Το Σάββατο 30 του Νοέμβρη πραγματοποιήθηκε με επιτυχία και με την μαζική συμμετοχή δεκάδων συντρόφων και συντροφισσών η εκδήλωση αυτοπαρουσίασης της νέας ομάδας από την Θεσσαλονίκη «Οριζόντια Κίνηση – Για την Αναρχία και τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό» στο Κοινωνικό Κέντρο Ovradera. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης πραγματοποιήθηκε παρουσίαση της πρόσφατης μας έκδοσης «Η Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών και ο διάλογος πάνω σε αυτή» [1] καθώς και συζήτηση γύρω από την οργανωτική προοπτική των αναρχικών δυνάμεων.
Χαιρετίζουμε τις δεκάδες των συντρόφων/ισσων, που με την παρουσία, το ενδιαφέρον και την συμμετοχή τους στην συζήτηση εξέφρασαν την κοινή αγωνία για ξεπέρασμα του πολιτικού και οργανωτικού τέλματος του κινήματος μας προσβλέποντας προς μια νέα ελπιδοφόρα προοπτική. Ευχαριστούμε ξανά την «Οριζόντια Κίνηση – Για την Αναρχία και τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό» για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση να συμμετέχουμε στην εκδήλωση και ευχόμαστε καλή δύναμη στην πολιτική και αγωνιστική της διαδρομή.
Ακολουθεί το γραπτό μέρος της τοποθέτησής μας στην εκδήλωση. Στο 1ο μέρος μια αυτοπαρουσίαση της συλλογικότητας μας, στο 2ο η εισήγηση μας για την «Πλατφόρμα» και στο 3ο μέρος η τοποθέτηση μας για το ζήτημα της οργάνωσης.
1ο μέρος
Θα θέλαμε αρχικά να ευχαριστήσουμε τους συντρόφους της Οριζόντιας Κίνησης για την πρόσκληση που μας απεύθυναν για την σημερινή εκδήλωση. Πρώτα απ’ όλα, οφείλουμε να ευχηθούμε καλή αγωνιστική αρχή και καλή δύναμη στην διαδρομή που οι σύντροφοι έχουν αρχίσει να βαδίζουν. Είμαστε βέβαιοι ότι η ίδρυση της Οριζόντιας Κίνησης θα συνοδευτεί από την πολύτιμη πολιτική της προσφορά, η οποία ήδη έχει διαφανεί στην πολύπλευρη δραστηριότητα που η συλλογικότητα έχει αναπτύξει σε πολύ σύντομο χρόνο.
Θα θέλαμε και εμείς από την πλευρά μας να πούμε δυο λόγια για την συλλογικότητάς μας, αφού είναι η πρώτη φορά που τοποθετούμαστε ως ομιλητές σε εκδήλωση στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Η Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού ξεκίνησε την διαδρομή της τον Οκτώβριο του 2016 από έναν πυρήνα συντρόφων και συντροφισσών που δραστηριοποιούνταν σε κεντρικές πρωτοβουλίες αγώνα και ομαδοποιήσεις. Ο πυρήνας αυτός ενστάλλαξε ένα σύνολο συμφωνιών μέσα στην ζωντανή πάλη και μέσα από μια σειρά κινηματικών σταθμών που συνδιαμόρφωσε μέσα στο «ταραγμένο» 2015 σε αγωνιστική σύμπραξη με δεκάδες άλλους και άλλες.
Ενδεικτικά, θα αναφέρουμε την αντικρατική διαδήλωση τον Φλεβάρη του 2015 με κεντρικό σύνθημα «κλωτσιές στους εμπόρους της ελπίδας» η οποία πραγματοποιήθηκε μερικές εβδομάδες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το πολυσυλλεκτικό σχήμα «αναρχικοί/ες για την συστημική αποσταθεροποίηση» που διοργάνωσε τις μοναδικές συγκεντρώσεις στην Αθήνα για την αποχή από το δημοψήφισμα διάχυσης των ευθυνών για το προδιαγεγραμμένο τρίτο μνημόνιο, καθώς και οργάνωσε το αναρχικό συγκρουσιακό μπλοκ την ημέρα ψήφισης των ληστρικών μέτρων του 3ου μνημονίου. Τέλος, να αναφέρουμε την ομάδα «Σύμπραξη για την διάχυση της Επαναστατικής Προοπτικής» από την οποία προήλθε ο αρχικός πυρήνας της «Πρωτοβουλίας».
Από το 2016 ως το 2020, με πολλές είναι η αλήθεια ασυνέχειες, η συλλογικότητα μας δραστηριοποιήθηκε περισσότερο ως μια ομάδα κοινωνικής και ταξικής απεύθυνσης στις γειτονιές των Αγίων Αναργύρων και του Καματερού, παρά ως μια οργανωμένη πολιτική συλλογικότητα με πολύπλευρη δράση και σαφώς αποκρυσταλλωμένους στόχους. Με έναν τρόπο «γείωνε» τοπικά την κεντρική δράση των μελών της (όπως π.χ. την συνδιοργάνωση του αναρχικού μπλοκ στην διαδήλωση για τον ερχομό του Ομπάμα τον Νοέμβριο του 2016) και παράλληλα παρενέβαινε στις γειτονιές, στα σχολεία των περιοχών και σε χώρους δουλειάς, προπαγανδίζοντας τις θέσεις και τα επαναστατικά της προτάγματα.
Τον Γενάρη του 2020, παράλληλα με την κεντρική αντικρατική διαδήλωση «ενάντια στους μεταμνημονιακούς μύθους και την συστημική κανονικότητα» που συνδιοργανώσαμε μαζί με άλλους συντρόφους και συντρόφισσες, συνδέοντας τόσο συμβολικά όσο και ουσιαστικά το νήμα των εποχών ανάμεσα στο «εμπόριο ελπίδας και την νεοφιλελεύθερη αντίδραση» όπως δήλωνε και η αφίσα της πορείας, ήταν που ξεκίνησαν οργανωμένα οι συζητήσεις για την σύνταξη του καταστατικού λειτουργίας και στόχων της συλλογικότητας μας και τέθηκαν γερά θεμέλια για την ανάπτυξη της δραστηριότητας της, υπερβαίνοντας την έως τα τότε δομή και λειτουργία της και βάζοντας μπροστά μια σειρά από πολιτικά και αγωνιστικά πλάνα. Η οργανωτική και πολιτική μας συγκρότηση καθώς και οι μακρόπνοοι στόχοι που κωδικοποιήθηκαν στο καταστατικό μας κείμενο, ήταν καρποί «σφιχτών» συμφωνιών και ταυτόχρονα, το προϊόν των συμπερασμάτων που συγκεντρώσαμε την περίοδο εκείνη για την «νέα εποχή» που θα έμπαινε ο αναρχικός χώρος. «Βλέπαμε» ότι η αριθμητική του συρρίκνωση θα συνεχιστεί όσο συνεχίζεται η κυριαρχία του αφορμαλιστικού μοντέλου και ότι μέσω αυτής της οδού, του «πάμε και όπου βγει», χωρίς αρχές και στόχους, θα ήταν αδύνατον να «αντέξει» ο πολιτικός μας χώρος τις ιδεολογικές επιθέσεις, τόσο απ’ την μαρξιστική όσο και απ’ την φιλελεύθερη-ατομικιστική πλευρά, όπως συχνά σημειώνουμε στις διάφορες αναλύσεις μας.
Με την δημοσιοποίηση του καταστατικού μας τον Απρίλιο του 2021, αποφασίστηκαν τα όργανα πληροφόρησης τα οποία θα αναπτύσσαμε στην συνέχεια (όπως η εφημερίδα, οι εκδόσεις, το εργατικό δελτίο και ο ιστότοπος anarchism.espivblogs.net που σήμερα διαθέτουμε), το άνοιγμα πολιτικών χώρων στα δυτικά προάστια που έχει περάσει από χίλια κύματα αλλά κι αυτό θα έχει αίσιο τέλος, η δημιουργία οργανωτικών τομέων που υπάρχουν στην δομή της συλλογικότητάς μας και δουλεύουν σε μια σειρά από μέτωπα, η προϋπόθεση ότι κάθε μέλος μας, θα είναι ταυτόχρονα και μέλος ταξικών και φοιτητικών σχημάτων, στον χώρο εργασίας και στον χώρο σπουδών του κ.λ.π.
Από το 2021 έως σήμερα έχουμε οργανώσει μια σειρά από διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις στα δυτικά προάστια της Αθήνας, όπως για την κρατική δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη το 2022 και την αντιεθνικιστική διαδήλωση στις 28 Οκτωβρίου 2023, καθώς και έχουμε οργανώσει διακριτά αναρχικά μπλοκ σε πληθώρα τοπικών πορειών (π.χ. πορεία μετά τα γεγονότα στην Νέα Σμύρνη, για την ακρίβεια κ.α). Αντίστοιχα έχουμε συμμετάσχει με διακριτά μπλοκ και σε κεντρικές πορείες και συγκεντρώσεις καθώς και σε συνδιοργανώσεις. Οι πρωτοβουλίες αγώνα – οι οποίες θέλουμε να πολλαπλασιαστούν – πηγαίνουν χέρι χέρι με την καθημερινή μας παρουσία στις γειτονιές, τα σχολεία, τις σχολές και τους χώρους δουλειάς των δυτικών προαστίων, αφού πεποίθηση μας είναι ότι όσο πιο πολύ απομακρύνεται το αναρχικό κίνημα από την κοινωνία, τόσο πιο πολύ θα χάνει περαιτέρω έδαφος σε επίπεδο επιρροής και τόσο πιο πολύ θα εμφανίζεται αποδυναμωμένο. Απ’ την πλευρά μας, παλεύουμε για την ανανέωση των κινηματικών γραμμών, δεν μας ενδιαφέρει ένας «αγώνας δημοφιλίας» μέσα σε ένα συρρικνωμένο, μικρό και αδύναμο κίνημα.
Εμβληματικό αξίωμα του λόγου και της δράσης μας αποτέλεσε σταθερά, απ΄την αρχή της διαδρομής μας, η θέση ότι μόνο μέσα από μια αναρχική οργάνωση μπορούμε να συμβάλλουμε αποτελεσματικά ώστε ο αναρχισμός και οι δυνάμεις του να καταστούν πρωταγωνιστές των εξελίξεων, σε «επαναστατική εμπροσθοφυλακή» του αγώνα για την Κοινωνική Επανάσταση. Εξαρχής αντιλαμβανόμασταν ότι δεν αρκεί μια συλλογικότητα με γεωγραφικό προσδιορισμό έναν μικρό δήμο της Αθήνας για να «ανοίξει» το οργανωτικό ζήτημα. Γι ‘ αυτό και στόχος μας είναι να μεταξελιχθούμε σε ένα μεγαλύτερο σχήμα το επόμενο διάστημα, σε μια οργάνωση προαστιακής εμβέλειας στα δυτικά, με ταυτόχρονη κεντρική δράση. Ένα πολιτικό σχήμα, που μαζί με άλλα συλλογικά σχήματα και συντρόφισσες/ους, θα παλέψει για την οικοδόμηση ενός νέου κινηματικού πόλου αγώνα, μέσα από τον οποίο θα προκύψουν και οι αναγκαίες συνθήκες που θα επιτρέψουν οργανωτικά και πολιτικά άλματα.
Κάπως έτσι «κλείνουμε» αυτή την σύντομη παρουσίαση, δίνοντας πιστεύουμε την κατάλληλη «πάσα» για να περάσουμε στην συνέχεια στην πρόσφατη μας έκδοση της «Πλατφόρμας» και την συζήτηση για την οργάνωση των αναρχικών στο εδώ και το τώρα.
2ο μέρος
Η «Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών» αποτελεί ένα εμβληματικό ντοκουμέντο της αναρχικής παράδοσης, ιδιαίτερα συζητημένο στο διεθνές κίνημα αλλά εξαιρετικά αγνοημένο και εν πολλοίς διαστρεβλωμένο, όσον αφορά τα ελλαδικά καθ’ ημάς. Η δημοσιοποίηση της, συνοδεύεται από αντιπαραθέσεις, μύθους, μονομερείς αναγνώσεις. Πολύ συχνά ακόμη και υποστηρικτές της «Πλατφόρμας» τείνουν να την αντιλαμβάνονται απλά και μόνο ως μια προσταγή για «πειθαρχία» στην οργάνωση, κάτι που δεν αντιστοιχεί στο τι πραγματικά πρεσβεύουν οι θέσεις της.
Αρχικά να πούμε, ότι η «Πλατφόρμα» δεν γράφτηκε από αποκομμένους θεωρητικούς μέσα σε κενό χρόνο, ούτε από «γραφειοκράτες» που προσέβλεπαν σε μια κομματικού τύπου οργάνωση. Είναι μια πρόταση επαναστατών της πρώτης γραμμής, μια πρόταση αναρχικών μαχητών που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση στην Ρωσία και στον αγώνα για την εφαρμογή των αναρχικών κομμουνιστικών προτάσεων στην πράξη. Ουσιαστικά, αποτελεί το απόσταγμα της εμπειρίας μιας ομάδας αναρχικών, που έζησε από πρώτο χέρι την εκτροπή της επανάστασης από τα εξουσιαστικά σχέδια των μπολσεβίκων και συγκέντρωσε μια σειρά από συμπεράσματα για τα αίτια της ήττας των αναρχικών και την αδυναμία τους να προωθήσουν σε άλλη κατεύθυνση – ελευθεριακή, αντικρατική- την επανάσταση.
Ήταν οι βαθιές ασθένειες που αναφέρουν, σε ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο που οφείλονται στην «χρόνια αποδιοργάνωση» των αναρχικών, οι αιτίες αυτές. Η φιλελεύθερη αποθέωση της «ατομικότητας» στο εσωτερικό των αναρχικών δυνάμεων, η μη οργάνωση και ο κατακερματισμός τους, οι ασάφειες στην θεωρία και στον στόχο. Γι’ αυτό και οι σύντροφοι αυτοί, πρόταξαν την δημιουργία μιας «Γενικής Ένωσης Αναρχικών». Μιας οργάνωσης που θα συσπειρώσει όλα τα «υγιή στοιχεία» του αναρχικού κινήματος γύρω από συγκεκριμένες ιδεολογικές αρχές και πολιτικές θέσεις και γύρω από ένα κοινό επαναστατικό πρόγραμμα, που με την απαιτούμενη «ιδεολογική και τακτική ενότητα» θα το μπολιάσει μέσα στην καρδιά της ταξικής πάλης και θα συμβάλλει στην νίκη και την εγκαθίδρυση του.
Εάν και η μεγαλύτερη συζήτηση όσον αφορά την «Πλατφόρμα» είθισται να περιστρέφεται γύρω από ζητήματα «δομής» μιας αναρχικής οργάνωσης, στην πραγματικότητα πρόκειται για ντοκουμέντο περισσότερο πολιτικό και προγραμματικό, που περιγράφει την υπάρχουσα κοινωνία (που πρέπει να ανατραπεί) και την νέα κοινωνία (που θα πρέπει να την αντικαταστήσει). Xαρακτηριστικό είναι το γεγονός, ότι ο «πολυσυζητημένος» οργανωτικός τομέας της «Πλατφόρμας», συνιστά το μικρότερο τμήμα του κειμένου. Η σύνδεση των ιδεολογικών και προγραμματικών θέσεων που αναπτύσσονται με τις οργανωτικές θέσεις που καταγράφονται είναι οργανική. Η οργάνωση που προτείνεται δεν είναι ο αυτοσκοπός, αλλά ο «τρόπος» που θα φτάσουμε εκεί που θέλουμε. Κι έρχεται ως επιστέγασμα των συμπερασμάτων, παράγεται από αυτά, δεν τα παράγει.
Πριν περάσουμε στις οργανωτικές έννοιες που εισάγει η «Πλατφόρμα» θα θέλαμε να σταθούμε στο ζήτημα του προγράμματος. Καταρχάς, τι είναι ένα αναρχικό επαναστατικό πρόγραμμα και γιατί είναι αναγκαίο; Το επαναστατικό πρόγραμμα δεν αποτελεί μια συγκέντρωση και συρραφή αφαιρετικών προταγμάτων πάνω στο χαρτί. Δεν είναι μια γενική καταγραφή των στόχων και των προταγμάτων μας (πχ κοινωνική επανάσταση, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής κτλ.) αλλά μια επεξεργασμένη πρόταση για το πώς μπορούν να εφαρμοστούν.
Η αναγκαιότητα να τίθενται τα επαναστατικά προτάγματα στον δημόσιο λόγο σε μια εποχή, μάλιστα, έντονης ιδεολογικής σύγχυσης και έλλειψης επαναστατικού οράματος είναι αναγκαία, αλλά όσο αυτά δεν αποτελούν μέρος μια συνολικής και λεπτομερώς διατυπωμένης επαναστατικής αντιπρότασης καταλήγουν σε ευχολόγια, ψάχνοντας την επιβεβαίωση τους μόνο μέσα σε ένα μικρόκοσμο ιδεολογικά «πιστών» ή παραμόνο την αναγνώριση του δικαίου τους σε πλατύτερα κομμάτια της κοινωνίας, αλλά ως «ουτοπικά» και ανεφάρμοστα στο παρόν.
Αυτό το «κενό» μεταξύ της «ορθότητας» της ιδέας και της πρακτικής εφαρμογής της έρχεται να καλύψει το αναρχικό επαναστατικό πρόγραμμα όντας στην ουσία του μια λεπτομερής αποτύπωση της πρότασης μας για την οργάνωση της οικονομίας, της παραγωγής και της διανομής, για την πολιτειακή μεταβολή και την πολιτική αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Δηλαδή ενός σαφώς κατατεθειμένου σχεδιασμού για το πώς θα φτάσουμε και πώς θα οικοδομηθεί ο ελευθεριακός κομμουνισμός και η αναρχία. Στην πραγματικότητα το επαναστατικό πρόγραμμα δεν αποτελεί μια καταγραφή θεωρίας αλλά το πώς μπορεί αυτή η θεωρία να εφαρμοστεί και πώς μπορεί να αναπτυχθεί εκείνο το ελευθεριακό επαναστατικό κίνημα που θα ωθήσει προς την εγκαθίδρυση της ως πρακτικού προγράμματος.
Με δεδομένο το παραπάνω, η συγγραφή ενός επαναστατικού προγράμματος οφείλει να εκκινεί από την ανάλυση και ερμηνεία των σημερινών πολιτικών, κοινωνικών και ταξικών συνθηκών και της παρούσας κατάστασης της ταξικής πάλης. Το επαναστατικό πρόγραμμα, γεννιέται μέσα στην ζώσα αγωνιστική πραγματικότητα, τροφοδοτείται από αυτήν και επιχειρεί να την τροφοδοτήσει. Αυτό μας οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να είναι έργο κάποιων αποκομμένων θεωρητικών στοχαστών που «αποσυρόμενοι σε ένα βουνό» θα συζητήσουν και θα καταγράψουν λεπτομερώς τις προγραμματικές τους προτάσεις. Αντιθέτως το επαναστατικό πρόγραμμα οικοδομείται μέσα στο καμίνι της ταξικής και κοινωνικής πάλης από αγωνιστές και αγωνίστριες που παρεμβαίνουν οργανωμένα μέσα σ΄αυτή. Ούτε θεωρούμε πως είναι ο ρόλος μιας αναρχικής ομάδας να αναπτύξει ένα συνολικό επαναστατικό πρόγραμμα, αλλά μιας πλατιάς αναρχικής οργάνωσης που ως αντίκρυσμα της δυναμικής, της επιρροής και του ρόλου της ως επαναστατική εμπροσθοφυλακή μέσα στα ταξικά και κοινωνικά κινήματα θα θέσει ταυτοχρόνως τις προϋποθέσεις, την δυνατότητα και την αναγκαιότητα για την προώθηση του επαναστατικού προγράμματος.
Περνώντας στην εφαρμογή του αναρχικού επαναστατικού προγράμματος, το ποιος θα το εφαρμόσει ορίζεται από την συνολική στρατηγική του κατεύθυνση, την Κοινωνική Επανάσταση και την δημιουργία της ακρατικής – αταξικής κοινωνίας. Είναι σαφές πως δεν αναφερόμαστε σε μια πολιτική επανάσταση που θα πραγματωθεί από μια οργανωμένη πολιτική δύναμη αναρχικών επαναστατών, που στα πρότυπα μιας λενινιστικής ή μπλανκισιστικής πρωτοπορίας θα επιβάλλει το πρόγραμμα της επί της κοινωνίας, ούτε σε ένα επαναστατικό πρόγραμμα που επιζητεί «υποστηρικτές» και «θιασώτες» για να εφαρμοστεί από κάποιους άλλους, ερήμην τους. Το υποκείμενο που θα δώσει «ζωή» και πρακτική εφαρμογή στο επαναστατικό πρόγραμμα είναι η ίδια η κοινωνία, εκκινώντας από την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη είναι αυτή που θα κοινωνικοποιήσει, «περνώντας» στα χέρια της συλλογικής διαχείρισης ολόκληρης της κοινωνίας τους διάφορους κλάδους της παραγωγής και όχι μια πολιτική ελίτ στο όνομα της. Η άμεση εξειδίκευση στην πράξη, του επαναστατικού προγράμματος, θα γίνει από τους ίδιους τους επαναστατημένους εργαζόμενους, αξιολογώντας και κρίνοντας διαρκώς τα δεδομένα υπό τον συλλογικό τους έλεγχο, πάνω στις βασικές συμφωνημένες αρχές της ισότητας, της αλληλεγγύης και της ελευθερίας.
Η σχέση μεταξύ της αναρχικής οργάνωσης και της τάξης είναι αξεδιάλυτη και όχι μια σχέση ηγεμονίας. Βάζοντας αυτή την συζήτηση μεταξύ της σχέσης του «πολιτικού» από την μια πλευρά και του «ταξικού – κοινωνικού» παράγοντα από την άλλη, σε ένα γενικότερο κάδρο θα μπορούσαμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι οι εκάστοτε διαφορετικές στρατηγικές των αντικρουόμενων πολιτικών δυνάμεων εκκινούν από την βάση του πώς αναγνωρίζουν τα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης στην παρούσα κοινωνική συνθήκη και ποια θα είναι η θέση της μετά την επαναστατική μετάβαση. Έτσι, λοιπόν, στην ιστορία των επαναστατικών κινημάτων μπορούμε να αναγνωρίσουμε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές θέσεις πάνω σ΄αυτό το ζήτημα. Μια που αναγνωρίζει πως ο αυθορμητισμός των μαζών είναι αρκετός για να επέλθει η επαναστατική μετάβαση και οποιαδήποτε πολιτικά οργανωμένη δύναμη δεν έχει λόγο ύπαρξης και καταλήγει αναγκαστικά σε μια εξουσιαστικού τύπου καθοδήγηση. Υποστηρικτές του παραπάνω «σχήματος» μπορούμε να βρούμε τόσο ανάμεσα στον εξεγερσιακό αναρχισμό που βασιζόμενος σε μια βουλησιαρχία και όχι ενός σχεδίου για την επανάσταση αποθεώνει τον αυθορμητισμό, όσο και σε μια διαφορετικού τύπου οικονομικίστικη αντίληψη εντός του αναρχοσυνδικαλισμού που υποστηρίζει πως αρκεί η αυτοτελής οργάνωση της εργατικής τάξης σε οικονομικού τύπου οργανώσεις (επαναστατικά συνδικάτα κτλ.)
Παραλλαγές αυτής της αντίληψης συναντάμε σήμερα στις θέσεις πολλών αναρχικών ομάδων και συντρόφων/ισσων που δεν είναι απαραίτητα «εξεγερσιακές» ή «αναρχοσυνδικαλιστικές» αλλά αντιλαμβάνονται με την ίδια «φοβικότητα» την πολιτική οργάνωση και την ταυτίζουν με κινδύνους «απ’ τα πάνω» εξουσιαστικής καθοδήγησης των μαζών. Το μόνο που καταφέρνουν αυτές οι προσεγγίσεις είναι να καθιστούν το αναρχικό κίνημα στον ρόλο της «ουράς» των εξελίξεων, αβαντάροντας άτυπα τους πραγματικούς εξουσιαστές-καθοδηγητές. Και είναι και μια «φοβικότητα» εκτός τόπου και χρόνου αν κρίνουμε την πραγματική επιρροή που ο αναρχισμός ασκεί σήμερα. Αντίθετα, μια τέτοια κριτική μπορεί να έχει μια βάση όσον αφορά την κριτική σε λογικές αποκομμένου «ζορό-εκδικητή», δεν έχει όμως καμία βάση όταν προορίζεται ενάντια στο πρόταγμα για οργάνωση και διεύρυνση της επιρροής των αναρχικών με στόχο την δημιουργία επαναστατικού κινήματος ανατροπής.
Μια εντελώς διαφορετική και εχθρική προς το αναρχικό κίνημα οπτική, είναι αυτή της λενινιστικής πρωτοπορίας που προτάσσει το κομμουνιστικό κόμμα ως την αναγκαία καθοδηγητική δύναμη που θα φέρει η ίδια την επανάσταση έχοντας έναν ρόλο πολιτικής ηγεμονίας και καθοδήγησης επί της εργατικής τάξης. Η αντίληψη αυτή εκκινεί από την ανάλυση του ότι οι εργατικές μάζες έχουν μόνο καταστρεπτικά ένστικτα και όχι δημιουργικά, μη μπορώντας να αποτελέσουν τον παράγοντα της επαναστατικής ανατροπής.
Στον αντίποδα των παραπάνω, στέκεται η αντίληψη του οργανωτικού δυισμού και της αναγκαιότητας της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής, μια αντίληψη που εάν και όχι με τους συγκεκριμένους όρους που είναι μεταγενέστεροι, υποστηρίζεται στην ουσία της και μέσα στην ίδια την «Πλατφόρμα». Ο οργανωτικός δυισμός βασιζόμενος στην αντίληψη της διάκρισης των επιπέδων οργάνωσης, δηλαδή την διάκριση ανάμεσα στην οργάνωση που βασίζεται στην ιδεολογική, πολιτική και προγραμματική συμφωνία (αναρχική οργάνωση) και της οργάνωσης που δομείται πάνω στα κοινά συμφέροντα (ταξική οργάνωση) προτάσσει στην ουσία την αμοιβαία αλληλεπίδραση αυτών των δύο ως μια σχέση αλληλοτροφοδότησης. Η αναρχική οργάνωση αποτελεί την οργάνωση των πιο συνειδητών κομματιών της εργατικής τάξης η οποία στην ουσία θέλει να καθρεφτίσει και αγωνίζεται για την πραγμάτωση των εργατικών και κοινωνικών αναγκών, που καταπιέζονται στο υπάρχον εκμεταλλευτικό και καταπιεστικό σύστημα. Εάν αποκοπεί από την αλληλεπίδραση με τις ταξικές και κοινωνικές αναγκαιότητες, χάνει και την πραγματική της δύναμη. Ο ρόλος της ως επαναστατική εμπροσθοφυλακή δεν συνεπάγεται επ ουδενί, κατά την θέση μας, μια εξουσιαστικού τύπου καθοδήγηση, αλλά εμπίπτει σε έναν αγώνα μέσα στις τάξεις των εργαζομένων για την πάλη για την «ηγεμονία των ιδεών», για την ανάπτυξη της επαναστατικής συνείδησης των εργαζόμενων μαζών, έχοντας την βαθιά πεποίθηση ότι αυτές αποτελούν το υποκείμενο της επαναστατικής αλλαγής. Η μάχη αυτή δίνεται τόσο μέσα από την οργανωμένη παρέμβαση (εισχώρηση) στην μαζικές οργανώσεις των εργαζομένων, στις λαϊκές συνελεύσεις κλπ όσο και μέσω του παραδείγματος με το χτίσιμο της νέας κοινωνίας στο κέλυφος της παλιάς (κοινωνικοποιήσεις, απαλλοτριώσεις εδαφών και κτηρίων, δίκτυα αλληλοβοήθειας κλπ που βρίσκονται σε διαλεκτική διασύνδεση με την επαναστατική στρατηγική και το επαναστατικό πρόγραμμα μακριά από λογικές «νησίδων» ή «κοινοτήτων» ελευθερίας κλπ).
Για να επιτύχουν αυτούς τους σκοπούς, ο τρόπος, η μορφή και οι μέθοδοι οργάνωσης των οργανωμένων αναρχικών είναι σίγουρα ένα σημείο κλειδί. Ένα σημείο κλειδί τόσο ως προς την αποτελεσματικότητα, όσο και ως προς την προάσπιση των ίδιων των αναρχικών αρχών της ισότητας, της ελευθερίας και της αλληλεγγύης στο εσωτερικό μας, σύμφωνα με την αναρχική αντίληψη της συμβατότητας μεταξύ μέσων και σκοπών.
Με έναυσμα αυτά τα θεμελιώδη για την οργάνωση των αναρχικών ζητήματα, μπορούμε να περάσουμε και στις βασικές οργανωτικές έννοιες που εισάγει η Πλατφόρμα: την θεωρητική ενότητα, την τακτική ενότητα, την συλλογική υπευθυνότητα και την ομοσπονδιοποίηση.
Ξεκινώντας από την θεωρητική ενότητα, κρίνουμε πως αποτελεί την πεμπτουσία της συγκρότησης μιας αναρχικής οργάνωσης όχι ως ένα αποκομμένο ζήτημα αφηρημένης θεωρητικής συμφωνίας αλλά ως έναν οδηγό της δραστηριότητας και της στρατηγικής της οργάνωσης μέσα στην ταξική πάλη και τον αγώνα. Η θεωρητική ενότητα, εάν το δούμε στην ουσία της έννοιας, δεν είναι παρά η οργάνωση των αναρχικών που βασίζεται σε ένα πλαίσιο κοινά συμφωνημένων ιδεολογικών αρχών, πολιτικών θέσεων, και προγραμματικής στοχοθεσίας, δηλαδή μιας κοινής θέασης και ανάλυσης της υπάρχουσας κοινωνικής και πολιτικής συνθήκης και των αναγκαίων όρων επαναστατικής υπέρβασης της. Η θεωρητική ενότητα, φέρνοντας τον όρο στο σήμερα, θα μπορούσαμε να την αναγνώσουμε μέσα από την αντίληψη της «οργάνωσης της τάσης» και στην συγκεκριμένη περίπτωση της οργάνωσης της αναρχοκομμουνιστικής τάσης, μια αντίληψη που έχει βαθιά ριζώματα μέσα στην ιστορία του αναρχικού κινήματος. Ήδη, από την πρώτη αναρχική πολιτική οργάνωση την «Συμμαχία», ο Μπακούνιν ως πρωτεργάτης της έθεσε την αναγκαιότητα της δημιουργίας μιας διεθνούς οργάνωσης επαναστατών με «κέντρο την ιδέα και την ομοιότητα του προγράμματος». Η αναγκαιότητα για την συνεκτικότητα των αρχών και των θέσεων της αναρχικής οργάνωσης δεν προκύπτει από μια προσκόλληση σε μια «ιδεολογική καθαρότητα», αλλά πηγάζει από την αντίληψη και την πραγματική συνθήκη ότι οι εργαζόμενες μάζες δεν μπορούν να πειστούν μέσω αφηρημένων και αντιθετικών ιδεών αλλά είναι απαραίτητη η διάδοση μια νέας συνεκτικής κοσμοθεωρίας που θα εμπνεύσει για το εφικτό μιας άλλης κοινωνικής, οικονομικής και πολιτειακής οργάνωσης.
Ακριβώς, πάνω σ΄αυτό το πλαίσιο οικοδομείται και η έννοια της τακτικής ενότητας ή διαφορετικά της συλλογικής μεθόδου δράσης, η οποία αποτελεί την πρακτική εφαρμογή της θεωρητικής ενότητας, πάνω στην αντίληψη της οργανικής σύνδεσης θεωρίας και πρακτικής δραστηριότητας. Και στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με μια αρχή που είναι σύμφυτη με το αναρχισμό και με την βασική του αρχή ότι ο δρόμος και οι μέθοδοι που θα ακολουθήσουμε (δηλαδή η τακτική) για την επίτευξη του στρατηγικού στόχου πρέπει να βρίσκονται σε συμφωνία και διαλεκτική σύνδεση με αυτόν. Επομένως, αυτή η συλλογική μέθοδος δράσης της αναρχικής οργάνωσης πρέπει να είναι σαφώς ορισμένη και συμφωνημένη, και όχι να αφήνεται στην αοριστία, στην ασάφεια και να ορίζεται καιροσκοπικά, μέσα στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός ελευθεριακού επαναστατικού κινήματος.
Ας σκεφτούμε, μάλιστα, ως αντεπιχείρημα προς τους υποστηρικτές της θέσης ότι η θεωρητική και τακτική ενότητα αποτελούν εξουσιαστικού τύπου επιβολή στην ατομική βούληση και πρωτοβουλία, εάν είναι πράγματι περισσότερο «ελευθεριακή» η μηχανιστική συνένωση σε μια κοινή οργάνωση αντιτιθέμενων τάσεων με διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες, με διαφορετική ανάλυση της πραγματικότητας, μεθόδους δράσης και στόχους. Αυτό που θα συνέβαινε τότε μέσα στην ζώσα αγωνιστική πραγματικότητα θα ήταν ή αδυναμία δράσης και ουσιαστικής παρέμβασης μέσα σ΄ αυτή λόγω των διαφωνιών που θα προέκυπταν και θα κατέληγαν παραλυτικές στο εσωτερικό της οργάνωσης ή η πραγματική καταπάτηση κάποιας «τάσης» εντός της με την επικράτηση στην πραγματικότητα θέσεων και μεθόδων δράσης που θα ήταν αντίθετες με άλλα μέλη της οργάνωσης.
Η δύναμη της αναρχικής οργάνωσης βασίζεται και θα πρέπει να βασίζεται πάνω στην εκούσια, αταλάντευτη και δεσμευτική δράση πάνω σε συμφωνίες που δεν έχουν υποδειχθεί από τα «έξω» ή από «ανώτερους» ή στον βωμό μιας ψεύτικης οπορτουνιστικής «ενότητας», αλλά αποτελούν κοινό κτήμα και συλλογικό δημιούργημα των αναρχικών αγωνιστών/στριων που οργανώνονται στην βάση ενός κοινού σκοπού. Αυτό δεν θα μπορούσαμε επ ουδενί, θεωρούμε, να το χαρακτηρίσουμε ως εξαναγκαστικό και καταπιεστικό. Εδώ έρχονται να «κουμπώσουν» και οι δύο ακόμη οργανωτικές έννοιες που εισάγει η «Πλατφόρμα»: η συλλογική υπευθυνότητα και η ομοσπονδιοποίηση, οι οποίες εξασφαλίζουν τόσο τον μη συγκεντρωτικό χαρακτήρα της αναρχικής οργάνωσης (φεντεραλισμός), όσο και την δέσμευση και την ευθύνη των οργανωμένων αναρχικών για την εφαρμογή και την τήρηση των όσων αποφασίζουν οι ίδιοι πάνω στο κοινό πλαίσιο θέσεων, αρχών και τακτικής που έχουν αποδεχθεί.
3ο μέρος
Μιλώντας πριν για την «Πλατφόρμα», αναφερθήκαμε έστω και σχηματικά στις ανεπάρκειες τις οποίες διέγνωσαν οι ρώσοι αναρχικοί εξόριστοι της Delo Truda ως παράγοντες που εμπόδιζαν το αναρχικό κίνημα να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα για την επαναστατική ανατροπή. Αυτές οι ανεπάρκειες, όπως η απουσία οργάνωσης και προγράμματος, καθώς και η απουσία εκείνης της στρατηγικά σχεδιασμένης δράσης που θα το προωθήσει, παραμένουν.
Το οργανωτικό ζήτημα είναι πράγματι ακανθώδες στη βάση του, αλλά είναι αναγκαίο να ξανανοίξει, αν θέλουμε ο πολιτικός μας χώρος να βγει από το περιθώριο και την ιδεολογική σύγχυση η οποία περιρρέει στο εσωτερικό του. Είναι επίσης αναγκαίο, ο πολιτικός μας χώρος να ανακτήσει την ιστορική του ταυτότητα και να παλέψει για τους επαναστατικούς του σκοπούς. Είναι ζήτημα προοπτικής, αλλά θα λέγαμε και ζήτημα υπαρξιακό, στο εδώ και το τώρα, όσον αφορά την θέση μας στους τρέχοντες αγώνες και την ίδια μας την πολιτική επιβίωση.
Είναι αλήθεια ότι στον πολιτικό μας χώρο είθισται να κυριαρχεί μια αδιαφορία για το «μετά», γεγονός που από μόνο του μας καθιστά ευάλωτη και αφομοιώσιμη δύναμη που πορεύεται χωρίς συνέχεια στον χρόνο και χωρίς πυξίδα. Γιατί αν δεν έχεις αποσαφηνίσει ποιος είσαι και πού θέλεις να πας, τότε και στην πορεία σου προς έναν ασαφή στόχο, θα χαθείς. Γιατί η απουσία ιδεολογικής-πολιτικής ταυτότητας και η απουσία σκοπού, φέρουν νομοτελειακά ως αποτέλεσμα την κυριαρχία του συναισθήματος του «άμεσου» (θεαματικού) και του εφήμερου (που δεν αφήνει τίποτε). Κι έτσι «τρέχουμε» πίσω από τα γεγονότα και πετάμε φωτοβολίδες και μάλιστα, χρόνο με τον χρόνο λιγότερες, αν κυριολεκτήσουμε.
Φυσικά, αυτό το «άμεσο» έτσι όπως τίθεται, τίθεται πάντοτε με καιροσκοπικούς όρους. Χωρίς δηλαδή να υπάρχει καμία σύνδεση της τακτικής (το άμεσο «τώρα»), με την στρατηγική (του μακροπρόθεσμου «μετά»). Γι’ αυτό και η «μαγεία» ενός αφορμαλισμού που αλλάζει τις υπογραφές με βάση την επικαιρότητα και συσπειρώνει «ατομικότητες» που κατά πλειοψηφία δεν συνδιαμορφώνουν αλλά ακολουθούν τις «ομάδες» για το α’ ή το β’ θέμα επικαιρότητας, εξακολουθεί και σαγηνεύει μέχρι και τις μέρες μας τους συντρόφους και τις συντρόφισσες. Ακόμη κι αν το μοντέλο αυτό έχει παρακμάσει και ακόμη κι αν αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι χρόνο με τον χρόνο συρρικνωνόμαστε.
Έχοντας οι περισσότεροι/ες «υπηρετήσει» το μοντέλο αυτό, καταλαβαίνουμε την «μαγεία». Όταν συμβαίνει κάτι, είναι πιο εύκολο να βγάλεις ένα «ανοιχτό κάλεσμα» για συνέλευση, στην οποία θα συνδιαμορφώσει το 1/10 ενός αμφιθεάτρου, θα μπει μια πρόχειρη υπογραφή, στην συνέχεια θα «βγει» ένα συνθετικό πλαίσιο / χυλός κειμένου και τέλος θα «ριχτείς» για να «απαντήσεις». Κατά αυτό τον τρόπο θα ικανοποιηθεί και η (αντικειμενική) «ανάγκη» για απαντήσεις και το (υποκειμενικό) συναίσθημα. Παρότι ούτε συνέχεια θα δοθεί σε έναν αγώνα με αυτό τον τρόπο ούτε θα επιτευχθούν κοινωνικά και ταξικά ερείσματα ούτε θα ισχυροποιηθούν οι ιδέες και οι αγώνες μας. Μάλλον το αντίθετο. Σίγουρα, είναι δύσκολο να ενσκύψουμε σε κάτι που φαντάζει «πολυπλοκότερο», όπως το να οργανωθούμε γύρω από συμφωνίες και να αναπτύξουμε δομές και ερείσματα που θα μας προσφέρουν την δυνατότητα όχι μόνο να «απαντάμε» αποτελεσματικότερα, αλλά και να θέτουμε εμείς την «ατζέντα». Είναι όμως αναγκαιότητα.
Χωρίς να απαξιώνουμε το εδώ και το τώρα και τις «άμεσες απαντήσεις», θα πρέπει λοιπόν να πούμε, ότι η οργάνωση δεν είναι μια «αοριστία» για κάποιο φαντασιακό επέκεινα αλλά ο μόνος δρόμος να γίνουμε αποτελεσματικοί και στο «άμεσο». Με τρόπο μάλιστα πραγματικά συλλογικό. Ας σκεφτούμε μόνο αν οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που δρουν ως «ατομικότητες», οργανωθούν. Ας σκεφτούμε πώς αυτό θα ανέβαζε το γενικό ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο του χώρου μας και πώς θα τροφοδοτούσε τον ίδιο τον αγώνα. Πολλώ δε μάλλον αν αυτό γινόταν πάνω σε γερές βάσεις και συμφωνίες σε σκοπούς και αρχές. Αν «ξεβολευτούμε» απ’ τις πεπατημένες μας, θα απελευθερωθούν δυνατότητες που σήμερα περιστρεφόμενοι γύρω από τον εαυτό μας, ούτε που μπορούμε να διανοηθούμε.
Στο σημείο αυτό, ας ρίξουμε μια σφαλιάρα πραγματικότητας: υπάρχουν αντικειμενικά προβλήματα όσον αφορά τις συνεργασίες και όσον αφορά αγεφύρωτα χάσματα μέσα στο όλον του αναρχικού χώρου; Φυσικά και υπάρχουν. Γι’ αυτό και δεν επιζητάμε την «ενότητα» άνευ αρχών και συμφωνιών, αυτή άλλωστε είναι η καιροσκοπική «μαγεία» του αφορμαλισμού που ζητάει ενότητα με τις αιτίες της ήττας, ενότητα για το απόλυτο μηδέν ως προς τους σκοπούς, απλά και μόνο για να «κινούμαστε» και να πετάμε φωτοβολίδες. Αυτός όμως είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο αντιπαραβάλλουμε την αναρχική οργάνωση στον αφορμαλισμό, δεν είναι δηλαδή ένα «τεχνικό» ή πρακτικίστικο μόνο ζήτημα. Θέλουμε ενότητα θεωρίας και πράξης για την νίκη των σκοπών μας, όχι καιροσκοπική ψευδοενότητα αντιτιθέμενων σκοπών.
Πάνω σε αυτήν την κινηματική πραγματικότητα του αφορμαλισμού της «φωτοβολίδας» είναι σημαντικό ξανά και ξανά να υπενθυμίζουμε τις ιστορικές μας καταβολές και τις γενεσιουργούς αιτίες και δυνάμεις του ρεύματος του κοινωνικού και επαναστατικού αναρχισμού. Τον σκοπό της κοινωνικής επανάστασης. Υπερβαίνοντας τον αφορμαλισμό της ξεκομμένης από κάθε στόχο δράσης, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε και την υπονόμευση των προταγμάτων μας. Τόσο από τις συμμείξεις με τον ατομικιστικό φιλελευθερισμό, όπως και από αυτούς που βλέπουν τον αναρχικό χώρο ως πρόσφορο έδαφος για να φέρουν από την πίσω πόρτα ψευδοενωτικά μέτωπα μίας χρήσης και να τον μετατρέψουν είτε ανοιχτά ως εξάρτημα της σοσιαλδημοκρατίας είτε έμμεσα, σε μια δήθεν «μάχιμη» ουρά ενός θολού «ανταγωνιστικού» κινήματος.
Για να περάσουμε σε μια άλλη κατάσταση πρέπει να ξεκινήσουμε με το ερώτημα αν θέλουμε ένα αναρχικό κίνημα καταλύτη των κοινωνικών και ταξικών αγώνων που θα εμπνεύσει τους εκατομμύρια εργαζόμενους στην μάχη προς την νίκη απέναντι στον κόσμο της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Το ερώτημα, αν θέλουμε να είμαστε ένα κίνημα διαμαρτυρίας ή μια επαναστατική δύναμη ανατροπής είναι παλαιό και επίκαιρο ταυτόχρονα. Θα πρέπει να το σκεφτούν και να το απαντήσουν άπαντες, τόσοι οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που παραμένουν ανοργάνωτοι/ες, όσο και οι συλλογικότητες, οι οποίες είμαστε κατακερματισμένες και λειτουργούμε πολλές φορές σαν αυτόνομα κινηματικά μικροσύμπαντα.
Τι οργάνωση θέλουμε;
Αρχικά, να πούμε δυο λόγια περί της δομής. Κατά την άποψη μας δεν προκύπτει από πουθενά ότι η οργάνωση σε μικρές ομάδες είναι η «φυσική τάξη» των αναρχικών και επομένως η ομοσπονδιοποίηση τους με την ταυτόχρονη διατήρηση τους όπως πριν, η μοναδική οργανωτική οδός. Αυτό λίγο-πολύ υποστήριξαν οι σύντροφοι που πήραν την πρωτοβουλία για την συγκρότηση αναρχικής ομοσπονδίας την προηγούμενη δεκαετία. Ωστόσο, αν αυτό ιστορικά συμβαίνει, η οργάνωση δηλαδή σε μικρές αυτόνομες ομάδες, συμβαίνει ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων αιτιών που αποκρυσταλλώνονται σε κινηματικά προβλήματα και όχι σε «κινηματική υγεία». Σε μια τουλάχιστον περίπτωση, στην Ισπανία των επαναστατικών χρόνων, αυτή η συνθήκη βρήκε την λύση της στην Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία (FAI) η οποία πολύ σωστά, ενοποίησε τις εκατοντάδες κατακερματισμένες ομάδες. Αλλά βρισκόμαστε σε άλλη εποχή και σε ένα πολύ διαφορετικό σε αριθμητικό επίπεδο και επίπεδο οργάνωσης κίνημα.
Η ομοσπονδιοποίηση γενικά, ναι, είναι καταστατικό γνώρισμα του αναρχισμού. Οι πυρήνες μιας οργάνωσης θα πρέπει να είναι ομοσπονδιοποιημένοι. Αλλά είναι διαφορετικό πράγμα η αυτονομία π.χ. ενός πυρήνα περιοχής να δράσει χωρίς την μεσολάβηση ενός κεντρικού οργάνου και διαφορετικό μια αυτόνομη ομάδα να λειτουργεί τόσο μέσα σε μια οργάνωση/ομοσπονδία αυτόνομα όσο και αυτονομημένα έξω απ’ την οργάνωση, καταργώντας κατά την άποψη μας, τους λόγους ύπαρξης της οργάνωσης. Επομένως η πρόταση μας ως προς την δομή μιας αναρχικής οργάνωσης δεν αποκρυσταλλώνεται ούτε στην ομοσπονδιοποίηση των ήδη υπαρχόντων ομάδων με τον τρόπο που έγινε στην ΑΠΟ και στην ΑΟ ούτε συμβαδίζει με το πρόταγμα μιας «αυτοδιάλυσης» των ομάδων σε ένα συγκεντρωτικού τύπου μοντέλου.
Η αναρχική οργάνωση την οποία προτείνουμε έχει ως κύτταρο πρωτοβάθμιους πυρήνες περιοχών οι οποίοι ομοσπονδιοποιούνται σε προαστιακό επίπεδο και επίπεδο πόλης. Για να το σχηματοποιήσουμε, κάθε περιοχή και πυρήνας και κάθε προάστιο ή πόλη, μια ομοσπονδία πυρήνων. Αυτοί οι πυρήνες θα είναι μέλη της οργάνωσης, όχι αυτόνομες συλλογικότητες που θα αποτελούν ΚΑΙ μέλη της οργάνωσης κατά το πρότυπο της ομοσπονδίας συλλογικοτήτων που γνωρίσαμε και στον ελλαδικό χώρο.
Οι πυρήνες της οργάνωσης θα έχουν αυτόνομη δράση σε επίπεδο περιοχής και επίπεδο πόλης και θα διορίζουν κυκλικά ανακλητούς και αιρετούς εκπροσώπους σε ένα τρίτο επίπεδο, σε ένα κεντρικό συνενωτικό πολιτικό όργανο, το οποίο θα αποτελεί έκφραση των πυρήνων, δηλαδή θα είναι απ’ τα κάτω όργανο και όχι καθοδηγητικό απ’ τα πάνω όργανο, αποκομμένο απ’ τους πυρήνες (όπως π.χ. τα συγκεντρωτικά κόμματα). Με αυτό το οργανωτικό μοντέλο θα διασφαλίζονται αφενός ο αντι-ιεραρχικός και φεντεραλιστικός χαρακτήρας της οργάνωσης και αφετέρου ο ενοποιημένος χαρακτήρας της.
Ζητούμενο είναι, μια τέτοια οργάνωση να αναπτύξει μια πολύπλευρη δράση, να ανοίξει ελευθεριακά κέντρα παντού, να δώσει την μάχη για την αύξηση της αναρχικής επιρροής στο εργατικό κίνημα, στις σχολές, τα σχολεία, να συμβάλλει στην αναδιάταξη των συσχετισμών δύναμης. Να κάνει το αναρχικό κίνημα πρωταγωνιστή της κοινωνικής και ταξικής πάλης, κρίσιμο αρωγό του αγώνα για επανάσταση. Προωθώντας μέσα στις καρδιές των ανθρώπων της τάξης μας, ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα επαναστατικής μετάβασης, που όσο το κίνημα θα ανεβαίνει, όσο θα χτίζει μια νέα κοινωνία μέσα στο κέλυφος της παλιάς (και όχι νησίδες δήθεν ελευθερίας), τόσο το πρόγραμμα αυτό θα γίνεται και πιο ρεαλιστικό, θα γίνεται υπόθεση όλων.
Είναι στο χέρι μας να κάνουμε πράξη όλα τα παραπάνω. Η αναρχική οργάνωση δεν θα χτιστεί ούτε επειδή μια ομάδα θα φέρει μια καλή πρόταση και θα την ακολουθήσει το κίνημα, ούτε θα χτιστεί παράπλευρα απ’ τον αγώνα από ένα κομμάτι αγωνιστών που θα αναπτύξουν αφηρημένες θεωρητικές συμφωνίες. Θα χτιστεί επειδή είναι υλική αναγκαιότητα και θα χτιστεί μέσα από τον αγώνα. Μέσα από την οικοδόμηση ενός νέου, δυναμικού, αγωνιστικού κινηματικού πόλου που θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Γι’ αυτό και καλούμε κάθε αναρχική ομάδα να πραγματευτεί τις θέσεις της γύρω από το ζήτημα της οργάνωσης και κάθε σύντροφο και κάθε συντρόφισσα ξεχωριστά, να οργανωθεί, εδώ και τώρα. Και όλα τα υπόλοιπα, μέσα από ουσιαστικές συμμαχίες στη βάση συμφωνιών και μέσα από αγωνιστικές συμπράξεις καθώς και μέσα από την ανάπτυξη των κατάλληλων προτάσεων και των συνακόλουθων οργανωτικών και διαδικαστικών πλάνων, θα τα βάλουμε μπροστά και θα τα καταφέρουμε. Το ζήτημα είναι αν αντιλαμβανόμαστε την αναγκαιότητα και αν θα πράξουμε.
Το κίνημα μας, έρχεται από μακριά. Δεν έχει ολοκληρώσει την ιστορική του διαδρομή. Αν αφεθεί «ως έχει» είναι καταδικασμένο να αποτελεί «ένα μικρό μόνο επεισόδιο στην ιστορία των αγώνων εργατικής τάξης». Είμαστε πεπεισμένοι/ες, ότι μπορούμε να ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο και ο τελικός σταθμός, να είναι νικηφόρος και μαυροκόκκινος.
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ – ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ
1: https://protaanka.espivblogs.net/2024/09/30/nea-ekdosi-i-platforma-tis-genikis-enosis-anarchikon-kai-o-dialogos-pano-s-aytin/