Προλογικό σημείωμα του Α’ τεύχους “Ανθολογίου” της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων-Καματερού
1. Σε περιόδους κρίσιμων ιστορικών καμπών και κρίσεων, οι κοινωνικές και πολιτικοοικονομικές μεταβολές γίνονται καταιγιστικές και αφήνουν καθοριστικά αποτυπώματα στο μέλλον. Η μετάβαση από την μία “κατάσταση πραγμάτων” στην άλλη πραγματώνεται μέσα από ραγδαίες εξελίξεις και αλλαγές, ωστόσο η παγίωση των νέων κοινωνικών μορφών κατασταλάζει και αποκτά συνοχή σταδιακά, μέσα από μεγάλα “σκαμπανεβάσματα” και ιστορικά “πισωγυρίσματα”, τα οποία διατρέχουν όλο το διάστημα της διαλεκτικής σύγκρουσης μεταξύ της προγενέστερης κατάστασης και της νέας, που τείνει να την διαδεχθεί.
Ο καπιταλιστικός κόσμος όπως τον γνωρίζαμε αργοπεθαίνει στην παρακμή. Αποσαθρώνεται από τις εγγενείς του αντιφάσεις και σαρώνεται από την εκκωφαντική δύναμη της ιστορικής κίνησης. Οι κοσμοϊστορικές αλλαγές των καιρών απαιτούν και συνάμα επισπεύδουν τον ερχομό μιας “νέας πραγματικότητας” που σιγά σιγά ξεπροβάλει στον κοινωνικό ορίζοντα, θρυμματίζοντας ιδεολογήματα, κατεδαφίζοντας βεβαιότητες και πετώντας στα αζήτητα προβλέψεις του παρελθόντος. Οι διάφορες μορφές αυτής της “νέας πραγματικότητας”, αυτού του νέου οικονομικού και πολιτικού σχηματισμού που θα αποκτήσουν οι ανθρώπινες κοινωνίες στο ιστορικό σταυροδρόμι του αιώνα που βαδίζουμε, δεν προδιαγράφονται νομοτελειακά σε πολιτικές προφητείες και ιδεολογικά δοκίμια, αλλά αντίθετα ως άγνωστες μεταβλητές προσλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά της διαρκούς εξέλιξης των ίδιων των κοινωνιών και της προαιώνιας πάλης των τάξεων στο εσωτερικό τους.
Το “τέλος των ιδεολογιών” και το “τέλος της ιστορίας” για τα οποία θριαμβολογούσαν κάποτε οι νεοφιλελεύθεροι εκπρόσωποι του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αναθεωρούνται πλέον από τους ίδιους τους εκφραστές τους. Η ντετερμινιστική ανάγνωση της κοινωνικής κίνησης και η αναγνώριση του καπιταλισμού ως στατικού τέλματος της ιστορίας εγκαταλείπεται στον κάλαθο της ιδεολογικής χρεοκοπίας, εκεί που η ιστορία τοποθέτησε τους μαρξιστικούς “νόμους” που διατυπώθηκαν από το εξουσιαστικό ρεύμα του σοσιαλιστικού κινήματος, το οποίο οι αναρχικοί κατατρόπωσαν ήδη από τον καιρό της Α’ Διεθνούς Ένωσης των Εργαζομένων.
Ένα σύνολο εννοιών που άλλοτε δέσποζαν στον πολιτικό λόγο και τις κοινωνικές επιστήμες για να εκφράσουν τους μύχιους πόθους της αστικής τάξης είτε αφανίστηκαν, είτε χρεοκόπησαν από την αμείλικτη ιστορική κίνηση: “παγκοσμιοποίηση”, “μετανεωτερικότητα”, “ευρωπαϊκή ολοκλήρωση”, “κοινωνική κινητικότητα”, “λιγότερο κράτος” έχασαν το περιεχόμενο τους και υποχώρησαν από σημαίες ενός κόσμου που μεταβαίνει σε μια υποτιθέμενη “μεταβιομηχανική εποχή” σε απλά ιδεολογικά κατασκευάσματα, σε νοητά υποδείγματα μιας επιθυμητής τροχιάς της ιστορίας για την κυρίαρχη τάξη, που ποτέ δεν επιβεβαιώθηκε από την εξελικτική πορεία των κοινωνιών, των ταξικών αντιθέσεων και των διακρατικών συγκρούσεων.
Η “αποβιομηχάνιση” και η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες δεν συρρίκνωσαν την εργατική τάξη, δεν οδήγησαν σε νέες μορφές απασχόλησης ικανές να απορροφήσουν το “παραδοσιακό προλεταριάτο” και να αναδείξουν νέα “επαναστατικά υποκείμενα”, ούτε αποτέλεσαν προάγγελο ενός νέου μοντέλου παραγωγής. Η αλλαγή του τρόπου παραγωγής σηματοδοτεί το πέρασμα σε έναν νέο κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό (ταξικό ή αταξικό) που θα διαμορφωθεί όχι ως αυτοτελές προϊόν της τεχνολογικής εξέλιξης, αλλά ως απότοκο του ταξικού πολέμου, των εκδηλώσεων του ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην πιο προχωρημένη μορφή τους.
Η αντίληψη, κατά βάση ιδεολογική, που ερμηνεύει την ιστορία ως στατική, όπως και η αντίληψη για τον τελεολογικό προορισμό της προς έναν προκαθορισμένο και ιδεολογικά οριοθετημένο τερματικό σταθμό, αντιβαίνει τους αμετακίνητους κοινωνικούς νόμους της αέναης εξέλιξης. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, ακριβώς όπως και η φύση, δεν καθηλώνονται στην ακινησία και δεν μένουν αμετάβλητες στην συνεχή ροή του χρόνου που πάντα βαίνει προς τα εμπρός. Δεν γίνεται, λοιπόν, να προβλέψουμε με ακρίβεια την τροπή της κοινωνικής εξέλιξης, ούτε να προδιαγράψουμε τα στάδια, τις μορφές και τις αντιφάσεις μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης που αναπόφευκτα θα διαδεχθεί την υπάρχουσα. Δεδομένου ότι καύσιμα εξέλιξης αποτελούν οι ίδιες οι κοινωνίες, η βούληση των ανθρώπων και η πάλη των τάξεων (αφού η κοινωνία δεν είναι ενιαία), γνωρίζουμε πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, συνεπώς και η εξέλιξη της κοινωνίας προς έναν ελευθεριακό και αταξικό βίο δεν αποτελεί μια ουτοπική προσδοκία. Οι νόμοι της ιστορικής κίνησης μπορούν αφενός να διαψεύσουν τις ιδεολογικές βεβαιότητες για το μέλλον, και αφετέρου να καταρρίψουν την ανορθολογική πεποίθηση ότι οι εξουσίες, οι κοινωνικές καταπιέσεις και τα ταξικά οικονομικά συστήματα θα υπάρχουν για πάντα (όπως βέβαια, δεν υπήρχαν και από πάντα). Να καταρρίψει την κυρίαρχη μυθολογία ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς κράτος και ότι είναι “ανέφικτο” να υπάρξουν κοινωνίες δομημένες στην ισότητα.
Η έννοια της “προόδου” είναι συνυφασμένη με την κοινωνική ανάπτυξη. Απροσδιόριστα, είναι μια έννοια χωρίς ηθικό πρόσημο και προταγματικό φόρτιο, καθώς η πρόοδος, η κίνηση προς τα εμπρός, δεν συνεπάγεται από μόνη της την κίνηση προς μια “καλύτερη” ή “χειρότερη” κοινωνική κατάσταση. Λόγου χάρη, η σύνδεση της “προόδου” στις σύγχρονες κοινωνίες με την ανάπτυξη των επιστημών, των παραγωγικών δυνάμεων και των υψηλών τεχνολογιών ποτέ δεν ταυτίστηκε με την καθολική κοινωνική ευημερία. Η επιστήμη δεν είναι μια “οντότητα” που υπερβαίνει τον ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας. Είναι μια παραγωγική δύναμη εξαρτημένη από το κράτος και υπαγόμενη στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Οι τεχνολογικές εφαρμογές βρίσκονται στην άμεση υπηρεσία του κεφαλαίου και επενεργούν στην αύξηση της κερδοφορίας του και την μείωση του εργατικού κόστους.
Οι φιλελεύθεροι τιμητές του εκμεταλλευτικού κεφαλαιοκρατικού συστήματος διακηρύττουν με ιδιαίτερο μένος απέναντι στην εργατική τάξη ότι μια κοινωνία ισότητας είναι “καταδικασμένη να αποτύχει”, προσδιορίζοντας την ισότητα ως συνώνυμο της “κοινωνικής στασιμότητας”. Σαν παράδειγμα χρησιμοποιούν τα σοσιαλιστικά κράτη που οικοδομήθηκαν τον προηγούμενο αιώνα και στα οποία αναδύθηκαν νέες μορφές ανισοτήτων, κρατικού αυταρχισμού και ολοκληρωτισμού. Παράλληλα, περιγράφουν την ισότητα ως μια μη λειτουργική συνθήκη κοινωνικής ανάπτυξης αντλώντας αυθαίρετα παραδείγματα από την φύση και τις “κοινωνίες” των ζώων. Προβάλλουν την ανθρώπινη κοινωνία σαν ένα άθροισμα εγωιστικών όντων που αντιπαλεύουν το ένα το άλλο για την επιβίωση, εξισώνοντας τον άνθρωπο με τα άγρια ζώα. Για να νομιμοποιήσουν το εκμεταλλευτικό τους σύστημα υμνούν τον ατομικισμό και αναδεικνύουν την ανταγωνιστικότητα των ατόμων ως εγγενή στην ανθρώπινη φύση, ανασύροντας ενισχυτικά στο θεώρημα τους αναχρονιστικές αντιλήψεις των “πατερικών” τους κειμένων (π.χ. Άνταμ Σμιθ).
Οι φιλελεύθεροι τιμητές του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής υποστηρίζουν ότι ο “ελεύθερος ανταγωνισμός” στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς πυροδοτεί την κίνηση και την “κοινωνική πρόοδο” αποσιωπώντας με απροκάλυπτο τρόπο ότι όλα τα “επιτεύγματα” που οικειοποιείτε ο καπιταλισμός και καυχιέται η αστική τάξη, είναι προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας. Η κατευθυνόμενη από το καπιταλιστικό σύστημα, ραγδαία επιστημονική πρόοδος δεν προσέφερε στις κοινωνίες καμία ταξική εξίσωση και καμία άμβλυνση των ανισοτήτων. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα, που δημιουργήθηκαν από την εργασία δισεκατομμυρίων άγνωστων και γνωστών ανθρώπων ανά τους αιώνες, δεν αξιοποιήθηκαν καθολικά με τρόπο κοινωνικά χρήσιμο αλλά ως μέσο κερδοφορίας για πολυεθνικές και αφεντικά. Στους τραπεζικούς λογαριασμούς μιας παρασιτικής κοινωνικής μειοψηφίας καταλήγει σχεδόν το σύνολο του αμύθητου πλούτου των αγαθών που στην εποχή μας ανέρχεται σε δυσθεώρητα ύψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπερσυσσώρευση του πλούτου έχει οδηγήσει στην κορυφή της παγκόσμιας ταξικής πυραμίδας μια χούφτα ανθρώπων: περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου πλούτου βρίσκεται στα χέρια μόλις του 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, υπάρχουν δηλαδή καπιταλιστές που κατέχουν πλούτο που ισοδυναμεί ή και ξεπερνάει το ΑΕΠ ολόκληρων χωρών. Η διάσταση που έχει πάρει σήμερα η κοινωνική ανισότητα αναδεικνύει τον παραλογισμό και την αδικία αυτού του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος. Αναδεικνύει την αρχή του τέλους του.
Καμία πρόοδος για την ανθρωπότητα και κανένα “επίτευγμα” στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής ή οποιουδήποτε άλλου ταξικού τρόπου παραγωγής δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον πρωταγωνιστικό ρόλο των δυνάμεων της εργασίας. Τα “επιτεύγματα της προόδου” για τα οποία κραυγάζουν και περιφέρουν ως λάφυρα οι καρεκλοκένταυροι της κορυφής της ταξικής πυραμίδας δεν είναι δικά τους, ούτε επιβεβαιώνουν την “ανωτερότητα” του συστήματος τους. Αντίθετα, επιβεβαιώνουν την σαθρότητα αυτού του αδηφάγου συστήματος που αναπτύσσεται, συντηρείται και αναπαράγεται με γνώμονα την πλήρη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και των μέσων παραγωγής για τα κέρδη των λίγων και την λεηλασία των πολλών. Για να μπορέσουν οι επιστήμες να αναπτυχθούν ανεμπόδιστα και να συμβάλλουν στην κοινωνική αυτάρκεια, βασική προϋπόθεση είναι η απελευθέρωση τους από τα ταξικά συμφέροντα, η γείωση τους στο κοινωνικό σύνολο και η σχεδιασμένη ανάπτυξή τους, με στόχο την παγκόσμια ευημερία των ανθρώπων σε εναρμονισμό με την φύση.
2. Είναι γεγονός ότι σε περιόδους κρίσεων ο ιστορικός χρόνος μικραίνει και ο ρυθμός της ιστορικής αλλαγής επιταχύνεται. Ήδη από την αρχαιότητα, η έννοια της κρίσης συνδέθηκε με την παρακμή και το τέλος μιας κατάστασης πραγμάτων. Στον Αισχύλο, η έννοια της κρίσης παρουσιάζεται ως συνώνυμη της “τελικής αξιολόγησης” μιας συνθήκης που έχει υποστεί μαρασμό. Στα ομηρικά έπη, η κρίση ισοδυναμεί με το “τέλος”, την “τελειοποίηση” και την επίτευξη του “τελικού στόχου” μιας τάξης πραγμάτων. Για τον Αριστοτέλη, το “τέλος” σημαίνει την παρακμή μιας κατάστασης που έχει προηγουμένως διανύσει τα στάδια της ακμής, της αλλοτρίωσης και της φθίσης. Κρίση λοιπόν, σημαίνει εξ ορισμού “τέλος” και σηματοδοτεί την οριστική ολοκλήρωση μιας κατάστασης.
Η εννοιολογική διασάφηση του όρου “κρίση” δεν γίνεται τυχαία. Στην περίοδο που διανύουμε, επίκεντρο όλων των εξελίξεων που διαδραματίζονται σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο είναι η καταστροφική κρίση που ταλαντεύει το καπιταλιστικό σύστημα τα τελευταία 12 χρόνια. Αναπόφευκτα, στο πλαίσιο ενός προλογικού σημειώματος, δεν μπορούμε να αναλύσουμε με το βάθος, τα στοιχεία και την διαύγεια ενός λεπτομερούς πονήματος, τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι η παρούσα συστημική κρίση δεν είναι ένα παροδικό στάσιμο αλλά ένα ιστορικό αδιέξοδο τέλμα του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού. Εγγυόμαστε ότι στο μέλλον θα το επιχειρήσουμε σε ένα αυτοτελές και πιο ολοκληρωμένο έργο, παραθέτοντας στοιχεία και τεκμηριωμένες αναλύσεις. Εντούτοις, μπορούμε άφοβα και ρητά να υποστηρίξουμε την πεποίθηση μας, που είναι φανερή στην πλειοψηφία των κειμένων μας όλα αυτά τα χρόνια: η κρίση αυτή διαμορφώνει το ιστορικό πλαίσιο και το κοινωνικό πορτρέτο της εποχής μας. Προεικονίζει μεγάλες τομές και κοσμοϊστορικές εξελίξεις σε παγκόσμια κλίμακα οι οποίες ήδη συντελούνται σε ένα πρωταρχικό στάδιο.
Εξηγήσαμε και νωρίτερα, ότι η κοινωνική κίνηση είναι μια εξελικτική διαδικασία προς τα εμπρός που δεν αφήνει τίποτα αμετάβλητο. Κατά συνέπεια, είναι ανορθολογική κάθε ιδεολογική πεποίθηση που ερμηνεύει τον καπιταλισμό ως τερματικό σταθμό της κοινωνικής εξέλιξης. Θα επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά ότι οι θεωρήσεις για το “τέλος της ιστορίας” και την “οριστική νίκη” της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας έχουν διαψευστεί πανηγυρικά. Αυτό που μένει να απαντήσουμε, έστω σε αδρές γραμμές, είναι το “γιατί” αυτή η κρίση είναι δομικού χαρακτήρα και γιατί, όπως αυτή του 1929, δεν θυμίζει σε τίποτα τις περιοδικές “κυκλικές κυμάνσεις” της καπιταλιστικής οικονομίας, τις υφέσεις που είναι “εντός προγράμματος”.
Το 2008 η φούσκα της καπιταλιστικής ανάπτυξης η οποία είχε οικοδομηθεί πάνω στο τεράστιο και διαρκώς αυξανόμενο χρέος έσκασε. Ένα ντόμινο καταρρεύσεων ακολούθησε, η αβεβαιότητα και η έλλειψη εμπιστοσύνης χαρακτήριζαν την πορεία των αγορών, οι οικονομικοί κραδασμοί μεταφέρθηκαν με μεγάλη ταχύτητα από την μια οικονομία στην άλλη λόγω της αυξημένης αλληλεξάρτησης των καπιταλιστικών λειτουργιών μέσα στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Έτσι, η χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε με την κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων πέρασε σε ολόκληρη την σφαίρα της οικονομίας, έβγαλε στην επιφάνεια τις αντιφάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και εξελίχθηκε σε μια παγκόσμια δομική κρίση χρέους.
Τον Σεπτέμβριο του 2008 η φούσκα των στεγαστικών δανείων που είχε εκτοξεύσει τις χρηματιστηριακές τιμές στα ύψη ενέπνεε έντονες ανησυχίες. Σύντομα, οι ανησυχίες έγιναν πραγματικότητα. Με την κατάρρευση της αγοράς των ενυπόθηκων δανείων το χρηματοπιστωτικό σύστημα φάνηκε ότι μπορεί να φτάσει στο χείλος της καταστροφής. Τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια είχαν τιτλοποιηθεί και πάνω σ’ αυτούς τους τίτλους είχε δημιουργεί μια ολόκληρη αγορά ομολόγων και δομημένων παραγώγων. Με την ανασφάλεια που υπήρχε για την πληρωμή αυτών των δανείων επενδυτικοί όμιλοι και μεμονωμένοι επενδυτές άρχισαν να αποσύρουν τα χρήματα τους από την αγορά και μάλιστα κάποιοι εξ αυτών στοιχημάτιζαν υπέρ των χαμηλών επιδόσεων των συγκεκριμένων ομολόγων. Η τραπεζική κρίση που πυροδοτήθηκε, μετατράπηκε εν συνεχεία σε κρίση δημόσιου χρέους πλήττοντας κατά κύριο λόγο τις πιο αδύναμες οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών (π.χ Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία).
Η κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων, όμως, αποτέλεσε το πρωταρχικό σύμπτωμα και όχι την αιτία της κρίσης του 2008. Οι δομικές αιτίες της κρίσης πρέπει να αναζητηθούν στην διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα η οποία άρχισε την περίοδο της μεταπολεμικής υπερσυσσώρευσης. Το πλεονάζον κεφάλαιο που δημιουργήθηκε κατά την ανάπτυξη της “χρυσής εποχής” του καπιταλισμού έπρεπε να βρει νέες αγορές για να διοχετευθεί και να αναπαραχθεί. Νέα μεγάλα πεδία κερδοφορίας ανοίγουν με την δημιουργία της “αγοράς χρέους” και της αγοράς ομολόγων και παραγώγων, μέσω των οποίων οι επενδυτές μπορούν να αποκτήσουν γρήγορο και υπέρογκο κέρδος σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι χρηματιστικές επενδύσεις γίνονται ένα απέραντο παιχνίδι κερδοσκοπίας και τζογαρίσματος και η καπιταλιστική ανάπτυξη βασίζεται στην κυκλοφορία μεγάλου όγκου πλασματικού κεφαλαίου, το οποίο στηρίζεται σε μια διαρκώς αυξανόμενη φούσκα χρεών. Η αγορά χρέους εξελίσσεται πλέον σε κινητήρια δύναμη αναπαραγωγής του κεφαλαίου και η ανατροφοδότηση της φούσκας χρέους παρουσιάζεται ως μονόδρομος για την επιβίωση του καπιταλισμού.
Η κρίση του 2008 αποτέλεσε μια τομή στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Μετά το 2008 η πραγματικότητα δεν ήταν πια η ίδια. Η πίστη στην συνεχή πρόοδο των κοινωνιών και οι βεβαιότητες της καπιταλιστικής ευημερίας καταρρίφθηκαν. Μια νέα περίοδος γενικευμένης αστάθειας και ανασφάλειας εγκαινιάστηκε. Χαρακτηρίζουμε την κρίση του 2008 ως δομική καθώς δεν αποτελεί μια από τις συνήθεις οικονομικές φάσεις στασιμότητας ή ύφεσης που περνάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα το καπιταλιστικό σύστημα αλλά εμφανίζεται ως ένα εγκλωβιστικό τέλμα στο οποίο έχει εισέλθει. Τι εννοούμε όμως με τον όρο δομική κρίση; Δομική κρίση μπορούμε να ορίσουμε μια περίοδο κατά την οποία συνυπάρχουν δύο πλεονάσματα: ένα πλεονάσματα μισθωτής εργασίας και ένα πλεόνασμα κεφαλαίου που δεν βρίσκει κάποια επικερδή επένδυση. Αντίθετα, όταν βρίσκεται σε κρίση μια μεμονωμένη αγορά υπάρχει πλεονάζουσα προσφορά σε ένα συγκεκριμένο προϊόν και η κρίση αυτή αντιμετωπίζεται με την μείωση της τιμής του προϊόντος και την συνακόλουθη αύξηση της ζήτησης. Ο παραπάνω “κανόνας” δεν μπορεί να εφαρμοστεί όταν η υπερσυσσώρευση πλήττει την αγορά της εργασίας και του κεφαλαίου καθώς η μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης (μισθός) δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την αύξηση της ζήτησης σε εργατικό δυναμικό.
Η σημερινή κρίση δεν μπορεί να συγκριθεί με τις κρίσεις των προηγούμενων χρόνων. Οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ‘70, η κρίση του 1981, του 1987, του 1991, η κρίση στην Ν.Α Ασία του 1996/7, εάν και επέφεραν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, εκδηλώθηκαν είτε σε ένα τοπικό επίπεδο είτε “χτύπησαν” συγκεκριμένες αγορές του καπιταλισμού. Η οικονομική ύφεση αργά ή γρήγορα ξεπεράστηκε και μια νέα περίοδος ανάπτυξης την διαδέχτηκε. Η κρίση του 2008 ξεκινώντας από τον χρηματοπιστωτικό τομέα εξελίχθηκε σε μια παγκόσμια συστημική κρίση και περνώντας στην “πραγματική οικονομία” επηρέασε κάθε φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας. Μεγάλο ποσό κεφαλαίων αποσύρθηκε από την αγορά λόγω της ανασφάλειας που επικράτησε, ισχυρές τράπεζες χρεοκόπησαν, οι κρατικοί προϋπολογισμοί μειώθηκαν, οι κοινωνικές παροχές περιορίστηκαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε στα ύψη, η φτώχεια διευρύνθηκε σε μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, οι μισθοί μειώθηκαν, η ταξική εκμετάλλευση και οι οικονομικές ανισότητες αυξήθηκαν.
Οι “χρυσές καπιταλιστικές εποχές” της μεταπολεμικής περιόδου έλαβαν οριστικά τέλος. Η δομική συστημική κρίση βρίσκεται ακόμα, μετά από 12 χρόνια σε ισχύ, καθώς κανένα εργαλείο και καμία παραδοσιακή συνταγή που επιστρατεύτηκε ή ανασύρθηκε από τα ιστορικά χρονοντούλαπα (π.χ. προστατευτισμός, κεϋνσιανισμός κ.λ.π.) από το σύστημα δεν μπόρεσε να την αντιμετωπίσει, παρά μόνο να μεταθέσει την μεγαλύτερη έκρηξη της στο μέλλον. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να επαληθευτεί σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Η πανδημία του κορονοϊού δεν εμφανίζεται σε κενό χρόνο. Δεν έρχεται για να “ταράξει τα νερά” σε μια περίοδο ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας μετά την 12χρονη οικονομική κρίση, όπως διακηρύττουν ψευδώς κυβερνητικοί και κομματικοί εκπρόσωποι, καθεστωτικά μίντια και “αναλυτές” κονδυλοφόροι του συστήματος. Μια νέα μεγάλη ύφεση βρισκόταν προ των πυλών και πριν την εκδήλωση του ιού. Ήδη από το 2019 συστημικοί οικονομικοί αναλυτές, διεθνείς θεσμικοί φορείς και κρατικοί αξιωματούχοι συνηγορούσαν στο ότι η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας βρισκόταν σε πτωτική τροχιά, ότι ένα νέο κύμα ύφεσης έρχεται. Στα δεδομένα της εγχώριας οικονομίας, ο Γ. Στουρνάρας, σε ομιλία του τον Οκτώβριο του 2019 αναφέρει χαρακτηριστικά πως “η αβεβαιότητα στις σχέσεις της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι γεωπολιτικές ανησυχίες στη Μέση Ανατολή, η παράταση του εμπορικού πολέμου και οι ανακατατάξεις που επιφέρει στις ασιατικές οικονομίες αποτελούν μερικές από τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η διεθνής οικονομία, εντείνοντας τις ανησυχίες για το ενδεχόμενο μιας νέας ύφεσης.” Ο πρόεδρος της ΤτΕ ουσιαστικά παραδέχεται, κόντρα στο κλίμα αισιοδοξίας και θριάμβου που καλλιεργήθηκε αρχικά από τον ΣΥΡΙΖΑ για την μεταμνημονιακή και μετά-κρίση εποχή και εν συνεχεία από την ΝΔ για τις υψηλές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων, ότι η παγκόσμια οικονομία βαδίζει προς μια νέα ύφεση. Μια νέα ύφεση η οποία γνωρίζει πολύ καλά πως θα επηρεάσει και την ελληνική οικονομία.
Είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η Νέα Ύφεση εκδηλώνεται μέσα στο πλαίσιο της υφιστάμενης κρίσης προκαλώντας ένα νέο ισχυρό επεισόδιο της που βρισκόταν προ των πυλών. Δεν έρχεται για να πυροδοτήσει μια “νέα κρίση”. Η γενικευμένη και αυξανόμενη με ταχείς ρυθμούς συσσώρευση παγκόσμιου χρέους, τόσο δημόσιου όσο και ιδιωτικού, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης έφερνε όλο και πιο κοντά ένα νέο πιο ισχυρό επεισόδιο της κρίσης. Στο τρίτο τρίμηνο του 2019 το παγκόσμιο χρέος ανήλθε σε επίπεδα ρεκόρ φτάνοντας το 322% του παγκόσμιου ΑΕΠ (253 τρισεκατομμύρια δολάρια). Το ίδιο έτος, ο ΟΟΣΑ(Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) προειδοποιούσε για επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα αυτού των ανεπτυγμένων χωρών. Στο διεθνές σκηνικό επικρατούσε ένα κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας και η καθοδική τροχιά της οικονομίας ενέπνεε σημαντικές ανησυχίες.
Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ- Κίνας και η πολιτική του Τραμπ με την επιβολή ή τις απειλές για την επιβολή δασμών δείχνει να κατευθύνεται προς την απεμπόληση της μεταπολεμικής συναίνεσης γύρω από την διευκόλυνση και την ελευθερία του εμπορίου, είχαν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και σημαντικές οικονομικές απώλειες για τις δύο ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες. Η Κίνα, η οποία έχει βασίσει την οικονομική της ανάπτυξη τα τελευταία 10 χρόνια στα μεγάλα πλεονάσματα και την υπερσυσσώρευση χρέους που έχει δημιουργήσει “φούσκες” σε διάφορους τομείς της οικονομίας της, κατέγραψε το 2019 τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από το 1990 (6,1%). Η Γερμανία, η ισχυρότερη οικονομία της ευρωζώνης και “ατμομηχανή” της ευρωπαϊκής παραγωγής, παρουσίαζε σημάδια κόπωσης με πτώση της βιομηχανικής παραγωγής και ειδικά του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας, μείωση της καταναλωτικής δύναμης των πολιτών, μείωση των εξαγωγών της και αύξηση των εισαγωγών. Παράλληλα, ο πόλεμος τιμών στην αγορά πετρελαίου και οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί γύρω από τον έλεγχο και την παραγωγή του “μαύρου χρυσού”, με κύριους παίκτες τις ΗΠΑ, την Σαουδική Αραβία, την Ρωσία και το Ιράν, οδήγησαν σε ένα εκρηκτικό παγκόσμιο σκηνικό που άρχισε να μυρίζει μπαρούτι με την κλιμάκωση των εχθροπραξιών και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Εάν εξετάσουμε, λοιπόν, σε αδρές γραμμές το διεθνές σκηνικό όπως είχε διαμορφωθεί τους μήνες πριν από την εκδήλωση και την εξάπλωση του ιού, μπορούμε να εντοπίσουμε τις συνθήκες που επρόκειτο να οδηγήσουν σε μια νέα μεγάλη ύφεση ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη κάποιου “αστάθμητου παράγοντα” που θα την πυροδοτούσε: η διόγκωση και ανατροφοδότηση της “φούσκας” του παγκόσμιου χρέους, η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης, η υποχώρηση σημαντικών κλάδων της βιομηχανικής παραγωγής, ο ενεργειακός πόλεμος και η έντονη εκδήλωση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και των συγκρουόμενων κρατικών συμφερόντων συνέθεταν ένα εκρηκτικό και αβέβαιο τοπίο. Οι ενδείξεις και οι παράγοντες που θα οδηγούσαν σε ένα νέο επεισόδιο της κρίσης, ανεξαρτήτου πανδημίας, είναι ενδογενείς, σχετίζονται με βασικούς τομείς της παραγωγής και του κύκλου κυκλοφορίας του κεφαλαίου μέσα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και προκαλούνται από τις δομικές αντιφάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος παραγωγής, από τα αδιέξοδα στα οποία έχει φτάσει ο καπιταλισμός σήμερα.
3. Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και ο νέος κύκλος επιβολής πολιτικών “λιτότητας” στις ήδη χρεοκοπημένες και υπερχρεωμένες από την πολιτική του κεφαλαίου κοινωνίες, βρίσκει την τάξη μας, την τάξη των εκμεταλλευομένων εργαζομένων και ανέργων ανοργάνωτη και πολιτικά απροετοίμαστη για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών, στα επίδικα ενός αναγκαίου αγώνα σ΄αυτή την κρίσιμη συγκυρία. Ο ταξικός πόλεμος μαίνεται και η τάξη μας παραμένει ανήμπορη για να ανταποδώσει τα πυρά σε αυτούς τους αναίσχυντους δυνάστες των ζωών μας. Οι συσχετισμοί δύναμης στον πολιτικό χάρτη είναι συντριπτικά ευνοϊκές για το κεφάλαιο, γεγονός που δεν αντανακλάται τόσο στο παροδικό και ξεκάθαρα πλασματικό “ρεύμα” συναίνεσης στο κυβερνητικό κόμμα, όσο κυρίως στην διατήρηση μεγάλων ποσοστών “ανάθεσης” στην αριστερά (καθεστωτική ή εξωκοινοβουλευτική) από μεγάλες μάζες εργαζομένων και νεολαίας. Συγχρόνως, τα ποσοστά της αποχής που παρέμειναν υψηλά παρά την σχετική ομαλοποίηση του εκλογικού χάρτη και την ανάδυση ενός νέου ισχυρού δικομματισμού, δεν αποτελούν ενδείξεις ανατρεπτικής διάθεσης από την εργατική τάξη, αλλά εκφράζουν την γενικευμένη απαξίωση προς ότι αφορά τα “κοινά” και την “πολιτική”, μια συνθήκη που δεν ισοδυναμεί με μια επαναστατική προδιάθεση.
Γνωρίζουμε πως σε μη- επαναστατικές περιόδους, μεγάλο μέρος από τα εν δυνάμει επαναστατικά υποκείμενα, εμφορούνται πολλές φορές από συντηρητικές και μη- επαναστατικές ιδέες. Δικό μας πολιτικό έργο δεν είναι να λειτουργούμε ούτε ως χειροκροτητές της τάξης μας καθαγιάζοντας την, ούτε ως “εξωτερικοί” επικριτές της. Δική μας υπόθεση είναι να ενισχύουμε και να εξελίσσουμε τα μέσα πολιτικής απεύθυνσης, να παλέψουμε για την “ηγεμονία των ιδεών” μέσα στην εργατική τάξη και την νεολαία. Να διαχύσουμε τον πολιτικό λόγο και την ανάλυση μας στους χώρους δουλειάς, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις γειτονιές. Να χτίσουμε ισχυρά θεμέλια και να επεξεργαστούμε ένα σύγχρονο επαναστατικό σχέδιο ανατροπής στην βάση του κοινωνικού αναρχισμού, της ελευθεριακής κοινωνικής οργάνωσης, του κοινοτικού φεντεραλισμού και της συλλογικής, οριζόντιας διαχείρισης.
Ως Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού, πιστοί στα επαναστατικά προτάγματα του αναρχισμού, πιστοί στην επαναστατική προοπτική οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας, προκρίνουμε ένα μοντέλο οργάνωσης θεμελιωμένο στις αξίες της πολιτικής ελευθερίας, της οικονομικής ισότητας και της κοινωνικής αλληλοβοήθειας. Εμπνεόμενοι από την παράδοση, την ιστορία και τις ιδεολογικές αρχές του παγκόσμιου αναρχικού κινήματος, υποστηρίζουμε ότι ένα τέτοιο κοινωνικό μοντέλο είναι ασυμβίβαστο με την καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τον θεσμό του κράτους σε όλες τις μορφές του. Η αταξική και ακρατική κοινωνία για την οποία παλεύουμε βασίζεται στην οικοδόμηση ελεύθερων κοινοτήτων/κομμούνων που θα διαδεχτούν την υπάρχουσα πολιτειακή δομή και θα ενώνονται σε ένα δευτεροβάθμιο ελευθεριακό ομοσπονδιακό σύστημα που θα αντικαταστήσει το κράτος. Τα μέσα παραγωγής, τα αγαθά, οι υπηρεσίες, θα περάσουν από τα χέρια του κράτους και του κεφαλαίου σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο συλλογικός έλεγχος, η διανομή και η διεύθυνση της παραγωγής θα τεθεί στην υπηρεσία των κοινοτήτων, των δομών της κοινότητας και της ομοσπονδίας με έναν οργανωμένο τρόπο που θα απαγορέψει την ανισοκατανομή, την ανάπτυξη ιεραρχίας και την εμφάνιση νέων διαχωρισμένων εξουσιών.
Οι αντικειμενικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί είναι ιδανικές για την ανατροπή του κράτους και του κεφαλαίου και το πέρασμα στην ελεύθεριακή κοινωνία που οραματιζόμαστε. Μπορεί οι συσχετισμοί δύναμης, οι “υποκειμενικές συνθήκες” να απογοητεύουν και τον πλέον αισιόδοξο αγωνιστή/ρια, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα μείνουν αμετακίνητοι. Είναι στο δικό μας χέρι να αλλάξουν. Είναι στο δικό μας χέρι να οργανωθούμε και να αντιπαρατάξουμε το δικό μας επαναστατικό πρόταγμα εναντίον των δυνάμεων του συστήματος. Είναι στο δικό μας χέρι να ενδυναμώσουμε την δράση μας και να διαδραματίσουμε καθοριστικό πολιτικό ρόλο στις εξελίξεις και τις μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις που έρχονται. Για να πραγματωθεί αυτός ο στόχος, για να μην χαθούμε μέσα στην δίνη της ιστορικής αβύσσου, για να μην μείνουν οι αναρχικές ιδέες και τα αναρχικά προτάγματα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, είναι η αλήθεια πως οφείλουμε να προχωρήσουμε σε πολιτικά και οργανωτικά άλματα.
Η “εναλλακτική διασκέδαση” σε καταλήψεις, στέκια και αυτοπροσδιοριζόμενες “κοινότητες αγώνα”, οι αντι-αναρχικές εμμονές απέναντι στην οργάνωση και την οικοδόμηση επαναστατικού κινήματος, η εισβολή του lifestyle και η αποδοχή και υιοθέτηση κάθε μικροαστικής κουλτούρας (μουσικής, πολιτισμικής, κοινωνικής κ.λ.π) στους αναρχικούς κύκλους, ούτε μπορούν να σπάσουν τις προκαταλήψεις που έχει χτίσει ένα ολόκληρο σύστημα μέσω μιας βρώμικης προπαγάνδας για τους αναρχικούς, ούτε να πείσει, ούτε να εμπνεύσει τα εκμεταλλευόμενα τμήματα της κοινωνίας να συστρατευτούν σε κάποιον ανατρεπτικό αγώνα.
Οι οργανωτικές, στρατηγικές και προγραμματικές αδυναμίες των υγειών πολιτικών δυνάμεων του αναρχισμού, η έλλειψη σε διεισδυτικές πολιτικές και οικονομικές αναλύσεις που να αποκωδικοποιούν με ευκρίνεια και χωρίς νοηματικές ακροβασίες και φιλοσοφικούς βερμπαλισμούς τις υφιστάμενες πολιτικές συνθήκες, η απουσία συγκεκριμένων και σαφών πολιτικών θέσεων και προταγμάτων, η αδυναμία οικοδόμησης μιας ευρείας κοινωνικής δυναμικής είναι συνθήκες που αποτελούν μια θλιβερή πραγματικότητα, που σίγουρα όμως δεν είναι τελματική και μη ξεπεράσιμη.
Θεωρούμε πως στην παρούσα συνθήκη προκύπτει πιο επιτακτικά από κάθε άλλη φορά η αναγκαιότητα να μπουν οι βάσεις για την δημιουργία ενός πανελλαδικού αναρχικού πολιτικού φορέα, μιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης, διαφορετικής από αυτές που επιχειρήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Μιας Επαναστατικής Αναρχικής Οργάνωσης που θα χαρακτηρίζεται από “ιδεολογική, προγραμματική και τακτική ενότητα” και θα μπορέσει μέσα από την σαφήνεια του πολιτικού περιεχομένου των θέσεων της, την οργανωτική της μορφή και του επαναστατικού της προγράμματος, που θα είναι η ραχοκοκαλιά συγκρότησης της, να δράσει ως καταλύτης στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Να βάλει την βάση για την δημιουργία ενός ελευθεριακού, ταξικού, επαναστατικού κινήματος ανατροπής και νίκης.
Το αφορμαλιστικό κατά βάση μοντέλο οργάνωσης που βασίζεται στις διάσπαρτες και κατακερματισμένες συλλογικότητες, ομάδες και καταλήψεις των λίγων ατόμων έχει καταδείξει τα όρια του τα προηγούμενα χρόνια. Η αποκομμένη, αποσπασματική δράση των συλλογικοτήτων και η έλλειψη ενός συνολικού οραματικού επαναστατικού και μετεπαναστατικού προσανατολισμού οδηγεί στην αδυναμία χάραξης της δικής τους στρατηγικής αγώνα και τις αναγκάζει να ακολουθούν τις εξελίξεις προσπαθώντας “να απαντήσουν” στις κινήσεις του κράτους. Η πολιτική και στρατηγική ενότητα στο πλαίσιο μιας αναρχικής πολιτικής οργάνωσης που επιζητάμε δεν συνίσταται, για εμάς, στην προσπάθεια για μια απλή αριθμητική άθροιση των μικρών και απομονωμένων ομάδων των λίγων μελών σε ευκαιριακές ή θεματικές δικτυώσεις (π.χ. συντονισμοί, διασυλλογικές συνελεύσεις κ.λ.π.), ούτε στην προσπάθεια για την επίτευξη συνεργασιών βραχύβιας διάρκειας στην βάση χαλαρών πολιτικών συμφωνιών, οι οποίες περισσότερο εγκλωβίζουν στο μικροσύμπαν της κινηματικής αυτοαναφορικότητας τις συντρόφισσες και τους συντρόφους. Σ’ αυτή την κρίσιμη συγκυρία δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να εγκλωβιστούμε στην αυτοαναφορικότητα και την “αυτοεπιβεβαίωση” μας. Η απεγνωσμένη αναζήτηση συμμάχων εντός του “χώρου”, αυτού του κατακερματισμένου και σε βαθιά κρίση “χώρου”, δεν πηγαίνει βήματα μπροστά τον αγώνα, αντιθέτως τον περιορίζει σε έναν φαύλο κύκλο εσωστρέφειας. Όσο το βλέμμα μας δεν είναι στραμμένο στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στα πανεπιστήμια και στα σχολεία, τόσο θα απομακρυνόμαστε από την κοινωνία.
Εν συνεχεία, ο εγκλωβισμός στις ανεπάρκειες και τις αδυναμίες αυτού του στρεβλά δομημένου στην Ελλάδα “χώρου”, έχει οδηγήσει τις υγιείς πολιτικές δυνάμεις του αναρχισμού σε ένα κύκλο εσωστρέφειας, σε ένα γενικό αδιέξοδο που δεν μπορεί να παράξει κάτι παραπάνω από την “αντίδραση” και την “διαμαρτυρία” χωρίς θετικό και στιβαρό πρόταγμα, την μερική (δικαιωματικού τύπου) διεκδίκηση και την υπεράσπιση των “κεκτημένων μας”, των “δομών μας” και των “χώρων αγώνα”. Η δημιουργία ενός “μικροσύμπαντος” όπου έχει παρεισφρύσει το “εναλλακτικό lifestyle”, ο μικροαστικός αντικοινωνισμός και μεταμοντέρνες ιδεολογίες που περισσότερο συνάδουν και επιβεβαιώνουν την αστική φιλελεύθερη ιδεολογία παρά τον αναρχισμό δεν μπορεί να εμπνεύσει και να προσελκύσει το μεγάλο μέρος της πληττόμενης κοινωνικής βάσης, της μεγάλης πλειοψηφίας των εκμεταλλευομένων αυτής της κοινωνίας, που έχουν απογοητευτεί από τις καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις. Για να το καταφέρουμε, είναι προϋπόθεση η ιδεολογική μάχη και η ανασύνταξη σε όλους τους τομείς.
Δεν ζούμε στην προεπαναστατική Ισπανία της δεκαετίας του 30’ των εκατοντάδων αναρχικών ομάδων και χιλιάδων μελών, όπου η ομοσπονδιοποίηση τους (βλ. F.A.I.) αποτελούσε μια κρίσιμη απαίτηση των καιρών. Στον ελλαδικό χώρο, η ομοσπονδιοποίηση των υπάρχοντων ομάδων ή ακόμη χειρότερα η “χαλαρή συνεργασία” τους, το μόνο που καταφέρνει είναι να αναπαράγει και να προσπαθεί να “αναβαθμίσει” ένα ανεπαρκές, αναποτελεσματικό και ξεφτισμένο μοντέλο οργάνωσης. Οργανωτικό διακύβευμα για εμάς δεν είναι η δημιουργία μιας ομοσπονδίας αναρχικών ομάδων που λειτουργούν περισσότερο ως “παρέες” ή κλειστές κάστες “ιδεολογικής συγγένειας” και που η πορεία τους έχει καταδείξει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, το “μέχρι που μπορούν να φτάσουν”. Παρότι δεν είναι η στιγμή να καταθέσουμε ένα προτεινόμενο σχέδιο οργάνωσης, μιας και η ερώτηση “πως θέλουμε να οργανωθούμε” προκύπτει σαν δευτερεύων ζήτημα του πρωταρχικού “ποιος είναι ο στρατηγικό μας στόχος”, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι η διαφωνία μας με την προοπτική ομοσπονδιοποίησης των ήδη υπάρχοντων ομάδων, δεν είναι διαφωνία με το ίδιο το ομοσπονδιακό μοντέλο. Είμαστε αναρχικοί φεντεραλιστές και απόλυτα εναρμονισμένοι με την ιστορική υιοθέτηση των ομοσπονδιών ως οργανωτικό μοντέλο του αναρχικού κινήματος και της κοινωνίας που οραματιζόμαστε. Το ζήτημα είναι “τι είδους οργάνωση” και “τι είδους φεντεραλισμό” θέλουμε. Η απάντηση είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο που χρίζει αυτοτελούς ανάπτυξης. Θα αρκεστούμε στην εγγύηση, για δεύτερη φορά στο πλαίσιο του παρόντος προλογικού σημειώματος, ότι θα τοποθετηθούμε εκτενώς στο μέλλον.
Σ΄αυτή την περίοδο γενικευμένης αποσταθεροποίησης που βρίσκεται το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, είναι βέβαιο πως νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις θα αναδειχθούν, νέες αντιστάσεις και αγώνες θα ξεσπάσουν. Το ποια θα είναι η μορφή και το περιεχόμενο τους, το τι τροπή και κατεύθυνση θα πάρουν αποτελεί ένα σημαντικό ερώτημα, ένα καθοριστικό επίδικο για την εποχή μας και για μας τους ίδιους σαν σύγχρονους Αναρχικούς. Θεωρούμε πως δικό μας καθήκον είναι να ανασυγκροτήσουμε την ενότητα της τάξης μας και να αντισταθούμε συλλογικά ώστε να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες συνθήκες που έρχονται. Καμία συνθηκολόγηση με το κράτος και τους θεσμούς του, καμία ανάθεση στην αστική δημοκρατία και στον κομματικό της μηχανισμό είτε προέρχεται από τα δεξιά είτε από τα αριστερά του πολιτικού χάρτη δεν πρόκειται – όπως έχει αποδειχθεί- να μας προσφέρει κάποια λύση. Η μαχητική κοινωνική αντίσταση, οι μαζικοί ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες, οι κοινωνικές εξεγέρσεις που θα εκδηλωθούν μπορούν εάν αξιοποιηθούν ως ένα “όχημα” για την επαναστατική ανατροπή του συστήματος και τον κοινωνικό μετασχηματισμό, να απαντήσουν στο αδιέξοδο τέλμα στο οποίο έχει φτάσει ο καπιταλισμός, να δημιουργήσουν την προοπτική για μια κοινωνία οικονομικής ισότητας, πολιτικής ελευθερίας και κοινωνικής αλληλεγγύης όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Ο καπιταλισμός έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο τέλμα. Οι κλασικές αστικές πολιτικές και οικονομικές θεωρήσεις δεν μπορούν να δώσουν πλέον λύσεις και αδυνατούν να αναζωογονήσουν την μπλοκαρισμένη καπιταλιστική μηχανή. Η μαρξιστική θεώρηση, φιλοσοφία και κοσμοαντίληψη έχει χρεοκοπήσει και διαψευστεί από την ίδια την πορεία της ιστορίας, ενώ τα κομμουνιστικά καθεστώτα που εγκαθιδρύθηκαν εμπνεόμενα από τον μαρξισμό, γέννησαν νέα συστήματα κοινωνικών ανισοτήτων και παρήγαγαν νέες μορφές καταπίεσης των λαών. Είναι η δική μας στιγμή, είναι η ευκαιρία του Αναρχικού Κινήματος να εκπληρώσει την επαναστατική αποστολή του και να πρωτοστατήσει στις κοινωνικές ζυμώσεις και διεργασίες του μέλλοντος. Για μια κοινωνία στο μπόι των αναγκών, των επιθυμιών και των ονείρων όλων των καταπιεσμένων, όλων των εκμεταλλευομένων ανθρώπων, ακόμη και αυτών που δεν έχουν κατανοήσει ότι η δυστυχία, ο ιδρώτας, το άγχος τους είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτό το ληστρικό σύστημα που τους εξαθλιώνει και τους απομυζά.
4. Ως Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων- Καματερού διανύουμε μια περίοδο εσωτερικής αναδιοργάνωσης και κωδικοποίησης στόχων. Αποτιμούμε λάθη του παρελθόντος και ταυτόχρονα στοχαζόμαστε δυνατότητες του μέλλοντος. Στα 3,5 χρόνια πολιτικής λειτουργίας δεν ήταν μικρά τα διαστήματα απουσίας μας από την δημόσια σφαίρα, εντούτοις δεν ήταν και λίγες οι στιγμές που αναπτύξαμε μια καθημερινή δραστηριοποίηση στα σχολεία, τις γειτονιές και τους δρόμους των περιοχών δράσης μας. Όλες αυτές οι διακυμάνσεις, οι αλλαγές σύστασης του πολιτικού σώματος της ομάδας, οι μήνες αδράνειας, οι αδυναμίες, οι “προχειρότητες”, μας γέμισαν πλούσιες εμπειρίες για να μην επαναλάβουμε λάθη, παράλληλα όμως κόστισαν ακριβά. Χάσαμε μεγάλο έδαφος ως προς τον αρχικό μας στόχο, που ήταν το χτίσιμο μιας ισχυρής πολιτικής οντότητας λόγου και δράσης στις περιοχές των δυτικών συνοικιών. Αυτό το έδαφος επιδιώκουμε να το καλύψουμε με άλματα και μεγάλους, αλλά σταθερούς βηματισμούς.
Από τον περασμένο Φλεβάρη, η νέα σύσταση της ομάδας, ο νέος πυρήνας των συντρόφων και συντροφισσών που αποφάσισε δεσμευτικά την ανανέωση, την συνέχεια και την αναβάθμιση του εγχειρήματος βρίσκεται σε διαρκείς ζυμώσεις, συνεχείς συνελεύσεις και ανάληψη καθηκόντων για το δυνάμωμα της δράσης και των μηχανισμών της ομάδας. Η γεωγραφική εμβέλεια των παρεμβάσεων μας στοχεύουμε να διευρυνθεί σε μια μεγάλη ακτίνα των δυτικών προαστίων το επόμενο διάστημα. Επιδιώκουμε την μέγιστη δυνατή συσπείρωση από συντρόφισσες/ους των ευρύτερων περιοχών για να συναντηθούμε, να οργανωθούμε, να αυξήσουμε δυνατότητες παρέμβασης και μορφών δράσης. Δεν καλούμε ανθρώπους να “ακολουθήσουν” την ομάδα. Θέλουμε κάθε άνθρωπος που συνοργανωνόμαστε, εφόσον συμφωνεί με τις γενικές κατευθύνσεις και θέσεις της ομάδας, να την κάνει σύντομα κτήμα και υπόθεση του. Μακριά από διαχωρισμούς, άτυπες ιεραρχίες, μικροηγεμονισμούς και παρεΐστικες κλίκες.
Αυτό το διάστημα επεξεργαζόμαστε, με χρονικό ορίζοντα δημοσιοποίησης το φθινόπωρο, την έκδοση ενός ταυτοτικού κειμένου στόχων και θέσεων. Ένα καταστατικού χαρακτήρα κείμενο που έλειπε τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να αποκρυσταλλώνει τις επιδιώξεις της Πρωτοβουλίας και να κάνει σαφές το πολιτικό της στίγμα. Στο κείμενο αυτό θα ενσωματωθούν και οι ευρύτερες απόψεις μας για την οργάνωση, τα προταγματικά σημεία και τους στρατηγικούς σχεδιασμούς που θεωρούμε ότι πρέπει να αναπτύξει το Αναρχικό Κίνημα στο εδώ και το τώρα, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο αύριο.
Στον παρόντα χρόνο, έχουμε ξεδιπλώσει μια καμπάνια δράσεων με αφορμή την συμπλήρωση 10 χρόνων μνημονίων και τα όσα έπονται, βλέποντας μπροστά το οικονομικό τσουνάμι που ορμητικά πλησιάζει την εργατική τάξη. Επιχειρούμε με αυτές τις δράσεις την όσο πιο βαθιά απεύθυνση στον ταξικά προσδιορισμένο κόσμο των γειτονιών μας, στα μάτια του οποίου βλέπουμε τους μελλοντικούς συνοδοιπόρους στους αγώνες, στις κοινωνικές εκρήξεις και εξεγέρσεις που έρχονται. Με την φωνή και την δράση μας στοχεύουμε στην μαζικοποίηση και προετοιμασία των αντιστάσεων που αναμφίβολα θα ξεσπάσουν, έχοντας την Κοινωνική Επανάσταση ως οραματική πυξίδα.
Σαν πολιτικός σχηματισμός προσδοκούμε να απλωθούμε πολύ πιο πέρα από εκεί που επιτρέπουν οι παρούσες δυνάμεις μας, έχοντας την πεποίθηση ότι θα τις πολλαπλασιάσουμε, θα τις εμβαθύνουμε και θα κατορθώσουμε μέσα από το χτίσιμο μιας πλατιάς πολιτικής οντότητας να γίνουμε αρωγοί της Επαναστατικής Υπόθεσης: από τα τοπικά ζητήματα των περιοχών (π.χ. λεηλασία πάρκου Τρίτση, επέκταση του ΧΥΤΑ Φυλής), το ξερίζωμα των φασιστών από άλλοτε “κάστρα” της μισαλλόδοξης δράσης τους (π.χ. Μενίδι), τις παρεμβάσεις στα σχολεία και τα φροντιστήρια των γειτονιών, τις μάχες ενάντια στους έμμισθους φρουρούς του κράτους στις πλατείες, τον αντιπατριαρχικό αγώνα, την αλληλεγγύη στους εξαθλιωμένους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, την σύνδεση με τον εργαζόμενο λαό των γειτονιών, την δημιουργία ελευθεριακών κοινωνικών και πολιτικών κέντρων κ.α.
Το παρόν έντυπο αποτελεί το 1ο τεύχος “Ανθολογίου” της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού. Πρόκειται για μια τρίμηνη έκδοση που θα έχει σταθερό χαρακτήρα και θα συγκεντρώνει δημοσιοποιημένα κείμενα της ομάδας. Με αυτό τον τρόπο στοχεύουμε στην ανάγνωση τους απ’ όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο σπάζοντας τους περιορισμούς των περιοδικών μοιρασμάτων και την μονοτονία των ηλεκτρονικών σελίδων, που έχουν ως μοιραία συνέπεια την παρακολούθηση του λόγου και του έργου της ομάδας από έναν μικρό μόνο κύκλο ανθρώπων. Η πρώτη έκδοση είναι πειραματική και ενδέχεται τα νέα τεύχη να έχουν διαφορετική μορφή και μεγαλύτερη θεματική ποικιλία περιλαμβάνοντας ιδεολογικά κείμενα, συνεντεύξεις, υλικό άλλων αναρχικών πολιτικών δυνάμεων κ.α.
Η διάθεση και διακίνηση του εντύπου θα ξεκινήσει στο αμέσως επόμενο διάστημα. Όποιος/α επιθυμεί να το προμηθευτεί μπορεί να έρθει σε επικοινωνία με την ομάδα είτε μέσω mail είτε μέσω της σελίδας της στο facebook. Σε επόμενη ενημέρωση θα ανακοινωθούν τα σημεία διάθεσης της μπροσούρας.
Ιούνιος 2020
Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων-Καματερού