[Δημοσιεύτηκε στο 4ο φύλλο της πολιτικής εφημερίδας δυτικών προαστίων “Μαυροκόκκινη Σημαία”]
Θα ξεκινήσουμε αυτό το άρθρο με μια βασική διαπίστωση όσον αφορά την διαχρονική συνθήκη που επικρατεί στο δημόσιο σύστημα υγείας. Αυτή δεν είναι άλλη από την χρόνια υποτίμηση που χαρακτηρίζει το Ε.Σ.Υ, την υποχρηματοδότηση, την υποστελέχωση, την έλλειψη σε υποδομές και εξοπλισμό και την καθημαγμένη εικόνα που παρουσιάζουν τα κρατικά νοσοκομεία. Αυτή την συνθήκη την γνωρίζουμε όλοι όσοι έχουμε χρειαστεί να νοσηλευτούμε, να εξεταστούμε, να κάνουμε κάποιο χειρουργείο ή να προστρέξουμε σε κάποιο κρατικό νοσοκομείο για όλα τα παραπάνω για κάποιο συγγενικό ή φιλικό μας πρόσωπο. Εκεί έχουμε έρθει αντιμέτωποι με όλες τις παραπάνω ελλείψεις και ανεπάρκειες, καθώς και τις μεγάλες καθυστερήσεις, τις επί μήνες λίστες αναμονής για χειρουργεία και εξετάσεις που χαρακτηρίζουν το Ε.Σ.Υ. και που δυστυχώς έχουν αποβεί μοιραίες για την ζωή και την υγεία πολλών ανθρώπων. Αυτή την συνθήκη την γνωρίζουν καλύτερα από όλους μας οι εργαζόμενοι στην υγεία (γιατροί, νοσοκόμοι, τραυματιοφορείς κτλ) που καθημερινά δίνουν αγώνα για να μπορέσουν να κάνουν την δουλεία τους, ενώ ταυτόχρονα στην πλειοψηφία τους έχουν να αντιμετωπίσουν τα εξαντλητικά ωράρια, τους χαμηλούς μισθούς καθώς και ορισμένοι από αυτούς την ανασφάλεια από το καθεστώς των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και την μη μονιμοποίηση των θέσεων τους.
Σημείο καμπής για την ακραία υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας υπήρξε η περίοδος των μνημονίων με απαρχή το 2010 έως και σήμερα. Το Ε.Σ.Υ., οι φαρμακευτικές δαπάνες και τα υπερχρεωμένα ασφαλιστικά ταμεία, οι πόροι από τα οποία χρησιμοποιούνταν για την αγορά ομολόγων, βρέθηκαν στο στόχαστρο των πολιτικών λιτότητας. Όλα αυτά τα χρόνια η κρατική χρηματοδότηση προς την υγεία συρρικνώθηκε σε μεγάλο βαθμό και τα πάντα προσανατολίστηκαν προς την μείωση των λειτουργικών δαπανών: νοσοκομεία έκλεισαν ή συγχωνεύτηκαν με άλλα, περιορίστηκε η χρήση ιατρικών μηχανημάτων που η λειτουργία τους ήταν δαπανηρή για τα κρατικά ταμεία, ενώ μειώθηκαν οι αγορές σε βασικό ιατρικό υλικό και εξοπλισμό δημιουργώντας μεγάλες ελλείψεις. Παράλληλα στο πλαίσιο των περικοπών των φαρμακευτικών δαπανών και των ασφαλιστικών παροχών ο αριθμός των φαρμάκων που καλύπτονται από την δημόσια ασφάλιση μειώθηκε ενώ η “συμμετοχή” για ιατρικές εξετάσεις αυξήθηκε.
Στο στόχαστρο των μνημονικών πολιτικών βρέθηκαν κατ΄ επανάληψη και οι εργαζόμενοι στην υγεία οι οποίοι ήρθαν αντιμέτωποι με τις μειώσεις στους μισθούς τους, τις απολύσεις στο σωρό, την υποστελέχωση στο προσωπικό (πχ το μνημονιακό μέτρο της πρόσληψης ενός εργαζομένου για κάθε πέντε που αποχωρούν ή συνταξιοδοτούνται). Όλα αυτά οδήγησαν από την μία πλευρά σε ακραίους ρυθμούς εντατικοποίησης της εργασίας και στην επαγγελματική εξουθένωση των εργαζομένων και από άλλη πλευρά έχουν ως αποτέλεσμα πολλά νοσοκομεία, με προεξέχοντα αυτά της επαρχίας, να υπολειτουργούν και νοκοσομειακές μονάδες να κλείνουν λόγω της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού.
Εάν αναλογιστούμε όλα τα παραπάνω μπορούμε να φτάσουμε εύλογα στο συμπέρασμα πως η διαχείριση της υγείας γίνεται με όρους κόστους – οφέλους και όχι με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες και την αξία της ανθρώπινης ζωής. Η συνθήκη του να περιμένεις για μήνες για μια εξέταση ή ένα χειρουργείο, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να αναγκάζεσαι να καταφεύγεις σε ιδιωτικά νοσοκομεία πληρώνοντας αδρά, η συνθήκη του να μην υπάρχουν ΜΕΘ για να νοσηλευτείς, η συνθήκη του να πρέπει να πληρώσεις υπέρογκα ποσά είτε ως συμμετοχή είτε εξ ολοκλήρου για απαραίτητες φαρμακευτικές αγωγές σίγουρα δεν παραπέμπει σε μια υγεία που γίνεται αντιληπτή ως δημόσιο αγαθό προσβάσιμο σε όλους. Μέσα σ’ όλα αυτά, όλα αυτά τα χρόνια είδαμε την προσπάθεια από όλες τις κυβερνήσεις να μετακυληθεί το κόστος για την δημόσια υγεία στις πλάτες μας: από το 5ευρω του Γεωργιάδη για την είσοδο στα νοσοκομεία μέχρι την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων από τον Κατρούγκαλο.
Σ’ αυτή την κατάσταση που περιγράψαμε σε αδρές γραμμές παραπάνω βρήκε η εκδήλωση της πανδημίας του COVID-19 το Ε.Σ.Υ το οποίο όντας σε καταρρέουσα κατάσταση, όπως ήταν λογικό δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες που υπήρξαν. Όλοι μας θυμόμαστε, ιδιαίτερα στις περιόδους έξαρσης, να στοιβάζονται ασθενείς στα νοσοκομεία, οι ΜΕΘ να είναι σε πληρότητα με αποτέλεσμα να διασωληνόνονται ασθενείς σε απλούς θαλάμους και να γίνεται “διαλογή” για το ποιος θα μπει στην ΜΕΘ, το υγειονομικό προσωπικό να μην επαρκεί ούτε για δείγμα και παράλληλα κάτω από την τεράστια πίεση της πανδημίας η υπόλοιπη λειτουργία των νοσοκομείων να παγώνει με προγραμματισμένα χειρουργεία να ακυρώνονται και η λειτουργία των εξωτερικών ιατρείων σε πολλά νοσοκομεία να αναστέλλεται.
Μπροστά σ’ όλα αυτά από την πλευρά της κρατικής διαχείρισης δεν υπήρχε καμία ουσιαστική ενίσχυση του Ε.Σ.Υ και ως “λύση” επιστρατευόταν το ανοιγμα-κλείσιμο με διαδοχικά κυλιόμενα lockdown τα οποία εφαρμόζονταν ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας και την ζήτηση ανά εποχή σε συγκεκριμένους κλάδους (πχ την τουριστική περίοδο είχαμε το “ανοίξαμε και σας περιμένουμε”) και όταν το σύστημα υγείας έφτανε πάνω από τα όρια του τα μέτρα επέστρεφαν. Μιλάμε για μια πολιτική διαχείριση συνδυασμού συγκράτησης της ομαλής καπιταλιστικής λειτουργίας της αγοράς και αποσόβησης του πολιτικού κόστους μιας τεράστιας αύξησης των θανάτων και των νοσηλευομένων που δεν μπορούσε να διαχειριστεί το καταρρακωμένο σύστημα υγείας.
Η εγκληματική διαχείριση της πανδημίας τόσο σε εγχώριο επίπεδο, όσο και παγκοσμίως χτύπησε ένα καμπανάκι για την ίδια την φύση του κράτους και του καπιταλισμού αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις του συστήματος. Οι συνέπειες της εγκληματικής κρατικής διαχείρισης δεν πρέπει να ξεχαστούν, καθώς είναι βέβαιο πως σε διαφορετικές συνθήκες πολλές από τις ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Οι επιλογές που έγιναν δεν είναι προϊόν αμέλειας, ούτε ανικανότητας της κυβέρνησης, αλλά αποτελούν συνειδητές επιλογές που βασίζονται στις προτεραιότητες που επιτάσσει η κρατική και καπιταλιστική κανονικότητα. Έτσι λοιπόν, ενώ τα νοσοκομεία κατέρρεαν χωρίς υποδομές, την ίδια περίοδο της μεγάλης έντασης της πανδημίας ανακοινώνονταν πακέτα δισεκατομμυρίων για την αγορά στρατιωτικών εξοπλισμών, ενώ οι προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού ήταν πιο επιτακτική από ποτέ, στην περίοδο της μεγάλη έντασης της πανδημίας, χιλιάδες νέες θέσεις προκηρύσσονταν για την αστυνομία. Είναι χαρακτηριστικό, πως μετά από τον χειρότερο μήνα της πανδημίας με τα περισσότερα κρούσματα και θανάτους, τον Νοέμβριο του 2020, λίγους μήνες αργότερα ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε για το 2021 περιλάμβανε την μείωση της χρηματοδότησης για την υγεία, ενώ κατά την διάρκεια της πανδημίας τα νοσοκομεία ενισχύθηκαν με μόλις 321 άτομα μόνιμο υγειονομικού προσωπικό. Ιδιαίτερα, για τους εργαζόμενους στην υγεία το μόνο που επιφύλασσε η κρατική πολιτική ήταν τα περίφημα χειροκροτήματα, οι μιντιακές αναφορές περί “ηρώων στην πρώτη γραμμή” και μετά η απόλυτη αδιαφορία, η απόκρυψη των διεκδικήσεων τους και η καταστολή στις κινητοποιήσεις τους.
Στο σήμερα, μετά την υποχώρηση του μεγάλου κύματος της πανδημίας και του σοκ που προκάλεσε όσον αφορά τις παροχές υγείας, καθιστώντας πιο φανερά από ποτέ τα τεράστια προβλήματα τους, άλλαξε στ’ αλήθεια κάτι σε σχέση με όχι όσα αναφέραμε παραπάνω; Η απάντηση έρχεται και πάλι από την ίδια την πραγματικότητα και δηλώνει πως η κρατική πολιτική συνεχίζει στην συντήρηση της ίδιας κατάστασης και μάλιστα προχωράει στον δρόμο της περαιτέρω εμπορευματοποίησης και υποβάθμισης στην υγεία και στην αφαίμαξη των εργαζομένων του τομέα. Σύμφωνα με τους ίδιους τους εργαζομένους , φέτος τον χειμώνα το προσωπικό στα νοσοκομεία είναι κατά 3000 άτομα μειωμένο σε σχέση με πέρσι, γεγονός που οφείλεται στο κύμα μαζικής φυγής εργαζομένων που υπό το καθεστώς των χαμηλών μισθών, των εξαντλητικών ρυθμών εργασίας και της εργασιακής ανασφάλειας αποχωρούν κατά εκατοντάδες ανά μήνα από το δημόσιο σύστημα υγείας. Η συνθήκη αυτή, σε συνδυασμό με τις μηδαμινές προσλήψεις δημιουργεί τεράστια κενά, ενώ δεν υπάρχει καμία πρόθεση από την πλευρά της κρατικής πολιτικής για να αλλάξει. Είναι ενδεικτικό πως ο πρόσφατα ψηφισμένος κρατικός προϋπολογισμός για το 2024, ενώ προσβλέπει αυξήσεις 1000 ευρών στους μισθούς των διοικητών των νοσοκομείων (των λεγόμενων manager), η αύξηση στους ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς των υγειονομικών ανέρχεται σε λιγότερο από 50 ευρώ. Παράλληλα, υπάρχει συστηματική άρνηση από την πλευρά της κυβέρνησης για την μονιμοποίηση των χιλιάδων συμβασιούχων οι οποίοι εργάζονται υπό ένα καθεστώς ανασφάλειας με ολιγόμηνες ανανεώσεις ή παύση των συμβάσεων τους.
Το μόνο που έχει αλλάξει μετά τις τραγικές συνέπειες που έφερε η πανδημία στην δημόσια υγεία, είναι οι περισσότερες επικοινωνιακές επικλήσεις από την πλευρά όλων των κομμάτων, όσον αφορά την βελτίωση των παροχών υγείας. Επικλήσεις που εάν αναλογιστούμε τα πεπραγμένα όλων των κομμάτων εξουσίας τα προηγούμενα χρόνια, καθώς και τις πρόσφατες επιχειρούμενες μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της δημιουργίας του “Νέου Ε.ΣΥ.” μόνο θυμηδία και οργή μπορούν να προκαλέσουν. Από την πλευρά μας τίποτα το “νέο” δεν βλέπουμε στο Ε.Σ.Υ. Η κρατική χρηματοδότηση για την δημόσια υγεία παραμένει κολλημένη στο 5% του ΑΕΠ, την ίδια στιγμή που ιδιωτικές δαπάνες (τα λεφτά που βάζουμε από την τσέπη μας) για την υγεία βρίσκονται στο πιο υψηλό ποσοστό μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. Παράλληλα, με μια σειρά νομοσχεδίων που έχουν ψηφιστεί το τελευταίο διάστημα επιχειρείται η περαιτέρω εμπορευματοποίηση της υγείας. Τα τελευταία νομοσχέδια μεταξύ άλλων προσβλέπουν την επέκταση της εφαρμογής των ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιο και Ιδιωτικού) στους φορείς της δημόσιας υγείας καθώς και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο την πραγματοποίηση απογευματινών επί πληρωμή χειρουργείων στα κρατικά νοσοκομεία και την άρση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των ιατρών στο Ε.Σ.Υ, με την δυνατότητα ιδιωτών γιατρών να εργάζονται με μερική απασχόληση στο Ε.Σ.Υ και γιατρών του Ε.Σ.Υ. να εργάζονται παράλληλα στον ιδιωτικό τομέα, γεγονός που με τις ισχύουσες συνθήκες ενισχύει τις ελλείψεις στο προσωπικό των νοσοκομείων και δημιουργεί πελατεία (για όσους έχουν αυτή την δυνατότητα) για πιο γρήγορες παροχές σε ιδιωτικά γιατρεία.
Είναι φανερό πως τα όρια μεταξύ των δωρεάν και επί πληρωμή παροχών υγείας γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτα. Η πρόσληψη του αγαθού της υγείας πραγματώνεται με ξεκάθαρους ταξικούς όρους: εάν έχεις να πληρώσεις θα έχεις πιο άμεση πρόσβαση και καλύτερες παροχές για την υγεία σου, εάν πάλι ανήκεις στην μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και δεν έχεις αυτή την οικονομική δυνατότητα θα έρθεις αντιμέτωπος με τα ράτζα στα υποβαθμισμένα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ, με τις καθυστερήσεις μηνών και θα τρέμεις σε περίπτωση ανάγκης εάν θα βρεθεί κλίνη ΜΕΘ για να νοσηλευτείς. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να συμβεί διαφορετικά μέσα σ’ αυτό το σύστημα που αντιμετωπίζει εμάς, την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ως αναλώσιμους και δεν πρόκειται να νοιαστεί για την επιβίωση μας, παρά μόνο στον βαθμό που είμαστε χρήσιμοι για την αναπαραγωγή του.
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ – ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ