Το αποτέλεσμα των αστικών κοινοβουλευτικών εκλογών της 21ης Μαΐου αποτυπώνει νέες τάσεις και μεταβολές στον πολιτικό χάρτη, τις οποίες οφείλουμε πολιτικά να μελετήσουμε και να αξιολογήσουμε με προσοχή το επόμενο διάστημα, ιδιαίτερα μετά και την δεύτερη κάλπη και τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Οι δεύτερες εκλογές είναι αυτές που θα οριστικοποιήσουν την γενική τάση που καταδείχτηκε την 21η Μαΐου και θα επισφραγίσουν τους ενδοκοινοβουλευτικούς συσχετισμούς του επόμενου διαστήματος. Ορατό βέβαια παραμένει, αν και με μειωμένες πιθανότητες, και το σενάριο μιας τρίτης κάλπης σε ενδεχόμενο αδυναμίας σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης ή κυβέρνησης συνεργασίας.
Εν αντιθέσει με την γνωστή απόφανση του Λένιν ότι οι εκλογές αποτελούν έναν δείκτη ωριμότητας της εργατικής τάξης, για εμάς τους αναρχικούς η εκλογική συμπεριφορά δεν ταυτίζεται εν γένει με την πολιτική συμπεριφορά των κοινωνικών δυνάμεων. Η ψήφος από μόνη της δεν καταδηλώνει πραγματικές συγκλίσεις μεταξύ εκλογικού σώματος και κομμάτων, ενώ επ’ ουδενί δεν καταγράφει σε απόλυτο βαθμό την γενική λαϊκή θέληση. Είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος των όσων προσέρχονται στις κάλπες δεν ψηφίζουν με βάση την συμφωνία -πόσο μάλλον την ταύτιση- με την πολιτική του κόμματος που επιλέγουν, ιδιαίτερα όσον αφορά την ψήφο στα κόμματα εξουσίας. Η επιλογή τους εδράζεται είτε στην παραπλανητική λογική του “μικρότερου κακού” και της “αρνητικής ψήφου” υπό το πρίσμα των διάφορων συστημικών ψευδοδιλημμάτων που προβάλει κάθε φορά η κυρίαρχη ατζέντα, είτε στην πίστη της εκπλήρωσης κάποιων κάλπικων προσδοκιών – υποσχέσεων που καλλιεργούν εντέχνως οι εκάστοτε κομματικοί μηχανισμοί.
Η απαξίωση προς το πολιτικό σύστημα και τις δυνάμεις του δεν “νικήθηκε” απ’ τα συστημικά ψεύδη περί “σταθερότητας” και “οικονομικής ανάκαμψης”, γεγονός που αντανακλάται και στο υψηλό ποσοστό της αποχής, στο οποίο σκοπίμως δεν γίνεται καμία αναφορά στον “επίσημο” δημόσιο διάλογο, παρά την διατήρηση του ως το μεγαλύτερο σε μια ακόμη εκλογική αναμέτρηση. Βέβαια, είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως ουδέποτε θεωρήσαμε ότι και η αποχή, την οποία τόσο από θέση ιδεολογικής και αξιακής αρχής όσο και στρατηγικά προωθούμε, ισοδυναμεί με μια συμπαγή και συνειδητή δυναμική. Σε ένα μέρος της θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι υποδηλώνει μια διευρυμένη απαξίωση προς το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα, τους φορείς και τους θεσμούς του η οποία όμως -ελλείψει και μιας εναλλακτικής επαναστατικής αντιπρότασης – δεν έχει “μεταπηδήσει” στο μεγαλύτερο κομμάτι της από την δυσαρέσκεια και την απαξίωση σε μια συνειδητή πολιτική και ταξική αντίληψη στην κατεύθυνση της οργάνωσης και του ενεργού αγώνα για την επαναστατική ανατροπή . Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι ένα άλλο κομμάτι της αποχής εδράζεται σε μια εν γένει αδιαφορία για το πολιτικό γίγνεσθαι. Η προοπτική έκφρασης μιας μαζικής και συνειδητοποιημένης αποχής συνιστά ανοιχτό στοίχημα και πολιτικό στόχο για τον οποίο θα πρέπει να ματώσουμε για να τον επιτύχουμε, κόντρα στις λογικές συνένοχης στήριξης των αστικών διαχειριστικών δυνάμεων, κόντρα στον εγκλωβισμό στα παρωχημένα προγράμματα των χρεοκοπημένων αγκιτατόρων του «σοσιαλιστικού κράτους» και κόντρα σε απολίτικες λογικές «τακτικών ψήφων».
Η κρίσιμη διαπίστωση που οφείλουμε οι αναρχικοί να διαχύσουμε προς κάθε πλευρά για την περίοδο που διανύουμε, είναι ότι το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών δεν θα επηρεάσει το μέγεθος της δρομολογημένης κοινωνικής και εργατικής λεηλασίας που επίκειται το επόμενο διάστημα να είναι ραγδαία, ασχέτως του τελικού νικητή στην διεκδίκηση της αστικής εξουσίας (που φαίνεται ήδη να έχει κριθεί) και του μεγέθους της νίκης του (γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο δημόσιος διάλογος). Οι καταιγιστικές εξελίξεις σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο που είναι προ των πυλών, με την αποκάλυψη του βάθους της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης που οξύνθηκε σε υπέρμετρο βαθμό από τις πολιτικές αντιμετώπισης του υφεσιακού κύματος του 2020 καθώς και ως απόρροια του ρωσοουκρανικού ιμπεριαλιστικού πολέμου, θα αρχίσουν να διαφαίνονται, ήδη από το προσεχές φθινόπωρο. Λίγη σημασία έχει ποιος θα είναι ο πολιτικός διαχειριστής στην μαύρη συγκυρία που εισέρχεται ο τόπος και ολόκληρος ο πλανήτης, όπως και λίγη σημασία έχει για εμάς, την κοινωνική πλειοψηφία, ποιος θα είναι ο κυβερνήτης του νέου κύκλου επιθέσεων στο εισόδημα, τα δικαιώματα και τους όρους διαβίωσης μας.
Η αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, η επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων, η άρση της αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, η αύξηση των επιτοκίων και το μπλοκάρισμα στην παροχή τεχνητής ρευστότητας ως αποτέλεσμα των νέων συνθηκών και της μείωσης των υπερκερδών από τον περιορισμό του πληθωρισμού θα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του επόμενου διαστήματος, δομικά επακόλουθα του νέου επεισοδίου της αξεπέραστης από το 2008 παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και των πολιτικών αντιμετώπισης του και θα συνεπιφέρουν μια άγρια επίθεση στον κόσμο της εργασίας η οποία δεν θα έχει προηγούμενο. Θα είναι μια επίθεση που θα επιχειρήσει να βάλει ταφόπλακα σε ό,τι απομεινάρι κατακτήσεων έμεινε όρθιο, θα αυξήσει δραματικά την ανεργία και θα επαναφέρει τα μαζικά λουκέτα, στέλνοντας στο καναβάτσο το αναπτερωμένο κουφάρι της «μεσαίας τάξης». Όλα αυτά τα ζητήματα βρέθηκαν, όχι τυχαία, εκτός της «προεκλογικής συζήτησης» και κρύφτηκαν πίσω από τα αφηγήματα της δήθεν «σταθερότητας» και του «τέλους των μνημονίων» ή πίσω από απολίτικες κριτικές στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που εν τέλει την ενίσχυσαν. Πρώτα και κύρια κρύφτηκαν από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, για να κρύψουν την πραγματικότητα ενός συστήματος που επιχειρεί να δείξει ξανά κραταιό και χωρίς αντίπαλο αλλά βρίσκεται παγιδευμένο στην μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του. Κρύφτηκαν για να εμπεδωθεί ένα κλίμα «ξεπεράσματος» της κρίσης και επιστροφής στην «κανονικότητα» που τάχα είχε επέλθει και τάχα διατάραξε η ύφεση του 2020 ως «αστάθμητη παρένθεση».
Η συντριπτική νίκη της νεοφιλελεύθερης δεξιάς απέναντι σε κάθε πρόβλεψη είναι αναμφίβολα ανησυχητική, καθώς εκτός των άλλων είναι η πρώτη φορά μέσα στα μνημονιακά χρόνια που μια κυβέρνηση ολοκληρώνει την τετραετή θητεία της και φαίνεται να την ανανεώνει ενισχυμένη. Τα συμπεράσματα για αυτό το αποτέλεσμα, αν επιβεβαιωθεί και στις νέες εκλογές, είναι αναγκαίο να εξαχθούν συστηματικά και να συνυπολογιστούν στην ανάλυση των αιτιών όχι μόνο οι παράγοντες της απουσίας «κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης» ή τα «πετσωμένα media» αλλά και οι αιχμές που προέταξε ένα σύνολο αγώνων της «αντιπολίτευσης στον δρόμο», εμμένοντας σε μια «αντι-νδ» ρητορική που κεντροβάριζε σε μια αντίθεση “μητσοτακισμού – αντιμητσοτακισμού” και η οποία κατ’ ουσίαν εξωράιζε το κράτος και το κεφάλαιο, οδηγώντας στην αποπολιτικοποίηση. Τελικά, ακόμη και σε «τακτικό» και οπορτουνιστικό επίπεδο αυτή η ρητορική ηττήθηκε παταγωδώς και παρά τις θριαμβολογίες πολλών – ακόμη και κατά την διάρκεια των αγωνιστικών γεγονότων για το κρατικό-καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη – για «την πτώση του Μητσοτάκη» δεν κατάφερε να ενσαρκώσει τον άρρητο στόχο της για μια αστική κυβερνητική εναλλαγή.
Όσο θλιβερό είναι το ποσοστό που κατέγραψε η Ν.Δ. για όλα όσα έχει περάσει η κοινωνική πλειοψηφία όλα αυτά τα χρόνια, άλλο τόσο θλιβερή θα ήταν μια αντίστροφη συνθήκη, δηλαδή μια ενισχυμένη με αντίστοιχα ποσοστά σοσιαλδημοκρατία. Αυτοί που σήμερα υβρίζουν την κοινωνική πλειοψηφία που δεν επιβράβευσε με ψήφο τον ΣΥΡΙΖΑ για τα κοινωνικά και ταξικά του εγκλήματα, είτε ως μέλη, είτε ως υποστηριχτές του, αναμφίβολα δεν θα «ετοίμαζαν βαλίτσες» και δεν θα τα έβαφαν μελανά ξερνώντας αντικοινωνική χολή αν αυτό το 40% του εκλογικού σώματος κατευθυνόταν προς την «προοδευτική διακυβέρνηση». Γι’ αυτούς, μπορεί η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ να ήταν το αποκορύφωμα του υπαρξιακού πολιτικού τους αδιεξόδου και η κατάρρευση των προσδοκιών τους για «την ήττα της δεξιάς» αλλά για εμάς, συνιστά μια δικαίωση, που προσφέρει εκ νέου την ευκαιρία να καταληφθεί ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού χάρτη από μια ανατρεπτική, αντικοινοβουλευτική και επαναστατική τάση που οφείλουμε να οικοδομήσουμε, μακριά και ενάντια από κάθε διαχειριστική και ενδοσυστημική αυταπάτη «κυβερνητικών εναλλαγών» ή άλλες ενδοσυστημικές αυταπάτες, όπως κι αν αυτές λανσάρονται ανά τα χρόνια.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δικαιώνει τόσο ηθικά όσο και σε επίπεδο πολιτικής τακτικής την επιμονή στην ανάδειξη των αφομοιωτικών κινδύνων μέσα σε μια σειρά αγώνων και κινητοποιήσεων, καθώς και την επιλογή της διαρκούς ρήξης μαζί του στον δρόμο, που λίγοι, είναι η αλήθεια, ακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια, πολλές φορές με «αναθέματα» και πολλές φορές φλερτάροντας με την παγίδα να απομονωθούμε ως «εμμονικοί» από τους άτυπους δορυφόρους της κυβερνώσας αριστεράς, οι οποίοι πλέον απειλούνται υπό αφανισμό. Τα καθήκοντα της πολιτικής και στρατηγικής σύγκρουσης με την σοσιαλδημοκρατία σε καμία περίπτωση δεν αμβλύνονται από την πρόσκαιρη κατάρρευση της. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι σύγχρονες αστικές δημοκρατίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την ύπαρξη ενός εξισορροπητικού δικομματισμού και επιπροσθέτως, γνωρίζουμε ότι μέσα στα κινήματα, ακόμη και μέσα στον αναρχικό χώρο, ηγεμονεύουν ιδεολογικά όχι οι κατευθύνσεις της επαναστατικής ρήξης και του επαναστατικού μετασχηματισμού, αλλά διάφορες άλλες θεωρήσεις, οι οποίες εάν δεν ανατραπούν, μοιραία πάλι θα οδηγήσουν στην αφομοίωση, στις αξιώσεις ενός «λιγότερου κακού κυβερνητισμού» και στην μηδενιστική απογοήτευση, αφού σύμφωνα με αυτές τις θεωρήσεις, οι οποίες ταυτίζονται με την κυρίαρχη ιδεολογία, «ο κόσμος δεν αλλάζει».
Όλες εκείνες οι δυνάμεις που εκπροσωπούν μέσα στα κινήματα το συστημικό πρόταγμα «ο κόσμος δεν αλλάζει» προβάλλοντας διαφόρων λογιών ρεφορμισμούς ως κεντρικά διακυβεύματα, είναι αυτές που στο όνομα του “ρεαλισμού” αποπολιτικοποίησαν κάθε αγώνα της προηγούμενης τετραετίας, επιχειρώντας να τον μετατρέψουν με συστημικά ευνοϊκές κορώνες σε «αντιδεξιό μέτωπο». Είναι αναγκαίο να συρρικνωθούν σε επιρροή και απήχηση αυτές οι δυνάμεις, μέσα στις άγριες κοινωνικές, εργατικές και πολιτικές μάχες του επόμενου διαστήματος. Να συρρικνωθούν σε επιρροή και απήχηση οι κάθε λογής ρεφορμιστές, εκεί, που μια αντικοινοβουλευτική επαναστατική αντιπολίτευση, συσπειρωμένη γύρω από έναν νέο κινηματικό πόλο και μια νέα, αναρχική οργάνωση, θα βγει στο ιστορικό προσκήνιο και θα αναδιατάξει τους πολιτικούς και ταξικούς συσχετισμούς, έτσι ώστε η μελλοντική κατάρρευση της Νέας Δημοκρατίας, να είναι συνώνυμη της άνθισης ενός ανατρεπτικού επαναστατικού κινήματος και όχι της σοσιαλδημοκρατικής επαναφοράς. Αυτός είναι ο πραγματικός, επαναστατικός τακτικός στόχος της νέας συγκυρίας που θα ανοίξει το ερχόμενο φθινόπωρο και αυτός είναι ένας από τους στόχους για τον οποίο αξίζει να παλέψουμε για να κερδηθεί.
Στον αντίποδα μιας τέτοιας προοπτικής, η συζήτηση που έχει προκύψει στον δημόσιο διάλογο για την «ανεξέλεγκτη κυβέρνηση» που θα αναδειχτεί στο ενδεχόμενο που η νεοφιλελεύθερη παράταξη διατηρήσει το ποσοστό της και συγχρόνως η σοσιαλδημοκρατία δεν ανακάμψει, είναι μια συζήτηση ιδιαιτέρως βολική τόσο για την νέα κυβέρνηση όσο και για την σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση, που ενώ όλο το προηγούμενο διάστημα συνεπικουρούσε την κυβερνητική ατζέντα, τώρα εμφανίζεται τάχα ως αναγκαιότητα για να τιθασεύσει τον “παντοδύναμο πρωθυπουργό”. Αυτή η συζήτηση δυστυχώς εμφανίζεται και σε κινηματικό επίπεδο και η κατεύθυνση της, δεν είναι άλλη από το να μετατοπίσει τα αντιστασιακά διακυβεύματα της εποχής στο γήπεδο του ταξικού αντιπάλου και καλλιεργώντας την λογική της “τακτικής ψήφου” να εκφράσει την πεποίθηση ότι οι όροι της ταξικής πάλης διαμορφώνονται μέσα στο έδαφος ενδοαστικών και ενδοκοινοβουλευτικών συσχετισμών ανάμεσα στους διάφορους συστημικούς πόλους της αστικής διαχείρισης και όχι μέσα στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Αναμφίβολα, αγνοεί μια τέτοια συζήτηση τις νίκες του εργατικού κινήματος και των φοιτητών/τριών κατά την προηγούμενη τετραετία και υποθηκεύει τις επόμενες, στέλνοντας τες στην αγκαλιά είτε των σταλινικών απολιθωμάτων του ΚΚΕ ως νέου αφομοιωτικού πόλου, είτε της σοσιαλδημοκρατίας. Γιατί, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε, ότι ακόμα και οι «νίκες», όσο σημαντικές κι αν είναι, αν είναι νίκες υπό κηδεμονία και νίκες υπό εκμετάλλευση των διάφορων κολαούζων υμνητών των γκούλαγκ ή των «να πέσει η δεξιά» τότε είναι νίκες που δεν ανοίγουν τον δρόμο της επαναστατικής προοπτικής αλλά της ανανέωσης και της αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος με όρους ευνοϊκούς για την αστική κυριαρχία και τους εκπροσώπους της. Μετατρέπονται δηλαδή, σε νίκες του συστήματος και όχι των αγώνων.
Σε αυτό το σημείο είναι καίριο να υπογραμμιστεί πως η αδιάφορη πρόσληψη της μικρής ανόδου του ΚΚΕ είναι το ίδιο επιβλαβής με την θετική της αντιμετώπιση ως δήθεν ενίσχυση μιας “αντικαπιταλιστικής φωνής” καθώς αψηφά τον τρόπο με τον οποίο επήλθε, ως προϊόν της σταθερής κομματικής του παρέμβασης σε μια σειρά από χώρους, στους οποίους ο αναρχισμός είτε βρίσκεται αφομοιωμένος σε μετωπικές συμπορεύσεις με τις ουρές της σοσιαλδημοκρατίας, είτε είναι ανύπαρκτος, είτε διατηρεί μικρή μόνο επιρροή. Είναι ένα ζήτημα το οποίο θα πρέπει επίσης να απασχολήσει το επόμενο διάστημα, όχι «αφηρημένα» αλλά μέσα στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδιασμού ολόπλευρης κινηματικής ανασυγκρότησης και οργανωμένης εισόδου στο εργατικό, φοιτητικό και ευρύτερα λαϊκό και κοινωνικό κίνημα, αν θέλουμε ο αναρχισμός και τα επαναστατικά του προτάγματα να αναδειχτούν πρωταγωνιστικά στην κοινωνική και ταξική πάλη και να μην παραμείνουν «ντεκόρ» των αγώνων ή αφομοιώσιμα «προωθημένα αιτήματα» που θα πηγαίνουν αγκαζέ με τα νέα «αντιδεξιά μέτωπα» θυματοποίησης, ενδοσυστημικών αξιώσεων και ρεφορμιστικών αυταπατών, που θα επιχειρήσουν να εμφανιστούν εκ νέου από το φθινόπωρο ή ίσως και πιο πριν.
Παράλληλα με την αναγκαία ιδεολογική, πολιτική, στρατηγική αντιπαράθεση με το ΚΚΕ και το χρεοκοπημένο πρόγραμμα του για την νεκρανάσταση των δεσποτικών σοσιαλιστικών κρατών, τα κριτικά βέλη οφείλουν να προσανατολιστούν και προς τους “αναθεωρητές” και “ανανεωτές” του χώρου αυτού, είτε πρόκειται για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είτε για άλλα γραφικά μορφώματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Τόσο ο ρόλος τους ως νεροκουβαλητές της σοσιαλδημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ όσο και αυτά τα ίδια τα πολιτικά προγράμματα που πρεσβεύουν, δηλαδή το δεσποτικό σοσιαλιστικό κράτος τάχα με παραλλαγές απ’ τις “σταλινικές” εκδοχές του, τους κατατάσσουν απέναντι από τα ελευθεριακά και εξισωτικά προτάγματα της κοινωνικής και ταξικής πάλης. Άλλωστε η ίδια η επαναστατική ιστορία έχει αποδείξει ότι οι αναθεωρητές μαρξιστές δεν είναι ούτε πιο “επαναστάτες” ούτε πιο ελευθεριακοί, τάχα “πιο κοντά” στους αναρχικούς όπως επιχειρούν οι ίδιοι ή άλλοι σύμμαχοι τους να τους παρουσιάσουν. Όσα πρεσβεύουν, αυτούσια ή με διαχειριστικές σάλτσες για “μεταβατικά προγράμματα” και προεπαναστατικούς βηματισμούς “αντικαπιταλιστικών κυβερνήσεων”, είναι όσα πολέμησαν οι αναρχικοί ήδη από την γέννηση τους στην Α Διεθνή. Κι έτσι και σήμερα, από αναρχικούς που σέβονται τους εαυτούς, το κίνημα και την ιστορία τους, ούτε ψήφους, ούτε συνεργασίες, ούτε κοινά “μέτωπα” δεν θα δουν.
Με τους διεκδικητές της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης απ’ όπου κι αν προέρχονται εμείς είμαστε σε πόλεμο και όχι σε συμμαχία. Αγωνιζόμαστε για την κατάρρευση τους στην συνείδηση του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Παλεύουμε ενάντια τους για την γιγάντωση του αναρχικού κινήματος, διαψεύδοντας όσους και όσες, ακόμα και μέσα από τις γραμμές μας, δεν πιστεύουν στο εφικτό μιας τέτοιας προοπτικής και κοιτούν δεξιά-αριστερά για να κάνουν τον πρόθυμο ψηφοφόρο ή “υποστηρικτή” του ενός ή του άλλου κόμματος στο όνομα της “τακτικής”, με την επίκληση του “αντιδεξιού φρονήματος” ή άλλων προσχημάτων που μόνο ενισχύουν το αστικό πολιτικό σύστημα, την σταθερότητα του και την διαιώνιση του .
Απέναντι λοιπόν και στους πρόθυμους αντιπολιτευτές απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, την νέα κυβέρνηση της Ν.Δ., την νέα κυβέρνηση του καπιταλισμού και του κράτους, θα την πολεμήσουμε με πείσμα, σχέδιο και σταθερότητα μέσα στους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Θα την πολεμήσουμε μέσα στους χώρους εργασίας, στις γειτονιές, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια, αυτοδύναμα και χωρίς διαμεσολαβητές, στρατηγικά και με ορίζοντα την Κοινωνική Επανάσταση και όχι λοξοκοιτάζοντας κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και «τακτικές» ψήφους ανανέωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Θα την τσακίσουμε οργανωμένα, συλλογικά, με ιδεολογικές και πολιτικές βάσεις, με επαναστατικό πρόγραμμα και με κάθε πρόσφορο με τους σκοπούς μας μέσο. Θα την γονατίσουμε ξαναπιάνοντας το νήμα των σκληρών συγκρούσεων.
Προτάσσουμε ξανά και ξανά την αποχή παντού, τσακίζοντας τα νέα κάλπικα διακυβεύματα εγκλωβισμού στις κάλπες και οργανώνοντας τους νέους αγώνες με πάθος, ευφυΐα και ανυποχώρητη πίστη στο εφικτό και την αναγκαιότητα της κοινωνικής αλλαγής. Για να συντρίψουμε στον δρόμο και μόνο στον δρόμο κάθε αντικοινωνικό σχεδιασμό, κάθε ανέλπιδη προσδοκία κράτους, αστικής τάξης και κυβέρνησης για να «τελειώσουν» τους αγώνες και τις αντιστάσεις, για να συντρίψουμε κάθε απογοήτευση και κάθε συμβιβασμό με την βαρβαρότητα ενός σάπιου κόσμου που ζούμε για να τον καταστρέψουμε και θα ζούμε όταν καταστραφεί, ατενίζοντας στα συντρίμμια του τον θαυμαστό κόσμο που εμείς θα φτιάξουμε: τον κόσμο της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλοβοήθειας, της αναρχίας.
ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ – ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΟΥ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
‘Η ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ Ή ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΤΑΓΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ, ΟΤΙ ΜΑΝΔΙΑ ΚΙ ΑΝ ΕΝΔΥΟΝΤΑΙ
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ – ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ