Σύμφωνα με θεωρίες προερχόμενες από τον χώρο των αστικών κοινωνικών επιστημών, η εργατική τάξη έπαψε να υφίσταται ως τάξη επαναστατική, είτε γιατί αφομοιώθηκε (βλ. «θεσμοποίηση της εργατικής τάξης») είτε γιατί η «αυτοματοποίηση» και η ανάδυση νέων μορφών απασχόλησης κατατείνουν στον αφανισμό της. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, ορισμένοι θεωρητικοί της αστικής κοινωνιολογίας υποστηρίζουν πως η ταξική πάλη δεν υφίσταται πλέον στις σύγχρονες κοινωνίες, αρνούμενοι συγχρόνως την ίδια την ύπαρξη του ταξικού χαρακτήρα του καπιταλισμού, καθώς αυτά τα χαρακτηριστικά, κατά την άποψη τους, αντιστοιχούν στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού και έχουν ανατραπεί από τις εξελίξεις των προηγούμενων αιώνων. Αυτές οι θεωρήσεις, πέρα από τον παραπλανητικό τους χαρακτήρα και την προσπάθεια συγκάλυψης των δομικών ανισοτήτων του καπιταλισμού που εκπηγάζουν από την ταξική θέση εξάρτησης στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι μέσα στην παραγωγή, επιχειρούν να αμφισβητήσουν την δυνατότητα για έναν επαναστατικό μετασχηματισμό μέσα από την ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα αίτια αυτής της αμφισβήτησης τοποθετούνται εκτός των άλλων στην θεωρία για την “θεσμοποίηση της εργατικής τάξης”, σύμφωνα με την οποία οι εργάτες αφομοιώθηκαν στο καπιταλιστικό σύστημα μέσω μια σειράς παραχωρήσεων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων καθώς και της παραχώρησης της θεσμικής δυνατότητας να “διαπραγματευτούν” μέσω των συλλογικών τους σχηματισμών για την βελτίωση της θέσης τους.
Ωστόσο, η θεωρία για την “θεσμοποίηση της εργατικής τάξης” είναι αδύναμη τόσο ως προς τον τρόπο με το οποίο περιγράφεται ότι συντελείται όσο και και ως προς τα φερόμενα ως αποτελέσματα της, πάνω σε αντικειμενικούς παράγοντες που καθορίζουν τους όρους ύπαρξης αλλά και τους αναγκαίους όρους για την ανατροπή των υφιστάμενων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Καταρχήν, αποσιωπάται το γεγονός πως οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αποτελέσουν “ισότιμους διαπραγματευτές” ως προς την διεκδίκηση των ταξικών τους συμφερόντων απέναντι στους κεφαλαιοκράτες λόγω της ταξικής τους θέσης και της εξάρτησης της ύπαρξης τους από την εκβιαστική συνθήκη της μισθωτής εργασίας. Επιπλέον, οι προσπάθειες εφαρμογής από κατά βάση σοσιαλδημοκρατικά αστικά κόμματα του “κράτους πρόνοιας” καθώς και οι προσπάθειες τους να αφομοιώσουν τους εργατικούς αγώνες, ιστορικά επ’ ουδενι δεν οδήγησαν σε κάποιου είδους απεξάρτηση των εργαζομένων από την ταξική καπιταλιστική τυραννία. Αντίθετα, η ενσωμάτωση των εργατικών διεκδικήσεων και αγώνων από το κράτος και τον γραφειοκρατικό συνδικαλισμό οδήγησε σε μια άνευ όρων και προς όφελος του κεφαλαίου συνθηκολόγηση προκαλώντας την υποχώρηση των ριζοσπαστικών εργατικών κινημάτων και αποτελώντας σημαίες ήττας. Μιας ήττας εγκλωβισμένης στον ρεφορμισμό και στους ταξικούς συμβιβασμούς, που αναπότρεπτα βάζει φραγμούς στον αγώνα για μια πραγματική απελευθέρωση από την κυριαρχία του κράτους και του κεφαλαίου. Μια απελευθέρωση που μπορεί να πραγματωθεί μόνο επαναστατικά.
Οι εργατικές κατακτήσεις που κερδήθηκαν μέσα στο πέρασμα των αιώνων αποτέλεσαν το απότοκο μιας οξείας ταξικής διαμάχης και σκληρών αγώνων από την πλευρά των εργατών απέναντι σε εργοδότες και κράτος και όχι το προϊόν της “προόδου” του καπιταλισμού ή ενός διακανονισμού μεταξύ συνεταίρων. Η ισχύ ή η κατάργηση αυτών των κεκτημένων εξαρτάται άμεσα από τον συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται και το επίπεδο της ταξικής πάλης καθώς και την ιδιαίτερη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σε εποχές οπισθοχώρησης των κοινωνικών και ταξικών αγώνων, όπως αυτή που διανύουμε μέσα στο περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, τα εργατικά κεκτημένα, υπό την μορφή των νομικών παραχωρήσεων που αναγκάστηκαν το κράτος και το κεφάλαιο να κάνουν στο παρελθόν είναι λογικό και επόμενο να αμφισβητούνται ή και να καταλύονται μερικώς ή πλήρως.
Τρανή απόδειξη για το παραπάνω σε ό,τι αφορά τα ελλαδικά δεδομένα αποτελεί το ψηφισθέν στις 16 Ιουνίου αντεργατικό νομοσχέδιο το οποίο ήρθε για να καταργήσει και να αποτελειώσει εργατικά κεκτημένα αιώνων, όπως το 8ωρο, η Κυριακάτικη αργία, το δικαίωμα στην απεργία και την συνδικαλιστική δράση. Όλα αυτά είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση και από τους προγενέστερους μνημονιακούς νόμους και ιδιαίτερα την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και πλέον δέχονται τις τελευταίες χαριστικές βολές. Η τυπική κατάργηση του 8ωρου και οι άλλες ρυθμίσεις που επικυρώθηκαν στο νομοσχέδιο της 16ης Ιουνίου, φέρνουν ξανά στο προσκήνιο την θέση της εργατικής τάξης στον σύγχρονο κόσμο. Ζητήματα που αφορούν τον ταξικό καθορισμό αλλά και την φύση της εργατικής τάξης ως επαναστατικού υποκειμένου επανέρχονται και ανατροφοδοτούν τις «κλασικές θεωρίες», αφού η μεταμοντέρνα επίθεση διαψεύδεται υπό το φως των εξελίξεων και των χτυπημάτων στην εργασία που μας επιστρέφουν αιώνες πίσω.
Αυτό το τεράστιο πισωγύρισμα όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας, έρχεται να αποτελέσει μια ακλόνητη ισχυρή διάψευση στην πράξη των αστικών και μεταμοντέρνων θεωριών που μιλούσαν για το “τέλος της ιστορίας” και το “τέλος της εργατικής τάξης”. Οι θεωρίες για την επιτυχία του καπιταλιστικού συστήματος και την ευημερία που θα προσέφερε καθώς και τον θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα με την εκδήλωση της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και τα δομικά αδιέξοδα του συστήματος που αυτή ανέδειξε και για τα οποία δεν έχει βρεθεί ικανή λύση για το προσπέρασμα τους. Την ίδια στιγμή, το υποκείμενο εκμετάλλευσης επ’ ουδενί δεν έχει μετατοπιστεί, αλλά παραμένει το ίδιο: η τάξη των εργαζομένων. Το βάθεμα της ταξικής εκμετάλλευσης, η προλεταριοποίηση όλων και περισσοτέρων ατόμων από τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα λόγω των συνθηκών της κρίσης καθώς και η προσπάθεια κατάργησης κάθε νομικής προστασίας των εργατών διαψεύδουν θεωρίες που αναφέρονταν είτε στην εξαφάνιση της εργατικής τάξης λόγω της εμφάνισης νέων μορφών απασχόλησης είτε στην ενσωμάτωση και την “θεσμοποίηση” της.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το “τέλος της εργατικής τάξης” επιχειρείται να δικαιωθεί και να αιτιολογηθεί από ορισμένες θεωρητικές προσεγγίσεις με βάση την ανάδυση νέων μορφών απασχόλησης καθώς και με την εισχώρηση των νέων τεχνολογιών και της αυτοματοποίησης στην παραγωγική διαδικασία. Η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και η είσοδος της αυτοματοποίησης, της ψηφιακής τεχνολογίας και της ρομποτικής στην παραγωγική διαδικασία έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα πως με την ταχεία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (βλ. μηχανών) η ανθρώπινη εργασία δεν θα είναι πλέον απαραίτητη, θα υπαχθεί στις μηχανές έως ότου νομοτελειακά θα εκλείψει φέρνοντας το “τέλος της εργατικής τάξης”, έναν κόσμο “χωρίς εργαζομένους”. Μια πρώτη προβληματική αυτών των θεωριών είναι πως μέσα από τον τεχνολογικό ντετερμινισμό που προβάλλουν, περιορίζονται μόνο στο τεχνικό μέρος της παραγωγής, αφήνοντας στην άκρη τις παραγωγικές σχέσεις, τον ρόλο της εργατικής τάξης και παραβλέποντας την εξάρτηση της ύπαρξης των νέων τεχνολογιών από τους κανόνες του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής.
Αυτό που περιγράφουν δεν είναι το καπιταλιστικό σύστημα αλλά κάτι “νέο” το οποίο αδυνατούν να προσδιορίσουν με επάρκεια και κάτι τέτοιο είναι και πρακτικά αδύνατο. Από την εμφάνιση των ταξικών κοινωνιών μέχρι και σήμερα αλλαγή του τρόπου παραγωγής (ανεξάρτητα από τις φάσεις τις οποίες διέρχεται και την εσωτερική του εξέλιξη) σημαίνει ανατροπή ενός ολόκληρου κοινωνικού σχηματισμού και είναι μια μεταβολή επαναστατική στην οποία επιδρούν πλήθος δυνάμεων συναρτώμενων και παραγόμενων από την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να ανατραπεί από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η οποία από μόνη της δεν τροποποιεί τις υφιστάμενες κοινωνικές και ταξικές σχέσεις ούτε και αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα καθορισμού του τρόπου παραγωγής.
Οι αλλαγές στο τεχνικό μέρος της παραγωγής αντανακλώνται στις μορφές της εργασίας εντούτοις δεν μεταμορφώνουν επ’ ουδενί την φύση της εργασίας. Αν κάτι αλλάζει και εξελίσσεται ως απόρροια της τεχνολογικής εξέλιξης αυτό είναι η σύνθεση της εργατικής τάξης η οποία δεν συρρικνώνεται αλλά διογκώνεται (η τεχνολογική εξέλιξη μέσα στον καπιταλισμό δεν είναι ουδέτερη διαδικασία) όχι όμως η ύπαρξη της και η θέση της στον κόσμο. Από επαναστατική και ιστορική σκοπιά δεν αλλάζει και ο προσδιορισμός του υποκειμένου ανατροπής.
Ως προς το επαναστατικό υποκείμενο η θέση των αναρχικών ήταν πάντα ρητή: η κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να είναι έργο ούτε μιας αποκομμένης διανοητικής ελίτ, ούτε μιας σέκτας πολιτικών επαναστατών, αλλά έργο της ίδιας της εργατικής τάξης και των επαναστατημένων λαϊκών μαζών. Όπως γράφουμε στο καταστατικό μας: “αναγνωρίζοντας τις ιστορικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε ο αναρχισμός ως επαναστατική κοσμοθεωρία, δεν μπορούμε να τον αποκόψουμε από την ταξική του βάση. Δεν απευθυνόμαστε σε αφηρημένα υποκείμενα ούτε πρεσβεύουμε έναν γενικόλογο ανθρωπισμό. Εργαζόμαστε για την χειραφέτηση και την απελευθέρωση της εργατικής τάξης, η απελευθέρωση της οποίας θα σημάνει και την απελευθέρωση ολόκληρης της κοινωνίας.”
Απόψεις που τοποθετούν στην θέση του επαναστατικού υποκειμένου το πολιτικό κίνημα παραμερίζοντας τον ταξικό χαρακτήρα της επαναστατικής πάλης μας βρίσκουν αντίθετους. Δεν είναι οι αναρχικοί το υποκείμενο που συγκροτείται σε επαναστατικό κίνημα εκπροσωπώντας τον λαό και την εργατική τάξη, ούτε το επαναστατικό υποκείμενο προσδιορίζεται αποκλειστικά πολιτικά. Άλλωστε η πρωτοκαθεδρία μιας μπλανικιστικού τύπου επαναστατικής πολιτικής πρωτοπορίας που επαναστατεί από μόνη της στο όνομα του λαού θα σήμαινε αυτόματα και ότι ο επαναστατικός στόχος αυτής της κοινωνικά ξεκομμένης πρωτοπορίας είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας κάτι που και ιστορικά έχει αποδειχθεί πως δεν οδηγεί στην αταξική κοινωνία αλλά σε νέους ταξικούς σχηματισμούς.
Αν ο στόχος μιας Επανάστασης είναι η χειραφέτηση του κόσμου της εργασίας και η απελευθέρωση συνολικά της κοινωνίας απ’ την ιεραρχική της διάρθρωση και το κράτος-δυνάστη τότε αντίστοιχα οι φορείς της επανάστασης δεν μπορούν να βρίσκονται σε μια αυτόνομη διαδρομή απ’ τις κοινωνικές διεργασίες και την αναγκαιότητα η εργατική τάξη να οργανωθεί αυτοτελώς, ελευθεριακά και αποδεσμευμένα από επίδοξους ηγεμόνες πέρα απ’ την πολιτική οργάνωση. Παίρνοντας αυτό ως βάση προκύπτει ως αναγκαιότητα ένας πιο σαφής καθορισμός του επαναστατικού υποκειμένου και της σχέσης του με το πολιτικό υποκείμενο του επαναστατικού κινήματος (τον αναρχισμό και την ειδική αναρχική οργάνωση), που δεν είναι αποκομμένο αλλά σάρκα από την σάρκα της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών.
Το υποκείμενο αυτό όπως προείπαμε είναι η εργατική τάξη. Μέσα στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα και τον εθνοκρατικό σχηματισμό, το επαναστατικό υποκείμενο ανατροπής του υφιστάμενου κρατικού-καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορεί να είναι άλλο αν προτάσσουμε μια επανάσταση που θα καταργήσει τις τάξεις. Στην εργατική τάξη ανήκει το σύνολο των εργαζομένων ανδρών και γυναικών που πουλούν την εργατική τους δύναμη και μέσα απ’ αυτήν παράγεται αξία και κεφάλαιο. Ο τρόπος καθορισμού της και η σύνθεση της σήμερα χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης και μελέτης ώστε να αποφύγουμε απλοϊκά σχήματα και πρόχειρους ορισμούς.
Λόγω των συνθηκών της υλικής της ύπαρξης και των αναγκών της που καταπιέζονται και ποδοπατιούνται μέσα στο ισχύον σύστημα, η εργατική τάξη έχει ιστορικό συμφέρον να ανατρέψει το σύστημα. Η οικονομική και κοινωνική θέση της, είναι αυτή που δημιουργεί και παρακινεί το ένστικτο και το πάθος των εκμεταλλευομένων ανθρώπων για να αγωνιστούν και να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους. Την θέση της στον κόσμο η εργατική τάξη την κληρονομεί απ’ τον προηγούμενο φεουδαρχικό κοινωνικό σχηματισμό και η επαναστατική της θέση είναι αντικειμενική και αιτιακά καθορισμένη. Η εργατική τάξη όντας αυτή που παράγει το κεφάλαιο καθώς τα μέσα παραγωγής δεν μπορούν να παράξουν τίποτα από μόνα τους, είναι κι αυτή που θα το καταστρέψει αποτελώντας τον τελευταίο εκπρόσωπο της ταξικής πάλης.
Στο παραπάνω ο “μυημένος/η” ή δικαιολογημένα καχύποπτος/η αναγνώστης ασφαλώς συναντά μια αιτιοκρατική προσέγγιση που εφόσον την αναγνωρίζουμε θα πρέπει και να την απεμπλέξουμε από την μεταφυσική μαρξιστική τελεολογία όχι για να μην κακοχαρακτηριστούμε (οι θέσεις μας για τον μαρξισμό είναι γνωστές και περιφρουρούν την αποτροπή μιας τέτοιας διαστρέβλωσης) αλλά για να γίνουμε λίγο πιο ξεκάθαροι. Σε αυτό θα μας βοηθήσει αρχικά η παράθεση αποσπασμάτων από το προλογικό σημείωμα του 1ου τεύχους ανθολογίου:
“Η αντίληψη, κατά βάση ιδεολογική, που ερμηνεύει την ιστορία ως στατική, όπως και η αντίληψη για τον τελεολογικό προορισμό της προς έναν προκαθορισμένο και ιδεολογικά οριοθετημένο τερματικό σταθμό, αντιβαίνει τους αμετακίνητους κοινωνικούς νόμους της αέναης εξέλιξης. Οι ανθρώπινες κοινωνίες, ακριβώς όπως και η φύση, δεν καθηλώνονται στην ακινησία και δεν μένουν αμετάβλητες στην συνεχή ροή του χρόνου που πάντα βαίνει προς τα εμπρός. Δεν γίνεται, λοιπόν, να προβλέψουμε με ακρίβεια την τροπή της κοινωνικής εξέλιξης, ούτε να προδιαγράψουμε τα στάδια, τις μορφές και τις αντιφάσεις μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης που αναπόφευκτα θα διαδεχθεί την υπάρχουσα.
Οι νόμοι της ιστορικής κίνησης μπορούν αφενός να διαψεύσουν τις ιδεολογικές βεβαιότητες για το μέλλον, και αφετέρου να καταρρίψουν την ανορθολογική πεποίθηση ότι οι εξουσίες, οι κοινωνικές καταπιέσεις και τα ταξικά οικονομικά συστήματα θα υπάρχουν για πάντα (όπως βέβαια, δεν υπήρχαν και από πάντα). Να καταρρίψουν την κυρίαρχη μυθολογία ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς κράτος και ότι είναι “ανέφικτο” να υπάρξουν κοινωνίες δομημένες στην ισότητα. “
Η αιτιότητα στην οποία βρίσκεται δεσμευμένος ο άνθρωπος είναι το απότοκο διεργασιών που συντελέστηκαν προτού ο ίδιος ριχτεί μέσα στην κοινωνία και δεν είναι έκφραση μιας ντετερμινιστικής εξωτερικής μεταφυσικής (π.χ. σαν αυτής του ιδεαλιστικού χεγκελιανού πνεύματος ή του μαρξιστικού ιστορικού υλισμού) αλλά εσωτερικός μηχανισμός της εξελικτικής κίνησης. Ο άνθρωπος δημιουργείτε μέσα απ’ την ιστορία, όπως δημιουργήθηκε και η εργατική τάξη μέσα από την ιστορία. Ταυτόχρονα δημιουργεί την ιστορία του ως ζωντανός συντελεστής, όπως ακριβώς η εργατική τάξη μπορεί να καθορίσει την μοίρα της ως δρών επαναστατικό υποκείμενο.
Ο αιτιακός καθορισμός της θέσης της εργατικής τάξης στον κόσμο δεν είναι ένα ανελεύθερο σχήμα που προδιαγράφει αντι-διαλεκτικά και θεολογικά το πώς θα απεξαρτηθεί από αυτή την θέση: η αιτιακή συνάφεια μεταξύ του προκαθορισμού της θέσης στον κόσμο και της δυνατότητας επανακαθορισμού αυτής της θέσης ισοδυναμεί με την διαλεκτική μεταβλητότητα του κόσμου που καταλύει νομοτελειακές βεβαιότητες αλλά δεν εγκλωβίζεται στην τυχαιότητα μιας βουλησιαρχίας ανεξάρτητης από ιστορικούς νόμους που δεν παράχθηκαν απ’ τον θεό ή τον φιλοσοφικό στοχασμό αλλά απ’ την κοινωνική εξέλιξη. Η δυνατότητα επανακαθορισμού της θέσης στον κόσμο είναι η ελεύθερη δυνατότητα υπέρβασης της προκαθορισμένης θέσης.
Ένα καλό παράδειγμα στο οποίο θα μπορούσαμε να σταθούμε είναι η διαδικασία μετάβασης από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό (βλ. “η επανάσταση του 1821, το ιστορικό της πλαίσιο και ο χαρακτήρας της”) και το πως η αστική τάξη την δεδομένη στιγμή εμφανίζεται ως επαναστατικό υποκείμενο μεταβολής του προγενέστερου σχηματισμού. Θα μπορούσε άραγε η αδιαμόρφωτη και αριθμητικά ασήμαντη εργατική τάξη να έχει συνείδηση του εαυτού της και να ανατρέψει αυτή το φεουδαρχικό σύστημα; Μήπως οι αγρότες θα μπορούσαν να αποτελέσουν δύναμη επαναστατική κατά την συγκρότηση των εθνικών κρατών αν λάβουμε πλήρως υπόψιν τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής και την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης; Πιστεύουμε ότι η ιστορία και η παγκόσμια επικράτηση του καπιταλιστικού κράτους έχουν απαντήσει αυτά τα ερωτήματα.
Την αστική τάξη στο ιστορικό προσκήνιο δεν την έφερε κάποιος θεολογικός νόμος ούτε η χεγκελιανή “πανουργία του λόγου” για να ενσαρκώσει τις βουλές του πνεύματος. Οι κοινωνικές δυνάμεις που αναμειγνύονται στις εξελίξεις μιας ιστορικής περιόδου αποσύνθεσης του φεουδαρχικού συστήματος καθιστούν αδύνατη μια εναλλακτική προοπτική μελετώντας την ιστορία και όχι εξασκώντας την τέχνη του στοχάζειν. Τι σύστημα θα έχτιζε η αστική τάξη στην θέση του φεουδαρχικού θα ήταν αδύνατο να προβλεφτεί κατά την παρακμή του Βυζαντίου και στην αρχή της φεουδαρχικής κρίσης που δεν υπήρχε καν ως οργανωμένη τάξη με ταξικές αξιώσεις. Δεν θα ήταν όμως αδύνατο να διαφανεί από την συγκρότηση της μέσα στον υπό κρίση φεουδαρχικό σχηματισμό και την συνακόλουθη ιδεολογική της οχύρωση.
Αντίστοιχα σήμερα δεν είναι αδύνατο να πούμε ότι η εργατική τάξη ως επαναστατικό υποκείμενο μπορεί να απεξαρτηθεί από την θέση της στον καπιταλιστικό κόσμο εφαρμόζοντας τα αναρχικά προτάγματα. Ο αναρχισμός όπως συχνά τον προσδιορίζουμε δεν είναι παρά η επαναστατική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, το ελευθεριακό της απαύγασμα. Το εργατικό κίνημα και η σοσιαλιστική σκέψη παρήγαγαν δύο κοσμοθεωρίες: μια εξουσιαστική που απέτυχε όπου κι αν εφαρμόστηκε και μια ελευθεριακή. Η πρώτη επιβεβαίωσε στην πράξη την κριτική της δεύτερης και καμία γεφύρωση δεν είναι παρά ανιστόρητη και αντεπαναστατική. Αυτή την παραδοχή οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που την ενστερνίζονται θα πρέπει και να την υπερασπιστούν, να την προασπίσουν, να αποκόψουν μια και καλή την στήριξη φορέων και μορφωμάτων που για τους δικούς τους πρόσκαιρους σκοπούς υποστηρίζουν το αντίθετο.
Στον αντίποδα της μαρξιστικής-λενιστικής αντίληψης για την διαχωρισμένη και απ’ τα έξω καθοδηγητική υποκίνηση των μαζών, αυτές δεν στερούνται ταξικών βλέψεων και ταξικού ενστίκτου όπως υποστήριζε ο μέγας αντίπαλος του Μαρξ ο Μπακούνιν. Είναι η καθημερινή εμπειρία των εργαζομένων μαζών και όχι εκ των προτέρων κάποια επαναστατική ιδεολογία που τις ωθούν προς την αναγνώριση της αναγκαιότητας των επαναστατικών ιδεών, με την προϋπόθεση ότι οι τελευταίες, ανεπτυγμένες σε ένα επαναστατικό σχέδιο που οι ίδιες και όχι η κομματική πρωτοπορία θα βάλουν μπροστά, μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της. Ο αναρχισμός δημιουργήθηκε μέσα απ’ την συγκρότηση της εργατικής τάξης και όχι στοχαστικά και μπορεί να εκφράσει αυτές τις ανάγκες.
Η εργατική τάξη δεν αποτελεί ένα μεσσιανικό υποκείμενο που νομοτελειακά θα επιφέρει τον επαναστατικό μετασχηματισμό προς τα προτάγματα που πρεσβεύει η ελευθεριακή κοσμοθεωρία της, ο αναρχισμός, μέσα από μια ανεξάρτητη απ’ την τριβή της ιδεολογίας συνειδησιακής εξέλιξης.Οι υλικές συνθήκες της ύπαρξης της αποτελούν από μόνες τους ικανή συνθήκη για να τεθεί στο προσκήνιο ως επαναστατικό υποκείμενο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νομοτελειακά προκαθορισμένο είναι η επανάσταση της να φέρει την αναρχία χωρίς την πολιτική παρέμβαση του αναρχικού προγράμματος.
Σημαντικό και απαραίτητο στοιχείο είναι η ταξική οργάνωση των εργαζομένων χωρίς κηδεμονίες. Αυτή η οργάνωση είναι που εγγράφει στο ένστικτο των εργατών ότι μπορούν πράγματι χωρίς αφεντικά, ταξικά και πολιτικά. Η πρωτογενής δράση των εργατών/τριων και η αδιαμεσολάβητη συλλογικοποίηση τους στους οικονομικούς, ταξικούς, διεκδικητικούς αγώνες δημιουργεί το πρώτο αναγκαίο στάδιο της επαναστατικής συνείδησης: την ταξική συνείδηση. Αυτή είναι ενδογενής και δεν έρχεται από τα έξω, αναπτύσσεται διαλεκτικά από τις υλικές συνθήκες της ύπαρξης της εργατικής τάξης και τους στόχους πάλης για τους οποίους οι εργαζόμενοι αγωνίζονται.
Η ταξική συνείδηση δεν συνεπάγεται και δεν ταυτίζεται με συνείδηση επαναστατική. Αν δεν προέρχεται απ’ την αυτοδιοικούμενη και από τα κάτω πρωτοπρόσωπη δράση των εργαζόμενων μαζών, δεν μπορεί καν να υπερβεί την συνδικαλιστική και διεκδικητική δράση, πόσο μάλλον να αποφύγει την υπαγωγή των εργατικών αγώνων σε εξωτερικούς πολιτικούς σχεδιασμούς και τους μηχανισμούς τους. Αλλά και η η ταξική συνείδηση που αναπτύσσεται από μη διαμεσολαβημένους αγώνες και πάλι δεν είναι αρκετή για την μετάβαση από την διεκδίκηση στην επαναστατική προοπτική. Χρειάζεται και ο οργανωμένος πολιτικός αγώνας και το επαναστατικό πρόγραμμα για μια άλλη κοινωνία καθώς και το οργανωμένο πολιτικό κίνημα που θα το προωθήσει και θα καλέσει τους εργαζομένους να οργανωθούν ακηδεμόνευτα για να προχωρήσουν τους αγώνες τους (ακηδεμόνευτα ακόμη και από τους αναρχικούς) και ταυτόχρονα θα τους υπενθυμίζει ότι δεν αρκεί καμία επιμέρους νίκη για να έρθει η ανατροπή και ότι για την απαλλαγή από την εκμετάλλευση, στόχος αποτελεί η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο εργατικός έλεγχος από και για τους εργαζόμενους, χωρίς κράτος και “εργατικές” κυβερνήσεις.
Η αναρχική άποψη του οργανωτικού δυισμού ανταποκρίνεται πλήρως στο παραπάνω σχήμα. Οργανωτικός δυισμός σημαίνει διάκριση των επιπέδων οργάνωσης και αυτοτέλεια (όχι αποξένωση) μεταξύ αυτής που συγκροτείται πάνω στην κοινωνική και ταξική ταυτότητα (π.χ. εργατικά σωματεία, λαϊκές συνελεύσεις κ.λ.π.) και αυτής που θεμελιώνεται πάνω στην πολιτική ταυτότητα (αναρχική οργάνωση). Η πρώτη οδηγεί στην ανάπτυξη ταξικής και κοινωνικής συνείδησης και η δεύτερη την ανυψώνει σε επαναστατική. Η πολιτική-αναρχική οργάνωση έχει σαν ρόλο την επεξεργασία ιδεών και προγραμμάτων για την επαναστατική ανατροπή και την κοινωνική ανοικοδόμηση σε άλλες οργανωτικές και αξιακές βάσεις. Η σχέση μεταξύ των δύο επιπέδων οργάνωσης δεν είναι ηγεμονική και όσο θα προχωρά η ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος που οφείλουμε στο εδώ και το τώρα να χτίσουμε, τόσο θα γίνεται και πιο αδιόρατη η διάκριση σε βαθμό που θα χαθεί μέσα στην επαναστατική κοινωνία της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Για την προετοιμασία της Κοινωνικής Επανάστασης είναι λοιπόν αναγκαία τόσο η κοινωνική και ταξική οργάνωση, η συγκρότηση της νέας κοινωνίας στο κέλυφος της παλιάς και η ελευθεριακή οργάνωση της εργατικής τάξης, όσο και η πολιτική οργάνωση των αναρχικών που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινωνικής/ταξικής συνείδησης και την διαλεκτική μεταβολή της σε συνείδηση επαναστατική.Οργανωτικός δυισμός, είναι σχηματικά, αυτό που περιέγραφε η αναρχική συμμαχία που ιδρύθηκε από τον Μπακούνιν ως “η σχέση μεταξύ της επαναστατικής ιδέας και του λαϊκού ενστίκτου”.
Ως Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού όταν μιλάμε για πολιτική οργάνωση των αναρχικών δεν εννοούμε γενικώς και αόριστα την οργάνωση σε συλλογικότητες και την κατακερματισμένη και αποκομμένη μεταξύ τους δράση στα πρότυπα της αφορμαλιστικής διάρθρωσης του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα. Ούτε εννοούμε τον χαλαρό συντονισμό τους σε σταθερές ή ευκαιριακές ανοιχτές συνελεύσεις ούτε καν μια ομοσπονδιακή συνένωση των υπαρχουσών ομάδων (συμπεριλαμβανομένου και της δικής μας) που νομοτελειακά θα αναπαράγει παθογένειες σε ένα δευτεροβάθμιο επίπεδο οργάνωσης. Οι υπάρχουσες ομάδες εξαιτίας του τρόπου λειτουργίας και συγκρότησης του εν Ελλάδι α/α χώρου (ακόμη κι αν διαφωνούν με αυτόν και ειλικρινά επιθυμούν να τον αλλάξουν) δεν μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά σε ένα ανώτερο οργανωτικό επίπεδο. Αυτό που θα συμβεί είναι είτε η δημιουργία ομοσπονδιών συλλογικοτήτων (μετρημένων στα δάχτυλα) χωρίς ιδιαίτερες δυνατότητες δράσης και παρέμβασης είτε πολύμορφα σχήματα που δεν θα μπορούν ποτέ να συνθέσουν ένα σοβαρό επαναστατικό πρόγραμμα και να χαράξουν στρατηγική λόγω μειωμένων συμφωνιών.
Εμείς μιλώντας για οργάνωση εννοούμε την συγκρότηση ενός πολιτικά και τακτικά συνεκτικού αναρχικού φορέα που θα συγκροτηθεί από τα κάτω προς τα πάνω από την αρχή. Από την αρχή θα συγκροτήσει τα κύτταρα του (π.χ. πρωτοβάθμιους πυρήνες περιοχών), τις ενώσεις τους (π.χ. δευτεροβάθμια περιφερειακά σχήματα) και τα πανελλαδικά (π.χ. ένα τριτοβάθμιο πολιτικό συμβούλιο) όργανα του. Σταθερός οδοδείκτης μιας τέτοιας οργάνωσης θα είναι το πρόγραμμα και οι ιδεολογικές και πολιτικές συμφωνίες που δεν θα φοβηθούν να προχωρήσουν και στα πιο στρατηγικά ζητήματα τα οποία είναι αναγκαία για την προετοιμασία, την εκδήλωση και την νίκη της Κοινωνικής Επανάστασης αφήνοντας πίσω οργανωτικές παθογένειες και στρατηγικές αδυναμίες που δεκαετίες τώρα εμποδίζουν την μεταπήδηση από “χώρο” σε κίνημα.
Το ζήτημα της οργάνωσης δεν είναι τεχνικό αλλά πολιτικό ζήτημα. Συνεπώς, πέρα από το κομβικό ζήτημα των οργανωτικών δομών μια τέτοια οργάνωση νοηματοδοτείται και ενσαρκώνεται στην βάση του επαναστατικού σχεδίου της και της προταγματικής και προγραμματικής επεξεργασίας του τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας που πρεσβεύουμε χωρίς γενικόλογα συνθήματα και αοριστίες που δεν μπορούν ούτε εμάς τους αναρχικούς και τις αναρχικές να πείσουν. Δεν γίνεται να προτάσσουμε την καταστροφή του κράτους και του καπιταλισμού χωρίς να μπορούμε να απαντήσουμε τι θα αντικαταστήσει αυτό που θα καταστραφεί.
Απ’ την πλευρά μας έχουμε εδώ και πολύ καιρό δεσμευτεί ότι μια οργανωτική-πολιτική τοποθέτηση θα κοινοποιηθεί και θα συμπυκνώνει συμπεράσματα και θέσεις χρόνων με στόχο να καλυφτούν, έστω σε ένα πρώτο βαθμό, όλα αυτά τα ζητήματα. Ας ληφθεί το παρόν ως μια πολύ μικρή εισαγωγή ως συνέχεια προηγούμενων εργασιών μας που προλειαίνει αυτή την τοποθέτηση. Σε αυτό το πλαίσιο θα ήμασταν ιδιαίτερα χαρούμενοι/ες να διαβάσουμε ή να ακούσουμε απόψεις συντρόφων και συντροφισσών που μοιραζόμαστε ταυτόσημες ή παρεμφερείς πολιτικές και αγωνιστικές αγωνίες.
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και το νέο της επεισόδιο θα προκαλέσουν νέες συνθήκες ακόμη πιο πρωτόγνωρες για τις κοινωνίες και τις εργατικές τάξεις ανά τον κόσμο οι οποίες καθιστούν τις αναρχικές επαναστατικές προτάσεις πιο επίκαιρες από ποτέ, πιο αναγκαίες από ποτέ. Αν το αναρχικό κίνημα θα αποτελέσει πρωταγωνιστή ή ουραγό των εξελίξεων βρίσκεται στα δικά μας χέρια, στις δικές μας αποφάσεις, στην δική μας αγωνιστική και επαναστατική πίστη.