Ο διάλογος γύρω από τις θέσεις της «Πλατφόρμας» στην πραγματικότητα δεν σίγασε ποτέ μέσα στους κόλπους του αναρχικού κινήματος. Ανά περιόδους, εμφανίζεται όλο και πιο δυναμικά στο κινηματικό προσκήνιο και πυροδοτεί μια σειρά από ζητήματα που απασχολούν τους αναρχικούς, ακόμη και πριν από την έκδοση του εμβληματικού αυτού κειμένου. Οι λόγοι, θεωρούμε ότι είναι προφανείς δια γυμνού οφθαλμού. Οι «αρρώστιες» που διέγνωσαν τα μέλη της Delo Truda ως τους παράγοντες της ήττας και της αποδιοργάνωσης του αναρχικού κινήματος, δεν έπαψαν ποτέ να το κατακρεουργούν και να το υποβαθμίζουν σε «ένα μικρό επεισόδιο στην ιστορία των αγώνων της εργατικής τάξης». Δεν έπαψαν επίσης ποτέ και οι διαμάχες ανάμεσα στους υποστηρικτές της «ίασης» και εκείνους που αντιλαμβάνονται τα στοιχεία που η «Πλατφόρμα» προσδιόρισε ως «ασθένεια», ως φυσιολογικά και διόλου βλαπτικά συμπτώματα. Η διαμάχη αυτή μαίνεται με ιδιαίτερη ένταση στις μέρες μας και η έκβασή της δεν πρόκειται να κρίνει ένα στοίχημα ηθικής ή φιλολογικής δικαίωσης. Το διακύβευμα είναι πολύ υψηλότερο: αφορά την ιστορική προοπτική του αναρχισμού τον 21ο αιώνα.
Οι έχοντες μόνο επιδερμική σχέση με το κείμενο της «Πλατφόρμας», είθισται να ταυτίζουν τη διαμάχη που την συνοδεύει, αποκλειστικά ως μια αντιπαράθεση για τη δομή την οποία θα πρέπει να έχει μια ειδική αναρχική οργάνωση και αν αυτή θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από ιδεολογική και τακτική ενότητα και τα μέλη της να διέπονται από συλλογική ευθύνη. Η εντύπωση αυτή είναι λανθασμένη. Ο «κίτρινος πυρετός» που χρήζει θεραπείας σύμφωνα με τους συγγραφείς της «Πλατφόρμας», δεν αφορά τον διάλογο για την υιοθέτηση της μίας ή της άλλης οργανωτικής μορφής του αναρχικού πολιτικού φορέα και τις διαφωνίες μεταξύ των αναρχικών για το πώς αυτή θα διαρθρωθεί, όπως πολλοί πιστεύουν. Το ερώτημα, αν οι οργανωτικές προτάσεις που δημοσιοποίησαν οι συντάκτες της «Πλατφόρμας» βοηθούν ή όχι στην πραγμάτωση των σκοπών του αναρχισμού και αν αυτές οι προτάσεις μας δείχνουν τον δρόμο προς την ορθότερη οργανωτική μορφή, είναι μεν καίριο, αλλά όχι το κύριο. Αυτό που πραγματεύεται η «Πλατφόρμα» και επιδιώκει πρώτα απ’ όλα να «θεραπεύσει», είναι η απομάκρυνση των αναρχικών, από τους σκοπούς αυτούς.
Το αντεπιχείρημα του Αρσίνοφ στο κείμενο απάντησης του προς τον Μαλατέστα, στο οποίο αναφερθήκαμε και σχολιάσαμε πρωτύτερα στην εισαγωγή μας στην έκδοση, ήταν πως έσφαλλε, ακριβώς γιατί παραμέρισε ολόκληρο το θεωρητικό και προγραμματικό υπόβαθρο της πρότασης. Η απορία που προκάλεσε στα μέλη της Delo Truda η παρέμβαση συμμαχικών συντρόφων όπως του Μαλατέστα, αναδεικνύει ότι και οι ίδιοι αυτοί οι εξόριστοι αναρχικοί επαναστάτες δεν έβλεπαν εχθρούς στο εσωτερικό των αναρχικών της ταξικής πάλης και της αναρχικής κομμουνιστικής τάσης. Τα μέλη της Delo Truda, στην πραγματικότητα, αντιλαμβάνονταν συμμαχικά ακόμη και τους αναρχοσυνδικαλιστές, μολονότι θεωρούσαν αδύνατη την συνένωση μαζί τους, μέσα στην ίδια οργάνωση. Eίναι πρόδηλο λοιπόν, ότι δεν θα χαρακτήριζαν ποτέ ως «ασθενικούς» τους διαφωνούντες με την πρότασή τους, ούτε θα προσλάμβαναν ως «δείγμα ασθένειας» τον συλλογικό διάλογο και τον επαναστατικό προβληματισμό για την αναζήτηση του καταλληλότερου οργανωτικού οχήματος.
Η «Πλατφόρμα» δεν δημοσιοποιήθηκε για να διχάσει μέσω των τάχα «άκαμπτων» θέσεων που πρόβαλε, αλλά για να ενώσει. Να ενώσει τις δυνάμεις που αγωνίζονται για την επανάσταση και τον θρίαμβο των αναρχικών προτάσεων και όχι για την προσωπική τους ικανοποίηση ως «εραστές του ισχυρισμού του «εγώ» που προσκολλώνται στη χαοτική κατάσταση του αναρχικού κινήματος». Πρότεινε, επομένως, την ένωση των δυνάμεων που μοχθούν για την υλοποίηση των σκοπών της υπόθεσης και όχι την ενότητα με τους φορείς του εκφυλισμού των σκοπών. Ήξεραν άλλωστε ότι δεν θα βρουν ευήκοα ώτα στους δεύτερους και το δήλωναν εμφατικά: «Γνωρίζουμε ότι τα ατομικιστικά και χαοτικά στοιχεία καταλαβαίνουν και εκλαμβάνουν τη λέξη «αναρχικές αρχές» ως πολιτική αδιαφορία, αμέλεια και απουσία κάθε υπευθυνότητας, κάτι που έχει προκαλέσει στο κίνημά μας σχεδόν αθεράπευτες διασπάσεις, εναντίον των οποίων αγωνιζόμαστε με όλη μας την ενεργητικότητα και το πάθος. Για αυτό και μπορούμε να αγνοήσουμε ήρεμα τις επιθέσεις από αυτή την πλευρά». Το πρόβλημα που διαπίστωναν οι συντάκτες της «Πλατφόρμας» ήταν ότι η αιτία της αποδιοργάνωσης των αναρχικών, αυτή που τους καταδίκαζε σε οργανωτική και στρατηγική αδυναμία και εμπόδιζε την καθοριστική τους συμβολή στην ταξική και επαναστατική πάλη, επικεντρωνόταν στη διαστρεβλωμένη θέαση της «αρχής της ατομικότητας». Για πολλούς -και μάλιστα όχι μόνο τους δηλωμένους ατομικιστές- η οργάνωση και η συλλογικότητα ήταν έννοιες ασυμβίβαστες με την «ελευθερία του ατόμου». Το άτομο γινόταν αντιληπτό ως «ξεκομμένο» και «αδέσμευτο» από τους συλλογικούς και κοινωνικούς δεσμούς και ο αγώνας του, μια ατομική «εξέγερση» εναντίον όλων, χωρίς οραματικό ορίζοντα μια άλλη κοινωνία. Ένας «αγώνας» χωρίς ευθύνες και επεξεργασμένους στόχους, στον οποίον η συνεργασία ταυτίζεται με καταναγκασμό του ατόμου, η οργάνωση με ιεραρχία και η συλλογικότητα με συγκεντρωτισμό. Απόψεις, ακέραια διατηρημένες έως τις μέρες μας, ταυτόσημες φυσικά όχι με τον αναρχισμό, η ρίζα του οποίου είναι κοινωνική – σοσιαλιστική, αλλά με τον φιλελευθερισμό και τις θεωρήσεις του για το απομονωμένο άτομο, που συναλλάσσεται και ανταγωνίζεται με άλλα άτομα σε μια χομπσιανή κοινωνία – αρένα, στην οποία ο καταναγκασμός, η ιεραρχία και ο συγκεντρωτισμός ξεπηδούν νομοτελειακά, για να «συγκρατήσουν» τους ατομιστές – μονομάχους.
Το παράδοξο σε ό,τι έχει να κάνει με τον διεθνή αναρχισμό, είναι ότι οι παράγοντες του «αναθεωρητισμού», δηλαδή οι υπέρμαχοι της εκτροπής του από τις θεμελιώδεις ιδεολογικές του ρίζες, αυτοί που αντιδρούν στην «επιστροφή» στις «ξεπερασμένες» -κατ’ αυτούς- επαναστατικές αρχές και εμπνέονται από ατομικιστικές σοφιστείες όπως οι παραπάνω, δεν βασίζονται σε μια διαφοροποιημένη ερμηνεία της κλασικής θεωρίας, σε «άλλες» αναγνώσεις και προσεγγίσεις της, όπως κατά παράδοση συμβαίνει σε άλλα ρεύματα σκέψης. Αντιθέτως, τα αντιεπιχειρήματα εναντίον των θεωρητικών αρχών του αναρχισμού, έρχονται από τα έξω. Έρχονται από ρεύματα, φιλοσοφίες και στοχαστές που δεν σχετίζονται με το αναρχικό κίνημα. Δεν είναι φαινόμενο των ημερών αυτή η πραγματικότητα ούτε έχει ως απαρχή την ενασχόληση των αναρχικών με τον κάθε Φουκώ, την κάθε Μπάτλερ, τον κάθε ακαδημαϊκό υπερασπιστή ατομικών ταυτοτήτων ή διαχωρισμών που βλέπουν προνομιούχους στον πάτο της εργατικής τάξης ή θεωριών που ιδεολογικοποιούν φυσικά και κοινωνικά γνωρίσματα και κατηγοριοποιούν αυθαίρετα και διαταξικά ανθρώπους με βάση αυτά, αντί να πολεμούν τους διαχωρισμούς με βάση αυτά, αναγνωρίζοντας τους ως επίπλαστους. Σε αυτή την αντίφαση επικεντρώνονται και τα μέλη της Delo Truda, ήδη από την εισαγωγή της «Πλατφόρμας» και αναρωτιούνται πώς η φιλελεύθερη αποθέωση του ατόμου, η άρνηση κάθε υπευθυνότητας και οργάνωσης, μπορεί να έχει την οποιαδήποτε συνάφεια με τον αναρχισμό και να εμφανίζεται μάλιστα ως θεμελιακό του γνώρισμα με επίκληση σε κάποιες επινοημένες «αρχές», όταν οι «δάσκαλοι» (αναφέρονται χαρακτηριστικά ο Μπακούνιν και ο Κροπότκιν), λένε τα ακριβώς αντίθετα;
Παρ’ όλα αυτά, η «Πλατφόρμα» δεν δέχτηκε επίθεση μόνο από τους ατομικιστές, αλλά και από ένα κομμάτι αναρχικών που θεωρούσαν εφικτή την σύνδεση με την ατομικιστική – φιλελεύθερη προσέγγιση. Τους λεγόμενους «συνθετιστές». Οι «συνθετιστές» δεν έκαναν τίποτα παραπάνω από το να αμυνθούν υπέρ της διατήρησης του κινήματος «ως έχει», φτάνοντας στο σημείο να εξισώσουν τους συντάκτες της «Πλατφόρμας» με τους μπολσεβίκους και να τους κατηγορήσουν για την «αντισυνθετική» γραμμή τους. Η αντιμετώπιση της «Πλατφόρμας» ως «διχαστικής» και «δογματικής» πρότασης, δεν είναι μια συνθήκη άγνωστη στην επαναστατική ιστορία. Τα κινήματα που χάνουν τον προσανατολισμό τους, που αμφιταλαντεύονται ιδεολογικά και μετατρέπονται σε μικρόκοσμους αυτοαναφορικής αυτάρκειας, πάντοτε αντιλαμβάνονται ως «εχθρικές» και «αντικινηματικές» τις παρεμβάσεις που αποβλέπουν στην επιστροφή στον πρωταρχικό τους σκοπό. Το σύνθημα για «επιστροφή» στις αρχές και τους σκοπούς, αφορίζεται συνήθως ως «αγκύλωση» και ως «ιδεολογική καθαρότητα». Άραγε, δεν συμβαίνει το ίδιο και στον παρόντα χρόνο; Αυτό θα το απαντήσουμε στη συνέχεια.
Στο κέντρο της πολεμικής των «συνθετιστών» (με προεξάρχοντα τον Βολίν) βρέθηκε στην πραγματικότητα η αμφισβήτηση του ταξικού χαρακτήρα του αναρχισμού –δηλαδή, του ίδιου του αναρχισμού όπως αυτός εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε ιστορικά– η αποθέωση του ατόμου έναντι της συλλογικότητας αλλά και η προσπάθεια διάλυσης του αναρχισμού ως επαναστατικής ιδεολογίας. Η ανακήρυξή του σε μια «πνευματική» φιλοσοφία έξω από τον υλικό κόσμο και πέρα από την ζώσα κοινωνία. Δεν ήταν, δηλαδή, μια κριτική αποκλειστικά περιορισμένη στον «οργανωτικό τομέα» της «Πλατφόρμας» ή μια καλοπροαίρετη μεν αφελής δε, «συνθετική» διάθεση απόψεων που ήθελε να αποκρούσει την «αυστηρότητα» της Delo Truda και να απλώσει την ιδέα της οργάνωσης σε ευρύτερα τμήματα αναρχικών.
Ελάχιστα μιλά, άλλωστε, η «Πλατφόρμα» για θέματα οργανωτικής δομής, ασχέτως εάν τα σημεία αυτά είναι που κέντρισαν το ενδιαφέρον του Μαλατέστα ή άλλων σημαντικών αναρχικών όπως της Μαρίας Ισιντίν (Maria Isidine), αλλά και που είθισται διαχρονικά, να είναι τα πιο προβεβλημένα και πολυσυζητημένα. Η ουσία της πολεμικής στην «Πλατφόρμα» από τους «συνθετιστές», αποκρυσταλλώνει μια αντιπαράθεση για τη φύση και τον προσανατολισμό των αναρχικών και όχι μια διαμάχη αναφορικά με την αναρχική οργάνωση και την αντίκρουση της «θεωρητικής ενότητας» της Delo Truda με μια ακατανόητη και ιδεολογικά ανέφικτη «σύνθεση των τάσεων». Έστω και με δόσεις αυθαιρεσίας και λαμβάνοντας υπόψη το διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο, δεν θα ήταν παράλογο να παρομοιάσουμε τους «συνθετιστές» με τους «μετααναρχικούς» και «μεταμοντέρνους αναρχικούς» του σήμερα. Τόσο οι πρώτοι, όσο και οι δεύτεροι αποϊδεολογικοποιούν τον αναρχισμό, αξιώνουν έναν υποκειμενικό αναρχισμό που διαφέρει από άτομο σε άτομο, που το υπόβαθρό του δεν είναι πια ταξικό και υλιστικό, που ο σκοπός της ύπαρξής του δεν συνίσταται στην επαναστατική ανατροπή, αλλά σε μια φενακισμένη και ιδεαλιστική προσωπική ικανοποίηση «αντισυμβατικών ατόμων» εντός της υπάρχουσας εκμεταλλευτικής και καταπιεστικής κοινωνίας. Το πώς εκφράζεται ένας τέτοιος κομφορμιστικός ατομικιστικός αναρχισμός και ποια προσωπεία τον μεταμορφώνουν από εποχή σε εποχή, θα μπορούσε πράγματι να είναι αντικείμενο ολόκληρων τόμων.
Η αντιπροσωπευτικότερη θέση των «συνθετιστών» είναι αυτή που υποστηρίζει ότι «υπάρχει αξία σε όλες τις αναρχικές θεωρήσεις/σχολές σκέψης». Ποιοι ήταν όμως οι «συνθετιστές» και από ποια ιδεολογική βάση αναφύεται αυτή τους η πεποίθηση; Ήταν αναρχοκομμουνιστές που υποστήριζαν την κοινή οργάνωση με τους αναρχοατομικιστές αναγνωρίζοντας την «αξία όλων των σχολών σκέψης» ή μήπως το ανάποδο; Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή. Οι «συνθετιστές» μπορεί να είχαν την μία ή την άλλη ιδεολογική προέλευση, ωστόσο εξέφραζαν την προοπτική δημιουργίας μιας νέας κοσμοθεωρίας – αχταρμά, με αποσπασμένα σπαράγματα από όλες τις αναρχικές τάσεις. Δεν ήταν δηλαδή αναρχοκομμουνιστές ή αναρχοατομιστικές, υποστηρικτές της «σύνθεσης των τάσεων» υπό την έννοια της συνύπαρξης διαφορετικών κοσμοθεωριών κάτω από την ίδια οργανωτική στέγη, όπως οι ίδιοι πίστευαν ή όπως είθισται να πιστεύεται. Στην πραγματικότητα, ήθελαν να δημιουργήσουν μια «νέα αναρχία» αποϊδεολογικοποιημένη, μια νέα κοσμοθεωρία, μέσα στην οποία θα συνδέονταν ετερόκλητα στοιχεία που τάχα θα βρίσκονταν σε μια αδιαίρετη ενότητα. Μια νέα κοσμοθεωρία εν είδει δόγματος που θα έπρεπε το αναρχικό κίνημα να αποδεχτεί ως νέα πίστη, στο όνομα μιας κίβδηλης «ενότητας» και υπό την αξίωση της καθολικής αποδοχής «της αξίας όλων των σχολών σκέψης». Μιας «ενότητας» που θα είχε ως μοναδικό (αυτο)σκοπό την ικανοποίηση των μελών στο εσωτερικό της οργάνωσης, όντας σε πλήρη αποσύνδεση από την ταξική και επαναστατική πάλη, έξω από την κοινωνία και έξω από κάθε πρακτικό πολιτικό στόχο.
Όπως κάθε πολιτική θεωρία που εμφανίζεται ως «ιδεολογικά ουδέτερη» και στον βωμό μιας εκλεκτιστικής συμφιλίωσης, «αντι-δογματική», έτσι και αυτή των «συνθετιστών» κάθε άλλο παρά «ουδέτερη» και μη «δογματική» ήταν. Η συμφιλιωτική «ουδετερότητα» των «συνθετιστών» ήταν έμφορτη συγκεκριμένων ιδεολογικών αξιώσεων και η «αντιδογματικότητά» της, η μάσκα της προσδοκούμενης επιβολής ενός συγχυσμένου ιδεολογικού αχταρμά επί του αναρχισμού. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε ορισμένες μόνο από τις θέσεις των «συνθετιστών» για να διαφωτιστούμε. Σύμφωνα με τους ίδιους, «δεν μπορούμε να θεωρούμε τον αναρχισμό μια ταξική θεώρηση και ταυτόχρονα να απορρίπτουμε όσους πάνε να του προσδώσουν έναν πιο ανθρώπινο χαρακτήρα». Με άλλα λόγια οι «συνθετιστές» βάλλουν κατά του ταξικού υπόβαθρου του αναρχισμού, που κατ’ αυτούς θα πρέπει να αποτελεί μόνο ένα «στοιχείο» του ανάμεσα σε άλλα. Ας αφήσουμε όμως τον Αρσίνοφ, να απαντήσει και να μας βγάλει εμάς από την δύσκολη θέση: «Αυτή είναι μια άποψη που κατέχεται από κοινού με τους φιλελεύθερους, μέσω της οποίας φοβούνται να στηριχθούν στις αλήθειες του κόσμου της εργασίας, αιωρούμενοι ιδεολογικά για πάντα μεταξύ της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, ψάχνοντας για κοινές ανθρωπιστικές αξίες για να τις χρησιμοποιούν ως σύνδεση μεταξύ των ανταγωνιζόμενων τάξεων. Αλλά ξέρουμε καλά ότι δεν υπάρχει μια και αδιαίρετη ανθρωπότητα, ότι οι στόχοι του αναρχικού κομμουνισμού θα ικανοποιηθούν μόνο μέσω του αυτοκαθορισμού της εργατικής τάξης και ότι η δραστηριότητα της ανθρωπότητας ως συνόλου, συμπεριλαμβανομένης και της αστικής τάξης, δεν θα το επιτύχει αυτό καν».
Απαντώντας ο Αρσίνοφ στο πιο πάνω χωρίο απαντάει ταυτόχρονα και στην θέση των «συνθετιστών», με βάση την οποία «πρέπει να δημιουργήσουμε μια σύνθεση και να δηλώσουμε ότι ο αναρχισμός περιλαμβάνει ταξικά στοιχεία καθώς και ανθρωπιστικές και ατομικιστικές αρχές». Μια θέση που είναι ιδιαίτερα δηλωτική και αρκεί από μόνη της για να δικαιώσει την άποψη ότι οι «συνθετιστές» δεν επιδίωκαν τη «συνένωση των τάσεων» αλλά την κατάργηση των τάσεων και την αντιδιαλεκτική τους συγχώνευση τόσο σε κοσμοθεωρητικό όσο και σε οργανωτικό επίπεδο. Επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά, ότι κατά κανόνα στην ιστορία των επαναστατικών κινημάτων, η επίκληση σε μια ενότητα χωρίς αρχές ή κάτω από θολές αρχές, τόσο ανοιχτές ώστε να αγκαλιάζουν τα κάθε λογής ετερογενή στοιχεία, συνοδεύεται πάντοτε από αναθεωρητισμό, δογματισμό, απομάκρυνση εν τέλει από τις αρχές και, νομοτελειακά, οπισθοχώρηση από τον στόχο της Επανάστασης. Μια τέτοια κοσμοθεωρία όπως αυτή των «συνθετιστών», ατομικιστική και «ταξική» ταυτόχρονα, φιλοσοφικά εδραιωμένη στον ιδεαλισμό και την μεταφυσική αντίληψη της ιστορίας ως ιστορία γενικώς και αορίστως της «ανθρωπότητας», απομακρυσμένη από κάθε πρακτική πολιτική πάλη και επαναστατική στόχευση, θεμελιωμένη στο απόλυτο κενό, καμία ομοιότητα δεν παρουσιάζει με την αναρχική επαναστατική κοσμοθεωρία. Δίκαια ο Αρσίνοφ φιλοτέχνησε τους «συνθετιστές» με τον πιο εύστοχο τίτλο που θα μπορούσε να τους αποδοθεί, αυτόν, των «συγχυσμένων του αναρχισμού»!
Ανέκαθεν στην επαναστατική ιστορία, το τελειωτικό χτύπημα του –υποτίθεται– ιδεολογικά αποστασιοποιημένου και «υπερενωτικού» αναθεωρητισμού, έρχεται πάντα υπό την μορφή της «υπενθύμισης» των αρχών. Αυτών των αρχών, που πρώτα έχει πολεμήσει να εκριζώσει. Οι «συνθετιστές» δεν ξέφυγαν ούτε από αυτόν τον κανόνα. Ενώ πρώτα στόχευσαν τον ταξικό, κοινωνικό και υλιστικό πυρήνα του αναρχισμού,στην συνέχεια προσέφυγαν στην γνώριμη αυτή τακτική, επισημαίνοντας, τώρα ως όψιμοι «υπερασπιστές» του αναρχισμού, τάχα «ασυνέπειες» της «Πλατφόρμας» ως προς τη θεωρία: μια θεωρία που το μόνο που ήθελαν ήταν να καταργήσουν.
Οι «συνθετιστές» λοιπόν υποστηρίζουν ότι: «(Οι πλατφορμιστές) βρίσκονται μόλις ένα βήμα μακριά από τον μπολσεβικισμό, ένα μόνο βήμα το οποίο οι συγγραφείς της πλατφόρμας δεν τολμούν να κάνουν. Η ομοιότητα ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους «πλατφορμιστές αναρχικούς» είναι τρομακτική για τους ρώσσους συντρόφους…»
Τι είναι όμως αυτό που οι θεωρητικοί της «σύνθεσης» χαρακτηρίζουν ως «ένα βήμα μακριά από τον μπολσεβικισμό»; Στην πραγματικότητα, τίποτα άλλο από τον ίδιο τον αναρχισμό. Η «Πλατφόρμα» πιάνει το νήμα από εκεί ακριβώς που το είχε αφήσει ο Μπακούνιν, πραγματευόμενος τη σχέση μεταξύ σοσιαλιστικού ενστίκτου και επαναστατικής ιδέας, την σχέση δηλαδή ανάμεσα στο οργανωμένο πολιτικό υποκείμενο και την αυθόρμητη λαϊκή δράση. Εμπνέεται από τα κλασικά κείμενα και αποτελεί το ίδιο, ένα κλασικό ντοκουμέντο της αναρχικής παράδοσης, το οποίο επεξεργάζεται τις θεμελιακές ιδέες και προτάσεις των αναρχικών και θέλει να προσδώσει σε αυτές προγραμματικό και εφαρμόσιμο χαρακτήρα χωρίς πουθενά να αποκλίνει από τα μέσα και τους σκοπούς της αναρχικής κοσμοθεωρίας. Δεν μπορεί να εντοπίσει κανείς ασυνέχειες ή ιδεολογικές παρεκβάσεις στο κείμενο της «Πλατφόρμας» ακόμη και αν συναντά διαφωνίες με σημεία ή ορισμένες προτάσεις της. Οι «συνθετιστές» επιστράτευσαν αυτή την μομφή με πολιτικάντικη πρόθεση και επιδιδόμενοι σε έναν αήθη τακτικισμό αποπροσανατολισμού από τα θέματα που θέτει. Το πρόβλημα τους με την «Πλατφόρμα» δεν είναι οργανωτικό αλλά ιδεολογικό και είναι πρόβλημα, με τον ίδιο τον αναρχισμό, που ήθελαν να μεταλλάξουν.
Για να συνδέσουμε το «τότε» με το «τώρα», που οι ιδεολογικές συγχύσεις είναι μεγαλύτερες και οι αστικές επιδράσεις στον αναρχισμό έχουν εισβάλλει ολόπλευρα και επεκτατικά στο σύνολο των σύγχρονων αναρχικών κινημάτων, θα λέγαμε, ότι όπως ακριβώς οι σύγχρονοι συνεχιστές των «συνθετιστών», οι σημερινοί επικριτές των «-ισμών», της οργάνωσης και της ιδεολογίας, οι σύγχρονοι ατομικιστές της «μεταμοντέρνας» αναρχίας, έτσι και οι «συνθετιστές», αυτό για το οποίο επιχειρούσαν αντιδιαλεκτικά να πείσουν, είναι ότι ο αναρχισμός «δεν είναι αναρχισμός», ότι οι πρωτεργάτες και οι εκπρόσωποί του σφάλλουν. Έτσι, εμφορούμενοι από τα καταπιστεύματα μιας δικής τους επινοημένης «αναρχίας», πήγαν την επίθεση ένα βήμα παραπέρα: χαρακτήρισαν ως «μπολσεβικισμό» και «μαρξισμό» τον ταξικό, σοσιαλιστικό και υλιστικό πυρήνα του αναρχισμού, «μπολσεβικισμό» και «μαρξισμό», δηλαδή, τη θεωρία των Μπακούνιν, Κροπότκιν, Μαλατέστα, των «πλατφορμιστών» και άλλων, βάφτισαν «μπολσεβίκους» και «μαρξιστές» όλους όσοι δεν αποδέχονται τις φιλελεύθερες και αστικές επιδράσεις στον αναρχισμό.
Το κεντρικό ερώτημα της «Πλατφόρμας», στο οποίο οι «συνθετιστές» έδωσαν την δική τους απάντηση, φέρνει κατά την άποψη μας στο φως την κεντρική αιχμή της διαμάχης μεταξύ των αναρχικών, που κρατά από καταβολής του κινήματός μας: είναι ο αναρχισμός μια επαναστατική ταξική ιδεολογία που θα πρέπει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο για την κοινωνική ανατροπή ή είναι μια ατομική φιλοσοφία που μπορεί να προσληφθεί υποκειμενικά από τον καθένα και ως τέτοια να αποτελέσει έναν προσωπικό «οδηγό επιβίωσης» μέσα στο υπάρχον κοινωνικοπολιτικό σύστημα; Αυτό λοιπόν είναι κατ’ εμάς, το περιεχόμενο της διαμάχης, η έκβαση της οποίας θα κρίνει το ρόλο, τη θέση και την προοπτική του διεθνούς αναρχισμού τον 21ο αιώνα. Αυτή είναι και η κεντρική αγωνία των συντακτών της «Πλατφόρμας», οι οποίοι έχοντας ζήσει στο πετσί τους τη διπλή ήττα των αναρχικών δυνάμεων στα χρόνια της μπολσεβίκικης δικτατορίας επί του προλεταριάτου -πολιτική και στρατιωτική- αναζητούν διέξοδο και λύση στην δημιουργία μιας «Γενικής Ένωσης Αναρχικών» που θα σχηματιζόταν γύρω από ένα κοινό πρόγραμμα και γύρω από την ιδεολογική και τακτική ενότητα των μελών της.
Tα διδάγματα από την «Πλατφόρμα» και τα επιχειρήματα των συγγραφέων της απέναντι στις θεωρητικές διαστρεβλώσεις, τη φιλελεύθερη αποθέωση του ατόμου και το ξεγύμνωμα της ταξικής και επαναστατικής ρίζας του αναρχισμού είναι εξαιρετικά χρήσιμα σήμερα στην πάλη για την πολιτική και επαναστατική ανασυγκρότηση του εγχώριου και διεθνούς αναρχικού κινήματος. Η πρόκληση της οργάνωσης παραμένει, όπως και οι ιδεολογικές και στρατηγικές παθογένειες που κατατρύχουν το αναρχικό κίνημα. Τα διλήμματα είναι εδώ: θέλουμε ένα αναρχικό κίνημα που να διαδραματίσει καταλυτικό πολιτικό ρόλο στις δραματικές εξελίξεις των ημερών μας, να εμπνεύσει και να παλέψει για τον θρίαμβο και τη νίκη των προταγμάτων του ή έναν αναρχικό χώρο χωρίς ταξικά και κοινωνικά ερείσματα, όλο και πιο απομαζικοποιημένο, που απλώς θα αποτελεί έναν φασαριόζικο «ακόλουθο» των εξελίξεων; Αν θέλουμε το δεύτερο, απλά για να «κινούμαστε» και να «δρούμε» και «ό,τι βγει», τότε δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα. Αν θέλουμε το πρώτο, θα πρέπει να οργανωθούμε και να αναπτύξουμε στρατηγική και επαναστατικό πρόγραμμα.
Ο αναρχισμός είναι κίνημα της ταξικής πάλης. Είναι η επαναστατική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, το ελευθεριακό της απαύγασμα. Είναι η μόνη λύση στα προβλήματα των καιρών, για την ταξική και κοινωνική χειραφέτηση και την ανοικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς κράτος και εξουσία, με τον πλούτο στα χέρια αυτών που τον παράγουν. Αυτός ο στρατηγικός προσανατολισμός προϋποθέτει οργάνωση και εφαρμόσιμο επαναστατικό πρόγραμμα που θα εισχωρήσει μέσα στην καρδιά της ταξικής πάλης και θα καταφέρει να κερδίσει την μεγάλη πλειοψηφία αυτών που θα κληθούν να το ενσαρκώσουν: την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων, των άνεργων, των μικρομεσαίων που δεν απασχολούν εργατική δύναμη, των φτωχών αγροτών, της ταξικά προσδιορισμένης νεολαίας. Γι’ αυτόν τον στόχο θα πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να συγκροτήσουμε έναν σύγχρονο αναρχικό πολιτικό φορέα, μια σύγχρονη επαναστατική πολιτική δύναμη που σχεδιασμένα θα ανατρέψει το υπάρχον πολιτικό σκηνικό και τους υφιστάμενους συσχετισμούς δύναμης προλειαίνοντας το έδαφος της Κοινωνικής Επανάστασης. Που θα δράσει τοπικά και θα στοχεύσει παγκόσμια ζωντανεύοντας ξανά την Μαυροκόκκινη Διεθνή των Αναρχικών σε μια εποχή ιμπεριαλιστικών πολέμων και γεωπολιτικών αναδιατάξεων που έχει επιφέρει η παγκόσμια δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.
Δεν μπορεί ο αναρχισμός να εκπέσει σε μια ατομική φιλοσοφία ή ένα διασκεδαστικό χόμπι δήθεν «αντισυμβατικότητας» για λίγους και εκλεκτούς. Δεν είναι περιθωριακή υποκουλτούρα αλλά επαναστατική κοσμοθεωρία με τις αρχές, τα ιστορικά στάσιμα, τους νεκρούς και τα διδάγματά της. Για να έχει ο αναρχισμός ιστορική συνέχεια και νέα επαναστατικά στάσιμα, θα πρέπει να έχει και ιστορικούς συνεχιστές: πολιτικά οργανωμένους και συλλογικά υπεύθυνους για την υπεράσπιση των ιδεών και των προταγμάτων του. Με εμπεδωμένη γνώση της ιστορίας και της θεωρίας, με σφυρηλατημένη επαναστατική και ιδεολογική πολιτική ταυτότητα. Δεν είναι «αναχρονιστικές» αυτές οι αξιώσεις ούτε παραπέμπουν σε ένα θρησκευτικού τύπου υπόδειγμα αναρχικών «πιστών» όπως θα μας ανταπαντήσουν οι ακραίοι δογματιστές της μεταμοντέρνας επίθεσης, αυτοί που αρνούνται τη δυνατότητα της επαναστατικής αλλαγής βλέποντας τις κοινωνίες ως στατικές και τον καπιταλισμό και την αστική δημοκρατία ως τερματικό τους σταθμό, ως άλλοι Φουκογιάμα. Η διάρρηξη των συλλογικών δεσμών της κοινωνίας, ο κατακερματισμός της σε χιλιάδες κατασκευασμένες ατομικές «ταυτότητες», η αντικατάσταση των κεντρικών επαναστατικών προταγμάτων από ατομικά φιλοσοφήματα εναλλακτικής συνύπαρξης με την βαρβαρότητα δεν σηματοδοτούν το «νέο»: είναι το πιο ωμό αποκρυστάλλωμα της αστικής παρακμής των κοινωνιών, του δόγματος «ο καθένας για την πάρτη του».
Προσηλωμένοι στον σκοπό της υπεράσπισης, της προώθησης και της έμπρακτης εγκαθίδρυσης των αναρχικών προτάσεων, οφείλουμε να κάνουμε υπερβάσεις, τόσο πολιτικές και στρατηγικές, όσο και οργανωτικές και αγωνιστικές. Να αφήσουμε τις εύκολες λύσεις των ατομικών οδών, της μη οργάνωσης, της μη υπεύθυνης και της μη σταθερής πολιτικοποίησης που την ευτελίζει και την μετατρέπει σε ψυχαγωγία του ελεύθερου χρόνου. Να ξεριζώσουμε μια και καλή τον ατομικισμό σε κάθε του έκφανση, από τη ζωή, τη θεωρία, την πολιτική μας υπόσταση. Να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός δεν αποτελεί μέρος της αναρχικής παράδοσης όπως συκοφαντικά κάποτε τον κατέταξαν οι Μαρξ-Ένγκελς στην «Γερμανική αντίδραση», αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της σάπιας αστικής κοινωνίας που συλλογικά θέλουμε να ανατρέψουμε. Με τον ίδιο τρόπο να αντιμετωπίσουμε τον μεταμοντέρνο ατομικισμό της πολιτικής των «ταυτοτήτων», του υποκειμενικού ιδεαλισμού, τον ατομικισμό που καιροφυλακτεί στην εφήμερη στράτευση και βλέπει τους αγώνες με όρους καταναλωτικού θεάματος, που όταν φθίνει, τότε η επιστροφή στον καναπέ εμφανίζεται ως μονόδρομος διαφυγής από την κοινωνική και πολιτική μας ευθύνη. Αυτή είναι η πρόσληψη των διδαγμάτων της «Πλατφόρμας» και με αυτά μας οπλίζει απέναντι στην σημερινή δυστοπία της ατομικιστικής πανούκλας που κατατρύχει, ως κίτρινος πυρετός, το κίνημά μας.
Αν θέλουμε, λοιπόν, ένα αναρχικό κίνημα ισχυρό, μάχιμο, διαρκώς δρών και παρόν στην καθημερινότητα των ανθρώπων, τότε θα πρέπει να πασχίσουμε για να το κάνουμε πράξη. Εδώ, άμεσα, τώρα, στον κόσμο που ζούμε.
Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού