Στην μοναξιά της εστίασης να βρούμε την συλλογικότητα

[Το παρακάτω άρθρο περιλαμβάνεται στο 1ο τεύχος του δελτίου πληροφόρησης “Εργατική Υπόθεση”]

Η εστίαση αποτελεί στην Ελλάδα έναν από τους πλέον πολυπληθείς κλάδους, απασχολώντας εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους και κατέχοντας ένα σημαντικό βάρος για την ελληνική καπιταλιστική οικονομία, ως μια συνάθρωση επιχειρήσεων κάθε είδους (από μικρές «οικογενειακές» επιχειρήσεις και συνοικιακά μαγαζιά έως μεγάλες αλυσίδες εστίασης). Αυτοί οι οποίοι δουλεύουμε ή έχουμε δουλέψει στο παρελθόν σε αυτό το αχανές πεδίο της εστίασης είμαστε ένα σημαντικό κομμάτι της εργατικής τάξης στον ελλαδικό χώρο. Πολλοί νέοι και νέες αναζητούν και βρίσκουν στον κλάδο της εστίασης την πρώτη τους δουλειά, συνήθως σε συνδυασμό με τις σπουδές τους, για πολλούς, επίσης, αποτελεί μια προσωρινή επιλογή ανάγκης που έρχεται συνήθως σε αντίθεση με την επαγγελματική κατάρτιση την οποία έχουν μοχθήσει για να αποκτήσουν σε κάποιον άλλο κλάδο ή το επάγγελμα που θα επιθυμούσαν να κάνουν, για άλλους αποτελεί την μόνιμη σταθερή απασχόληση τους, ενώ δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την πολυεθνική σύσταση της εργατικής τάξης μέσα στην εστίαση, με πολλούς οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες να εργάζονται σ΄αυτή. Το «εργατικό δυναμικό» στην εστίαση γιγαντώνεται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, τους μήνες της λεγόμενης «σεζόν», λόγω της «ατμομηχανής» της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό, για την ανάπτυξη του οποίου πανηγυρίζουν κάθε χρόνο οι εκάστοτε κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι μαγαζάτορες. Μια ανάπτυξη και θηριώδη κέρδη για τα αφεντικά που «βγαίνουν» πάνω στον ιδρώτα, το τρέξιμο, την ορθοστασία, τα 12ωρα και 16ωρα πολλών από εμάς που κάθε φορά γυρνάμε σακατεμένοι από τα ελληνικά νησιά.

Για όλους εμάς λοιπόν, που δουλεύουμε ή έχουμε δουλέψει μόνιμα ή κατά περίσταση στην εστίαση, τους σερβιτόρους/ες, τους μάγειρες, τους ντελιβεράδες, τους λατζιέρηδες, τους μπάρμαν, baristas, κ.α, υπάρχει μια κοινή βιωμένη εμπειρία η οποία μπορεί να συνοψιστεί πολύ κατανοητά, θεωρούμε, για όλους μας στην εξής φράση: στην «σαπίλα της εστίασης».   Η σαπίλα αυτή ενσαρκώνεται τόσο στους «άγραφους νόμους» της εστίασης σχετικά με τους όρους εργασίας (μισθός, ασφάλιση, ωράριο, καταβολή δώρων, αδειών), όσο και στις καθημερινές συνθήκες εντατικοποίησης και δύσκολων συνθηκών εργασίας σε κάθε πόστο αυτού του κλάδου.

Ποιοι είναι, λοιπόν, αυτοί οι «άγραφοι νόμοι» της εστίασης; Η κανονικότητα για τους εργαζόμενους σ΄αυτό τον κλάδο κατά πλειοψηφία περιλαμβάνει: μισθούς ψίχουλα υπολογιζόμενους ανά την ώρα με βάση μια ατομική συμφωνία με το εκάστοτε αφεντικό ή υπεύθυνο, μισά ένσημα ή «μαύρα», ρευστό ωράριο – «ακορντεόν» που συνήθως ορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης, ούτε λόγος για δώρα Πάσχα, Χριστουγέννων, επιδόματα αδείας και τις προσαυξήσεις που δικαιούμαστε για υπερωρίες, νυκτερινές βάρδιες και για την κυριακάτικη εργασία. Με λίγα λόγια, η εργασιακή κανονικότητα συντίθεται σε όρους που καταπατούν βασικά κατοχυρωμένα (στα χαρτιά) δικαιώματα των εργαζομένων, που δεν προσφέρουν καμιά σιγουριά (άλλα υπογράφεις, αλλά δουλεύεις, αλλά παίρνεις σε λεφτά και ένσημα, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό) και αποτελούν το τέλειο έδαφος για την δημιουργία εργαζομένων «λάστιχο» μέσα σε ένα πλαίσιο «κινούμενης άμμου» επισφάλειας. Δηλαδή, «ευελιξία» και «προσαρμοστικότητα» με βάση τις ανάγκες της επιχείρησης. Οι δικές μας βασικές ανάγκες που «τρέχουν» καθημερινά όμως δεν είναι «ευέλικτες» αλλά αντικειμενικές και η πραγματικότητα του άγχους της διαβίωσης μας καθόλου «προσαρμοστική» αλλά ωμή και κυνική.

Το χειρότερο από όλα μέσα σ΄αυτή την συνθήκη είναι ότι η κανονικοποίηση της στο μεγαλύτερο μέρος του κλάδου, δίνουν στα αφεντικά το δικαίωμα να την εφαρμόζουν με μεγάλη ευκολία πάνω στους εργαζομένους, πατώντας εκβιαστικά (στην θεωρία ή στην πράξη) πάνω στην ανάγκη μας για δουλειά, το άγχος μας να βρούμε δουλειά και τον φόβο μας μη χάσουμε την δουλειά μας. Με λίγα λόγια πατούν πάνω στον καθένα, για να διαιωνίζεται μια συνθήκη που μας αφορά και μας επηρεάζει όλους. Πατούν πάνω, στο κενό που υπάρχει για συλλογική διεκδίκηση, επιβάλλοντας μας (γιατί «πάντα θα υπάρχει και ο επόμενος που μπορεί να πάρει την θέση», και «παντού τα ίδια θα συναντήσεις»…) όρους εργασίας σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα που ισοπεδώνουν τον καθένα μας ξεχωριστά και ταυτοχρόνως όλους μας.

Ας μιλήσουμε και για τις άμεσες καθημερινές αντίξοες συνθήκες εργασίας οι οποίες διαμορφώνονται και εντείνονται προς το χειρότερο λόγω και όσων αναφέραμε παραπάνω. Η υπερεργασία είναι μια πολύ συνηθισμένη πραγματικότητα στην εστίαση με 6ημερη και ακόμη και 7ημερη εργασία, με 12ωρα και εξουθενωτικά βραδινά ωράρια. Η εντατικοποίηση επίσης, βρίσκεται παντού καθώς λόγω της άμεσης εξυπηρέτησης πελατών βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή προς κριτική και αξιολόγηση για το αποτέλεσμα που παράγεις. Κάθε πόστο και ειδικότητα έχει σίγουρα τις δικές του ιδιαίτερες αντιξοότητες που όμως καταλήγουν σε μια κοινή εικόνα. Οι σερβιτόροι/ες έχουν την ορθοστασία και το ξεχαρβάλωμα από το τρέξιμο πάνω – κάτω και ταυτοχρόνως πρέπει να είναι ευδιάθετοι/ες και να  εξυπηρετούν μέσα στο χαμόγελο λες και βρίσκονται στην λιλιπούπολη, οι εργαζόμενοι/ες στην κουζίνα καίγονται, επί ώρες κι αυτοί όρθιοι, πάνω από ψησταριές, τηγάνια και φριτέζες, οι ντελιβεράδες είναι εκτεθειμένοι καθημερινά στις καιρικές συνθήκες (το κρύο, τις βροχές, τον καύσωνα) και βρίσκονται αντιμέτωποι με τον άμεσο κίνδυνο να σακατευτούν, με τα εργατικά «ατυχήματα» και «δυστυχήματα» να είναι πολύ συχνά στο επάγγελμα τους, οι λαντζιέρηδες που αποτελούν συχνά το πιο «αόρατο» κομμάτι του προσωπικού σε ένα μαγαζί τρίβουν, και όταν όλοι οι άλλοι έχουν φύγει, ταψιά και πατώματα για να είναι όλα στην πένα και παίρνουν κυριολεκτικά 3,60. Πολλά ακόμη θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στον κατάλογο των δυσκολιών που βιώνει καθημερινά κάθε εργαζόμενος σε κάθε πόστο της εστίασης.

Αυτό που θεωρούμε πολύ σημαντικό είναι να αντιλαμβανόμαστε σε κάθε εργασιακό χώρο, έτσι και στην εστίαση, την καθημερινή εκμετάλλευση και καταπίεση που υφιστάμεθα ως εργαζόμενοι ως μια υπόθεση κοινή, μια συνθήκη που βιώνουμε όλοι από κοινού λόγω της θέσης μας στην εργασιακή πυραμίδα. Το πιο βολικό για τα αφεντικά είναι να είμαστε διασπασμένοι και ανταγωνιστικοί μεταξύ μας γιατί έτσι είμαστε ευάλωτοι και μπορούν να επιβάλλουν στον καθένα ξεχωριστά τους όρους εργασίας που είναι προς το δικό τους και όχι το δικό μας συμφέρον. Γι’ αυτό και πολλές φορές τα αφεντικά επικροτούν τις συμπεριφορές εργαζομένων που δρουν ανταγωνιστικά και υπονομευτικά προς τους συναδέλφους τους, «δίνοντας» τους στο κάθε λάθος τους, μοιράζοντας ευθύνες στους άλλους για ο,τι μπορεί να πάει στραβά, λειτουργώντας ως «τσιράκια» και προασπίζοντας το «καλό της επιχείρησης». Η δημιουργία ενός κλίματος «αρένας» μέσα στον εργασιακό μας χώρο με τους εργαζόμενους ως τα αλληλο – ανταγωνιζόμενα στοιχεία είναι μια συνθήκη που αναμφίβολα συμφέρει τα αφεντικά και σε πολλές περιπτώσεις ενισχύεται και από αυτά. Από την δική μας σκοπιά, και αυτό θεωρού-με πως ισχύει για την πλειοψηφία των εργαζομένων, ξέρουμε πόσο σημαντική είναι η εργατική αλληλεγγύη μεταξύ μας, η αλληλοκάλυψη και οι συναδελφικοί δεσμοί πάνω στις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε από κοινού στην δουλειά μας. Η ύπαρξη όλων αυτών είναι ένα πρώτο βήμα αρχικά για την «παλέψουμε» και ένα  δεύτερο για να είμαστε ενωμένοι σε κάθε αδικία και να μπορούμε να διεκδικούμε συλλογικά για όλους μας.

Ένα αποφασιστικό βήμα για να μπουν οι βάσεις για την δημιουργία ενός ταξικού κινήματος των εργαζομένων στην εστίαση που θα μπορέσει να διεκδικήσει και να επιτύχει καλύτερους όρους και συνθήκες εργασίας είναι να «ξεπεράσουμε» την «μοναξιά» που νιώθουμε κάθε φορά που θέλουμε να ζητήσουμε πολύ βασικά πράγματα για να μην δουλεύουμε χωρίς δικαιώματα, ως είλωτες (είτε αφορά τους μισθούς μας, είτε αφορά την ασφάλιση μας, είτε το ωράριο μας, είτε τα «δώρα» και τις προσαυξήσεις, είτε γενικότερα τις συνθήκες εργασίας μας).

Ο μόνος τρόπος για να το «ξεπεράσουμε» αυτό είναι ο συλλογικός δρόμος, αυτός της συλλογικής διεκδίκησης, της κοινής διεκδίκησης και οργάνωσης των εργαζομένων σε κάθε χώρο εργασίας και συνολικά στον εργασιακό μας κλάδο σε δυναμικά ακηδεμόνευτα ταξικά σωματεία βάσης. Για παράδειγμα, ας αναρωτηθούμε εάν η «λύση» για να τα βγάλουμε πέρα μπροστά στο διαρκώς αυξανόμενο κόστος διαβίωσης μας  είναι να δουλεύουμε 12 και 14 ώρες ή να διεκδικήσουμε αύξηση των μισθών για όλους μας με την παράλληλη μείωση των ωρών εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες μας. Ας αναρωτηθούμε τι είναι πιο αποτελεσματικό, να καταβάλουμε υπερβάλλοντα ζήλο στην δουλειά μας για να «κερδίσουμε» κανένα 50λεπτο αύξηση στο ωρομίσθιο μας που μπορεί να μην έρθει και ποτέ ή να διεκδικήσουμε μαζί με τους συναδέλφους μας αύξηση για όλους μας ή ακόμη καλύτερα να οργανωθούμε σε μαχητικά ακηδεμόνευτα σωματεία που θα διεκδικούν αυξήσεις στους μισθούς και θα διαμορφώσουν ένα δίκτυο αγώνα για την επίτευξη αυτού σε ένας εύρος επιχειρήσεων; Τι είναι πιο επωφελές για εμάς, να πάρουμε ως δεδομένο ότι η πλήρης ασφάλιση, τα δώρα και τα επιδόματα είναι ένα όνειρο θερινής νυκτός στην εστίαση και να τα αντιμετωπίζουμε ως «κινέζικα» ή να αγωνιστούμε συλλογικά για την καθολική εφαρμογή τους; Εάν κάτσουμε και υπολογίσουμε τα «μαύρα» χρήματα που μας προσφέρουν ως «καλύτερα» χωρίς την εφαρμογή όλων αυτών που δικαιούμαστε και το συνολικό εισόδημα που θα μπορούσαμε να έχουμε με την καταβολή αυτών θα δούμε ότι η ζυγαριά γέρνει προς το δεύτερο. Πολλές φορές τα αφεντικά πατάνε και πάνω στην άγνοια ή την απειρία μας, ειδικότερα όταν αναζητούμε μια από τις πρώτες μας εργασίες στην εστίαση. Για αυτό είναι σημαντικό να γνωρίζουμε από τα πριν τι δικαιούμαστε (πχ. νυχτερινές προσαυξήσεις, άδειες, δώρα κτλ.).

Τα παραπάνω, είναι μερικά μόνο παραδείγματα που αποδεικνύουν την αξία και το συμφέρον μας να οργανωθούμε και να αγωνιστούμε ταξικά. Αυτό δεν αποτελεί ένα μη ρεαλιστικό στόχο. Μη ρεαλιστικό είναι, στην πραγματικότητα, να δουλεύουμε 12 ώρες και να μην βγάζουμε το μήνα, ενώ κάθε εργατική κατάκτηση καταλύεται βυθίζοντας μας σε ένα ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον. Κι αυτή τη στιγμή υπάρχουν εν εξελίξει αγώνες που αφορούν τον κλάδο της εστίασης όπως πχ. αυτός των ντελιβεράδων που έχει κερδίσει έδαφος με συνεχείς απεργίες, ενώ και στο παρελθόν μέσα από τους αγώνες τους έχουν κερδίσει σημαντικές κατακτήσεις. Και για να κλείσουμε, όπως αρχίσαμε: πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε μόνοι μας αλλά είμαστε ΠΟΛΛΟΙ και ΠΟΛΛΕΣ που βιώνουμε τα ίδια σκατά στην εστίαση. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι εάν αφήσουμε εμείς κάτω τους δίσκους, τα τηγάνια, τα μπρίκια, τις ταμειακές μηχανές και τα μηχανάκια, τα αφεντικά δεν θα βγάλουν ούτε ένα ευρώ. Πάνω στον δικό μας μόχθο πλουτίζουν. Και για να το καταλάβουν αυτό καλύτερα και τα αφεντικά, μια καλή ευκαιρία είναι η απεργία της 20 Νοέμβρη που πλησιάζει.

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.