατικής καταστολής καθοδηγείται σε κάθε περίοδο από τους τακτικούς και στρατηγικούς στόχους του κράτους και δεν επαφίεται ούτε στις «ιδεολογικές εμμονές» και την αυταρχικότητα της εκάστοτε κυβέρνησης ούτε στην αυθαιρεσία των έμμισθων φρουρών της. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο και από την πρόσφατη εγχώρια εμπειρία πως πριν από την εκδήλωση μεγάλων κρίσεων τα κράτη οργανώνουν την εσωτερική τους άμυνα, οξύνουν το επίπεδο καταστολής και προσπαθούν μέσω της έντασης της κρατικής βίας να περάσουν το μήνυμα της παντοδυναμίας τους ενόψει των μελλοντικών ταξικών και κοινωνικών αγώνων που θα πυροδοτηθούν, προσπαθούν να τρομοκρατήσουν μέσω της διασποράς του φόβου και να καταστείλουν κάθε ριζοσπαστική και ανατρεπτική φωνή μέσα στην κοινωνία.
Στην παρούσα περίοδο, η επιβολή της κρατικής παντοδυναμίας δια του ροπάλου και οι σχεδιασμοί προληπτικής αντιεξέγερσης και αντεπανάστασης βρίσκονται σε πλήρη εφαρμογή. Ο κρατικός μηχανισμός αξιοποιώντας την υγειονομική κρίση προσθέτει νέα όπλα στην φαρέτρα της καταστολής και του κοινωνικού ελέγχου. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας, η απαγόρευση των συναθροίσεων, των συγκεντρώσεων και των διαδηλώσεων, η οικονομική καταστολή του προστίμου που έρχεται να προστεθεί στην φυσική καταστολή αποτελούν νέα στοιχεία της δυστοπικής πραγματικότητας την οποία βιώνουμε. Όλα τα παραπάνω εφαρμόζονται υπό τον μανδύα της υγειονομικής προστασίας η οποία επιβάλλεται με τα γκλομπ των μπάτσων, την αστυνομοκρατία στις πόλεις, τους ξυλοδαρμούς, τις συλλήψεις στο σωρό και τον συνωστισμό των συλληφθέντων στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ. Τα πρόσφατα παραδείγματα της 17ης Νοεμβρίου και 6ης Δεκέμβρη, που φέτος χαρακτηρίστηκαν από τις απαγορεύσεις των διαδηλώσεων και των συγκεντρώσεων, την κυριαρχία των αστυνομικών δυνάμεων στις περισσότερες πόλεις, την καταστολή και τις συλλήψεις, θα πρέπει να μας εγείρουν προβληματισμούς και να μας οδηγήσουν σε γόνιμα συμπεράσματα για την συνέχεια.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα διαψεύδει την θεωρία πως το επίπεδο και η ένταση της κρατικής καταστολής αναβαθμίζεται όταν οι αντιστάσεις οξύνονται, ριζοσπαστικοποιούνται και λαμβάνουν εξεγερτικές διαστάσεις. Αντιθέτως, πάνω στην υποχώρηση των αγώνων και στην απουσία μαχητικής αντίστασης πατάει ο κρατικός μηχανισμός ώστε να επιβάλλει την παντοδυναμία του. Οι υλικοί συσχετισμοί δύναμης στο πεδίο της σύγκρουσης διαμορφώνουν τους όρους του αγώνα, τις δυνατότητες των αντιπάλων και κατά συνέπεια την στρατηγική που θα ακολουθήσουν. Δεν αγωνιζόμαστε για την διεκδίκηση και την κατοχύρωση του “δημοκρατικού δικαιώματός μας στην διαδήλωση” αλλά προτάσσουμε την κοινωνική, ταξική και πολιτική αναγκαιότητα να εκφράζουμε το δίκιο του αγώνα μας στον δρόμο, είτε αυτό χαρακτηρίζεται νόμιμο είτε παράνομο. Αυτό το δίκαιο περιφρουρείται με την συγκρότηση συλλογικών δομών αυτοάμυνας, την σοβαρή οργάνωση και την συντροφική αλληλοπροστασία και όχι με την καταγγελία ή την απόσυρση από τον αγώνα με το ταυτόχρονο χτίσιμο προσχημάτων και απόδοσης ευθυνών σε κάθε άλλον πέρα από τον εαυτό μας.
Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, έπειτα από τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις και τα συγκρουσιακά γεγονότα του 2006-7 με αφορμή την αναθεώρηση του άρθρου 16, την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008 και την διετία 2010-12, έχει σε μεγάλο βαθμό κερδηθεί από το κράτος η δυνατότητα να επιβάλλεται στον δρόμο διαμέσου των ένοπλων υπηρετών του, να διαλύει διαδηλώσεις και να μην εισπράττει τα δέοντα. Ο βασικότερος λόγος εντοπίζεται στην απογοήτευση μεγάλων κοινωνικών τμημάτων με ριζοσπαστική συνείδηση που δεν βρήκαν μια ελευθεριακή διέξοδο σε όλους αυτούς τους αγώνες, που αποστρατεύτηκαν και εγκατέλειψαν την κάθοδο στους δρόμους, αφού δεν μπόρεσαν να οργανωθούν σε αναρχικές, ταξικές και επαναστατικές βάσεις. Ταυτόχρονα, μεγάλη ευθύνη φέρουν οι “κινηματικοί” νεροκουβαλητές της κυβέρνησης σύριζα που επί 4 χρόνια επιχειρούσαν τον κατευνασμό της έντασης των αγώνων και δεν έχαναν ευκαιρία να καταδικάσουν κάθε μαχητική δράση σαν «αδιέξοδο εξεγερτισμό», ακόμη κι αν αυτή δεν στερούνταν ταξικών αναφορών, κοινωνικής απεύθυνσης και επαναστατικών προταγμάτων. Μια στάση, που αποδείχτηκε καθαρά οπορτουνιστική, αφού τον καιρό της διακυβέρνησης της Ν.Δ. οι ίδιες δυνάμεις εξαντλούν την θεματολογία τους στην «ακροδεξιά» κατασταλτική στρατηγική της «φασιστικής Ν.Δ.» αγκαλιάζοντας κάθε «αδιέξοδο εξεγερτισμό» απ’ όπου κι αν προέρχεται, αρκεί να μην στερείτε (όχι ταξικών), αλλά αντι-νδ αναφορών.
Μέσα στις σημερινές πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που προεικονίζουν μεγάλες εκρήξεις κοινωνικής οργής και ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό θα πρέπει να διδαχθούμε από τις αστοχίες και τις ανεπάρκειες του παρελθόντος, να σπάσουμε το κλίμα φόβου που επικρατεί και να ξαναστρώσουμε το μονοπάτι της οργάνωσης και της μαχητικής αντίστασης. Η συγκεκριμένη προσπάθεια για να καταστεί επιτυχής και αποτελεσματική, για να μην καταλήξει πάλι στην αφομοίωση και την απογοήτευση θα πρέπει να βασίζεται σε γερά οργανωτικά, αξιακά και πολιτικά θεμέλια. Η αναβάθμιση και η πύκνωση της δράσης και της κοινωνικής μας παρέμβασης σε συνδυασμό με την προώθηση της οργάνωσης σε πολιτικό και ταξικό/κοινωνικό επίπεδο, καθώς και η συγκρότηση ενός επαναστατικού σχεδιασμού και προγράμματος αποτελούν σημαντικά επίδικα για την επαναστατική και ταξική πάλη. Αποτελούν προϋποθέσεις για την επιτυχία του αναρχικού αγώνα.
Καμία κοινωνική επανάσταση στην ιστορία δεν πραγματοποιήθηκε δίχως την από τα πριν προετοιμασία των θεμελίων της μελλοντικής κοινωνίας, των οργανωτικών κυττάρων της, των ποιοτικών χαρακτηριστικών της, όλων αυτών των στοιχείων που αποκρυσταλλώνονται και αναπτύσσουν τις πιο προχωρημένες μορφές τους μέσα στην ζωντανή κοινωνική εξέλιξη και την ολοκλήρωση της επαναστατικής μετάβασης. Η σκιαγράφηση της μετεπαναστατικής κοινωνίας που προτάσσουμε δεν θα πρέπει να γίνεται αφηρημένα. Μπορεί να αποκτήσει ρεαλιστική ισχύ μέσα από την συγκεκριμενοποίηση της σε έναν σύγχρονο προγραμματικό και στρατηγικό σχεδιασμό που μόνο μια πλατιά αναρχική πολιτική οργάνωση μπορεί να αναπτύξει. Ωστόσο, δεν αρκεί μια τέτοια οργάνωση αν το πρόταγμα, το σχέδιο, η ιδέα μιας νέας κοινωνίας δεν ζωντανέψει ως επαναστατική προοπτική μέσα στην καρδιά της ίδιας της εργατικής τάξης και όλης της εκμεταλλευόμενης κοινωνίας. Η αναρχική κοινωνία δεν επιβάλλεται από αποκομμένες ελίτ, γιατί τότε ούτε αναρχική, ούτε κοινωνία πραγματικής ισότητας θα είναι. Ας παλέψουμε με σχέδιο σε όλα τα πεδία των μαχών: κοινωνικά, ταξικά, πολιτικά. Ο θρίαμβος της Κοινωνικής Επανάστασης θα είναι θρίαμβος για όλη την ανθρωπότητα. Είναι στο χέρι μας να τα καταφέρουμε.
Οργάνωση τώρα
Αγώνας για την Κοινωνική Επανάσταση, την Αναρχία, την Ελεύθερη και Αταξική κοινωνία