[Το παρακάτω άρθρο φιλοξενείται στο 8ο φύλλο της αναρχικής πολιτικής εφημερίδας δυτικών προαστίων “Μαυροκόκκινη Σημαία”]
9 Χρόνια από την παγίδα του Δημοψηφίσματος
Στις 5 Ιουλίου συμπληρώνονται 9 χρόνια από το δημοψήφισμα του 2015, το οποίο αποτέλεσε τον προπομπό, όχι φυσικά της «ρήξης με τα μνημόνια», όπως αφελώς τότε πολλοί πίστεψαν, αλλά της 3ης και πιο δυσβάσταχτης δανειακής σύμβασης. Στην παγίδα του δημοψηφίσματος, έπεσε το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, που και πριν το 2015, ενίσχυσε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τις αυταπάτες για την σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση, κάνοντας το ίδιο και σε όλη την πορεία μέχρι το 3ο μνημόνιο, είτε συμμετέχοντας σε φιλοκυβερνητικές διαδηλώσεις στο πλευρό της κυβερνητικής διαπραγμάτευσης, είτε στηρίζοντας την μεγάλη συγκέντρωση του «ΟΧΙ» με μοναδικό ομιλητή τον τότε πρωθυπουργό Τσίπρα, είτε χορεύοντας αντάρτικά και εαμίτικα τραγούδια για την «νίκη ενάντια στα μνημόνια» (sic). Μέχρι και σήμερα, οι δυνάμεις αυτές τροφοδοτούν την ίδια ιστορία περί «κωλοτούμπας» και «προδοσίας» του «ΟΧΙ» από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αρνούμενες να προβούν σε αυτοκριτική για την στάση τους, συνεχίζοντας έτσι, έστω και με μικρότερο πεδίο επιρροής, την παραπλάνηση του εργαζόμενο λαού που μάταια βάσισε τις ελπίδες του για το τέλος των μνημονίων στην κάλπη.
Στην πραγματικότητα, το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου προκηρύχθηκε κάτω από ένα θολό ερώτημα του οποίου και οι δύο οι απαντήσεις έβγαζαν από την κάλπη μνημόνιο. Η «περήφανη διαπραγμάτευση» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπό τον Βαρουφάκη στο τιμόνι είχε ήδη κλειδώσει την παράταση της 2ης δανειακής σύμβασης τον Φλεβάρη του 2015, πληρώνοντας αδρά το ΔΝΤ καθόλη την διάρκεια της, την ώρα που η κοινωνική πλειοψηφία στέναζε. Κατά την κυβερνητική τότε αφήγηση, η συμφωνία στο eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2015 ήθελε να επιτύχει την «παράταση χρόνου» ώστε να διαμορφωθούν καλύτεροι διαπραγματευτικοί όροι. Βέβαια, όπως έχει επιβεβαιωθεί, ακόμα και απ’ τον ίδιο τον υπουργό του «λιτού βίου», η κυβέρνηση είχε «δώσει» τόσο τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3.5.% όσο και μια σειρά νεοφιλελεύθερων μέτρων, πολύ πριν το δημοψήφισμα. Αν κάτι έμενε να διεκδικηθεί, ήταν μια επουσιώδης αναδιάρθρωση του χρέους, ως αντάλλαγμα σε προειλημμένα σκληρά μέτρα. Ούτε αυτό, εν τέλει επετεύχθη.
Το δημοψήφισμα μέσα στην τραγική μνημονιακή ιστορία δεν έπαιξε κάτι παραπάνω από τον ρόλο της επικοινωνιακής μπλόφας, με στόχευση όχι τους «θεσμούς» για την αποφυγή ενός νέου μνημονίου, αλλά για το «εσωτερικό» της χώρας: για την εμφάνιση του νέου μνημονίου ως «αναγκαίο κακό» και την εμφάνιση της κυβέρνησης ως «ηρωικά μαχόμενης». Έπρεπε δηλαδή κάτι να βρεθεί, ώστε να αντισταθμιστεί το επικοινωνιακό και εκλογικό κόστος του νέου μνημονίου και να εμπεδωθεί μια και καλή κοινωνικά, αυτό που δεν κατάφερε έως τότε, η δεξιά και το ΠΑΣΟΚ: η απουσία εναλλακτικής. Έπρεπε επίσης, με έναν τρόπο να ισομοιραστούν οι ευθύνες για το νέο μνημόνιο και να δοθεί το μήνυμα προς τον εξαπατημένο λαό, «μαζί παλέψαμε, μαζί ηττηθήκαμε». Εκ του αποτελέσματος, η στρατηγική αυτή ήταν επιτυχημένη. Λίγους μήνες αργότερα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έγιναν η πρώτη μνημονιακη κυβέρνηση που ανανεώνει την θητεία της, παρέχοντας πολύτιμες ανάσες «ομαλότητας» σε ένα πολιτικό σύστημα που εδώ και 15 χρόνια χαρακτηρίζεται από μια βαθιά κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης.
Η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, δεν «ξεπούλησε» το ΟΧΙ ούτε κορόιδεψε κανέναν για τις προθέσεις της. Είχε ήδη επικυρώσει την παράταση της 2ης δανειακής σύμβασης, είχε ήδη δεσμευτεί σε νέα μνημονιακά μέτρα και είχε ήδη ξεκαθαρίσει ότι ο ευρωμονόδρομος είναι δεδομένος ανεξάρτητα από την λαϊκή ετυμηγορία στο κάλπικο «ΝΑΙ ή ΟΧΙ» . Η εξαρχής διακήρυξη της για την «ευρωπαϊκή πορεία της χώρας» εξέθεσε ανεπανόρθωτα τους «τακτικιστές» που ήλπιζαν ότι το «ΟΧΙ» θα σημάνει μια πιθανή έξοδο από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη, μέσα στα πλαίσια του αστικού κράτους. Μια «έξοδος» που οφείλουμε να σημειώσουμε ότι θα συνοδευόταν με βαρύ τίμημα για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα της χώρας, που θα καλούνταν και σε αυτό το ενδεχόμενο «να πληρώσουν το μάρμαρο» και που, φυσικά, μια τέτοια «έξοδος» ουδεμία σχέση θα είχε με την ιστορικά αναγκαία «έξοδο» από τον καπιταλισμό και το κράτος και το σύνολο των διεθνών θεσμών και των ενώσεων των ισχυρών. Αυτή η «έξοδος» φυσικά, μόνο επαναστατικά μπορεί να επέλθει και όχι με συστημικά δημοψηφίσματα.
Εν τέλει, η ιστορία κατέγραψε ότι το τρίτο μνημόνιο ήταν το πιο επαχθές, αξιολογώντας τόσο τις άμεσες επιπτώσεις του στον κοινωνικό βίο, όσο και το γεγονός ότι μέσα από αυτό χτίστηκαν οι όροι για την συνακόλουθη δέσμευση στις δημοσιονομικές μνημονιακές αλυσίδες, τις οποίες θα επωμιστεί για πολλές δεκαετίες η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που διαβιούν σε αυτή την χώρα. Τουλάχιστον, έως ότου, αποφασίσουν να τις σπάσουν. Ταυτόχρονα, το 3ο μνημόνιο, επίσπευσε τις διαδικασίες για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση των πάντων και το βάθεμα της εγχώριας κρίσης επί μακρόν, αφενός με την περαιτέρω γιγάντωση του χρέους και αφετέρου, με την καθήλωση της οικονομικής μεγέθυνσης, όπου μέχρι και σήμερα, που το πολιτικό σύστημα θριαμβολογεί για την δήθεν «ανάπτυξη» και το «τέλος των μνημονίων», δεν έχει καταφέρει να επανέλθει στα προ των μνημονίων επίπεδα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ωστόσο, ότι τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτως ή άλλως, τα καρπώνεται μια μικρή χούφτα εκμεταλλευτών. Και δεν θα πρέπει, τέλος, να ξεχνάμε, ότι η κρίση του συστήματος είναι πάντα παρούσα, όσο κι αν το κάθε επεισόδιο ή σύμπτωμα της, παρουσιάζεται ως «αστάθμητος παράγοντας» ή «νέα κρίση». Το αν θα μετατρέψουμε την κρίση σε ευκαιρία για την επαναστατική ανατροπή αυτού του σάπιου και ξεπερασμένου συστήματος, εξακολουθεί και βρίσκεται, στα δικά μας χέρια.