Δέκα χρόνια πριν, τον Απρίλη του 2010, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Γ. Παπανδρέου ανακοίνωσε με διάγγελμα από το Καστελόριζο την προσφυγή του ελλειμματικού και υπερχρεωμένου ελληνικού κράτους στον μηχανισμό στήριξης. Μετά από έναν μήνα, υπογράφηκαν η «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης» με τις χώρες της Ε.Ε και ο «Διακανονισμός Χρηματοδότησης Αμέσου Ετοιμότητας» με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προκειμένου να χορηγηθεί οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα με μορφή δανείου, ύψους 110δις €. Το σύνολο αυτών των συμφωνιών ονομάστηκε χάριν συντομίας “Μνημόνιο”, μια σύμβαση “δανειστή και οφειλέτη” που περιλάμβανε σκληρές δεσμεύσεις για την υλοποίηση του προγράμματος και την εκταμίευση των δόσεων. Κάπως έτσι, ξεκίνησε και επίσημα το σίριαλ της ελληνικής κρίσης χρέους και η οικονομική ύφεση για το ήδη πτωχευμένο από τότε ελληνικό κράτος και συνεχίστηκε με πολλαπλά επεισόδια όπως όλες/οι θυμόμαστε.
Με την κοινωνική κρίση να βαθαίνει και τον εργαζόμενο λαό να ασφυκτιά από τα αλλεπάλληλα μέτρα υποτίμησης της εργατικής του δύναμης, την 1η Μαρτίου 2012 υπογράφτηκε ένα νέο μνημόνιο μεταξύ της μη εκλεγμένης ελληνικής υπηρεσιακής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του ΔΝΤ. Σκοπό είχε την ανατροφοδότηση των συμβάσεων και την συνέχεια των μνημονιακών προγραμμάτων, με τη χορήγηση νέου δανείου ύψους 109 δις € και αναδρομική μείωση των επιτοκίων «διάσωσης». Μέσα στο ίδιο έτος πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση του ελληνικού χρέους στο αγγλοσαξονικό δίκαιο με αρχιτέκτονα τον συνταγματολόγο λαομίσητο πολιτευτή του ΠΑΣΟΚ Βενιζέλο, ενώ είχε προηγηθεί η ίδρυση του οργανισμού αποκρατικοποιήσεων (Ταμείο Δημόσιας Περιουσίας) με σκοπό την πώληση της δημόσιας περιουσίας το 2011. Εν συνεχεία, στις 7 Νοεμβρίου 2012 ψηφίστηκε με την διαδικασία του κατεπείγοντος από την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής του 2013-2016.
Τον Απρίλιο του 2014 η συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανακοίνωσε την πρώτη έξοδο του ελληνικού κράτους στις κεφαλαιαγορές με την έκδοση ενός 7ετους διάρκειας αποπληρωμής ομόλογου. Έτσι, επισφραγίστηκε το πρώτο “επεισόδιο” της προμελετημένης απάτης των “success story” και της δήθεν “εξόδου από τα μνημόνια” που σκηνοθετήθηκε από ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, η καθεστωτική προπαγάνδα, τα κατασκευασμένα μηνύματα “αναθάρρησης” των αγορών και η διάχυση αυταπατών για μια “μετα-κρίση εποχή” δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει τους “επενδυτές”, πόσο μάλλον την πληττόμενη κοινωνική βάση. Στις 10 Απριλίου, ημέρα της επίσημης εξόδου στις αγορές, το κτήριο της Τράπεζας της Ελλάδας χτυπήθηκε από την οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας σε μια κορυφαία δράση αντίστασης στις πολιτικές καταβαράθρωσης και λεηλασίας των προλεταριακών στρωμάτων. Μια ενέργεια λαϊκής αντιβίας με υψηλή κοινωνική αποδοχή, που ήρθε ως απάντηση στην κοροϊδία της άρχουσας τάξης για την “επιτυχία των προγραμμάτων” και την “ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας”.
Καθώς η πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας κλονιζόταν από την κοινωνική απονομιμοποίηση, τις επιθέσεις κατά πολιτικών προσώπων και τις λαϊκές διαμαρτυρίες, οι υπηρεσιακές κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη χωρίς οι κομματικοί σχηματισμοί να μπορούν να εξασφαλίσουν κυβερνητική αυτοδυναμία, δείγμα της μεγάλης κοινωνικής ρευστότητας και πόλωσης που εκδηλωνόταν σε όλο το φάσμα του πολιτικού χάρτη. Εντούτοις, η συσσωρευμένη κοινωνική οργή της περιόδου δεν μπορούσε να βρει διεξόδους με θετικό πρόταγμα, αφού η αδυναμία ανάπτυξης ενός ελευθεριακού επαναστατικού κινήματος ανατροπής και η απουσία επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης υποβίβαζε τους αγώνες από δυνάμει επαναστατικούς σε αιτηματικούς, περιόριζε την αντίσταση σε ευκαιριακές εξεγερσιακές εκτονώσεις και άφηνε το περιθώριο στις δυνάμεις του κεφαλαίου να οργανώνουν τις δικές τους εφεδρείες για την σωτηρία του πολιτικού συστήματος. Από την μία, η άνοδος του ακροδεξιού λαϊκισμού και της εθνικιστικής/ρατσιστικής ρητορείας και από την άλλη, το “χτίσιμο” της “αριστερής ανάθεσης” προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσαν τα δύο κυρίαρχα εργαλεία διαχείρισης της κοινωνικής κρίσης, αφομοίωσης της οργής και κατευνασμού των αντιστάσεων. Αποτέλεσαν τους δύο καταλυτικότερους παράγοντες για την συστημική επανασταθεροποίηση, την ομαλή συνέχεια των μνημονίων και την όρθωση αναχωμάτων στην ταξική/λαϊκή πάλη που δεν μπόρεσε να αποκτήσει ελευθεριακό/επαναστατικό χαρακτήρα με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί σε αδιέξοδο.
Τον Ιανουάριο του 2015 ανέλαβε το τιμόνι της πολιτικής διαχείρισης ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα που πέρασε τις περισσότερες σελίδες μέτρων από κάθε άλλη μνημονιακή κυβέρνηση και σύναψε καταστροφικά μνημόνια διαρκείας. Με τον Α. Τσίπρα πρωθυπουργό, έπειτα από πεντέμισι μήνες διαπραγματεύσεων-φιάσκο και μετά από το ένα κάλπικο δημοψήφισμα (5 Ιουλίου 2015), υπογράφτηκε στις 13 Ιουλίου συμφωνία με τους δανειστές για ένα νέο πρόγραμμα ή αλλιώς το 3ο Μνημόνιο. Στο πλαίσιο της τρίτης δανειακής σύμβασης το ελληνικό κράτος θα λάμβανε δάνειο ύψους 86 δις €, το οποίο επρόκειτο να παραδοθεί σταδιακά από τον Αύγουστο του 2015 έως τον Ιούνιο του 2018, με σκληρά μέτρα να συνοδεύουν τις 4 αξιολογήσεις του χρέους έως την λήξη του προγράμματος. Ενδεικτικά αναφέρουμε την ψήφιση και εφαρμογή του Πολυνομοσχεδίου (νόμος 4472/2017) στις 18 Μαΐου 2017 το οποίο χαρακτηρίστηκε από την ομάδα μας ως 4ο Μνημόνιο και περιελάμβανε μέτρα ύψους 5.396 δις €, το πολυνομοσχέδιο του 2018 που προέβλεπε ενισχυμένη εποπτεία και στόχους για ματωμένα πλεονάσματα, τον αυτόματο κόφτη δημοσιονομικής προσαρμογής και την μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Για να επιτύχουν αυτές τις δανειακές συμβάσεις «διευκόλυνσης» η πολιτική και οικονομική εξουσία της Ελλάδας υποθήκευσε τις ζωές των σύγχρονων αλλά και των επόμενων γενεών στην ταξική υποδούλωση, την οικονομική λεηλασία και τον πολιτικό/κρατικό αυταρχισμό με μια σειρά υπογεγραμμένων απαιτήσεων μεταξύ ελληνικών κυβερνήσεων και δανειστών ανάμεσα στα οποία: για το 1ο Μνημόνιο: α)δεσμεύεται η Δημόσια ακίνητη περιουσία της Ελλάδας, δεδομένου ότι στο άρθρο 14 παράγραφος 5 αυτή παραιτείται «αμετάκλητα και άνευ όρων» από κάθε ασυλία που της παρέχει η εθνική της κυριαρχία, β) η Ελλάδα δεν μπορούσε να ζητήσει δανειακή βοήθεια από άλλη δύναμη εκτός των δανειστών της, σύμφωνα με το άρθρο 4 που προέβλεπε την ολοκληρωτική δέσμευση της δημόσιας περιουσίας της γ) βάσει του νόμου 3845 του 2010, ο υπουργός οικονομικών έλαβε εξουσιοδότηση να υπογράφει για την Ελλάδα, χωρίς κύρωση των συμβάσεων από την Ελληνική Βουλή- για το 2ο Μνημόνιο : α) μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού σε όλα τα κλιμάκια του βασικού μισθού (από 751,39€ σε 586,08€) και 32% στους νέους από 18 έως 25 ετών (από 751,39€ σε 510,95€), β) περικοπές συντάξεων, επιδομάτων, δαπανών υγείας κλπ γ) πλήρες άνοιγμα 20 κλειστών επαγγελμάτων και εξατομικευμένες ή επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας αντί για τις κλαδικές- για το 3ο Μνημόνιο : α) ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος β) ιδιωτικοποίηση 50 δισεκατομμυρίων κρατικών περιουσιακών στοιχείων γ) «εξορθολόγηση» του συστήματος ΦΠΑ και διεύρυνση της φορολογικής βάσης για αύξηση των εσόδων, μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, μείωση αυτόματα των δημόσιων δαπανών με σκοπό τα πρωτογενή πλεονάσματα κ.α. – για το Πολυνομοσχέδιο :α) αύξηση από 14% σε 17% η εισφορά των αγροτών, β) κατάργηση του ΕΚΑΣ από το 2019, γ)περικοπή κατά 50εκ € στο επίδομα θέρμανσης. Η κοινωνική πλειοψηφία και κατά κύριο λόγο η εργατική τάξη γνώρισε πολύ καλά, μέσω άνωθεν επιβολής, τις χιλιάδες σελίδες μέτρων και απαιτήσεων που υπογράφηκαν μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια. Σίγουρα πολύ καλύτερα από εκείνους που τις υπέγραψαν.
Κατά την διάρκεια αυτής της δεκαετίας οι κοινωνικές αντιστάσεις εκφράστηκαν με διάφορες μορφές. Την περίοδο του 2010 οι πρώτες κινητοποιήσεις σε όλη την Ελλάδα αφορούσαν γενικές απεργίες, με αποκορύφωμα στις 5 Μαΐου την πανελλαδική απεργία κατά των νέων μέτρων λιτότητας και την εμπλοκή της Ελλάδας στο ΔΝΤ με την πορεία της Αθήνας να είναι μία από τις μεγαλύτερες που έχει καταγραφεί στην πρόσφατη ελλαδική ιστορία και τον αριθμό των διαδηλωτών να εκτιμάται περίπου στις 250.000. Το 2011 μικρά πρωτοβουλιακά κινήματα ξεπηδούν σε όλες τις πόλεις της χώρας και μαζικές κινητοποιήσεις πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ιδιαίτερα τις μέρες που η Βουλή επικύρωνε τα εκάστοτε δυσβάσταχτα μέτρα. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις της 23ης Φλεβάρη, της 11η Μαΐου με το αιματοκύλισμα της διαδήλωσης και τον παρολίγον θανάσιμο τραυματισμό του Γιάννη Κ., το απεργιακό διήμερο 28-29 Ιουνίου 2011 που έμεινε στην ιστορία ως “η μάχη της πλατείας Συντάγματος”, οι συγκρούσεις στις 19 Οκτωβρίου και οι μάχες την επόμενη μέρα με δυνάμεις του ΚΚΕ-ΠΑΜΕ που περιφρουρούσαν την βουλή από την οργή των διαδηλωτών κερδίζοντας συγχαρητήρια από το σύνολο του αστικού πολιτικού συστήματος, είναι μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά αγωνιστικά στιγμιότυπα.
Σε συνέχεια το 2012 και ενώ η οικονομία της χώρας βρισκόταν σε βαθιά ύφεση με την ανεργία σε ποσοστά ρεκόρ, την ακρίβεια να αυξάνεται και με τους επονομαζόμενους τότε και ως «χαράτσια» έκτακτους φόρους να πλήττουν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας συνέχισαν να είναι συχνό φαινόμενο. Στις 12 Φεβρουαρίου η ψήφιση στην βουλή της δεύτερης δέσμης μέτρων και του εγκληματικού PSI σημαδεύτηκε από τεράστιες διαδηλώσεις και τις μεγαλύτερες σε μέγεθος, σφοδρότητα και συμμετοχή συγκρούσεις στην μεταπολιτευτική εποχή στο κέντρο της Αθήνας, όπου δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές έστησαν οδοφράγματα και συγκρούστηκαν με την μισθοφορική φρουρά του κράτους. Η κατάληψη νομικής, που από τις 9 Φεβρουαρίου είχε μετατραπεί σε κέντρο αγώνα από δυνάμεις αναρχικών και πλήθος εργαζομένων και νεολαίων, έδωσε τον τόνο. Στις 4 Απριλίου 2012 στην πλατεία Συντάγματος αυτοκτόνησε ο συνταξιούχος φαρμακοποιός Δημήτρης Χριστούλας, διαμαρτυρόμενος για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Το βράδυ της ίδιας ημέρας πραγματοποιήθηκε διαδήλωση με αφορμή το γεγονός. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους η αρχιτρομοκράτισσα Α.Μέρκελ επισκέπτεται την Αθήνα με το γεγονός να συνοδεύεται με διαδηλώσεις αλλά και επεισόδια καθώς για την επίσκεψη αυτή, λήφθηκαν από την αστυνομία δρακόντεια μέτρα που περιλάμβαναν αποκλεισμούς δρόμων και περιοχών, με σκοπό την ασφαλή της διέλευση.
Σε καθεστώς κοινωνικής και πολιτικής απονομιμοποίησης του εγχώριου πολιτικού συστήματος, ακόμη κι αν οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη με τα ποσοστά αποχής από τις εκλογές να είναι τεράστια, η ανταπόκριση του κράτους στις λαϊκές κινητοποιήσεις όλη αυτή την διετία ήταν μία: βίαιη καταστολή προς πάσα κατεύθυνση. Καμία εξαίρεση. Οι διαμαρτυρίες πνίγηκαν στα χημικά των μπάτσων και στο αίμα των διαδηλωτών. Άκριτα τραυματίστηκαν ηλικιωμένοι, άνθρωποι με προβλήματα υγείας, ανήλικα άτομα και καθένας/καθεμία που αποφάσισε να αντισταθεί έμπρακτα στο ολοκληρωτικό σχέδιο «διάσωσης» που μας ετοίμαζε ο καπιταλισμός και το κράτος. Η απουσία δομών αυτοάμυνας, η οργανωτική αδυναμία να αντιπαραταχθούν στις δυνάμεις καταστολής του κράτους ισχυρές λαϊκές/ελευθεριακές πολιτοφυλακές, η έλλειψη ενός επαναστατικού κινήματος για να εμπνεύσει με στόχους και οράματα σηματοδότησε την “στρατιωτική” ήττα και την διασπορά απογοήτευσης, αφού απ’ την πλευρά των ελευθεριακών, ταξικών δυνάμεων δεν κατορθώθηκε να υπερκεραστεί η ένοπλη ισχύς του κράτους και της αστικής τάξης.
Οι τελευταίες μεγάλες κινητοποιήσεις της περιόδου 2010-12 εκδηλώθηκαν κατά το απεργιακό διήμερο 7-8 Νοεμβρίου με τα σημάδια “κόπωσης” και υποχώρησης των αγώνων να είναι εμφανή. Οι εντάσεις μεταξύ κράτους και πολιτών άρχισαν να αμβλύνονται αφού η έλλειψη επαναστατικού προτάγματος οδήγησε τις αντιστάσεις σε αδιέξοδο. Κάπου εκεί έκανε δυναμική την εμφάνισή της στο πολιτικό σκηνικό η αστική σοσιαλδημοκρατία με εκπρόσωπο τον ΣΥΡΙΖΑ, παρότι η επιρροή του στα “κινήματα”, τις μεγάλες διαδηλώσεις και τις ταξικές/κοινωνικές διεργασίες ήταν μηδαμινή. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκε και δεν ενίσχυσε τις κινητοποιήσεις, επιβεβαιώνει αφενός ότι δεν ήταν υποκινητής (πόσο μάλλον “πρωτοπορία”) τους και αφετέρου ότι η δημοτικότητα του δεν τονώθηκε από τους αγώνες της βάσης, αλλά από την τροφοδότηση των αστικών δυνάμεων. Η δε εκλογική του άνοδος δεν πραγματώθηκε κατά την στιγμή κορύφωσης των αγώνων, αντίθετα ωθήθηκε από την παρακμή τους. Επιπλέον, η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτύπωσε την “ριζοσπαστικοποίηση” τμημάτων της κοινωνίας όπως λανθασμένα ερμήνευαν εκείνο τον καιρό οι διάφορες παραφυάδες του (εντός και εκτός κόμματος) αλλά σηματοδότησε τον θάνατο κάθε προοπτικής της,
Με τις διπλές εκλογές του Μαΐου-Ιουνίου και την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση, η συστημική νίκη και η θεσμική ανάθεση του “αντιμνημονιακού αγώνα” στον κοινοβουλευτισμό είχε αρχίσει να λαμβάνει σάρκα και οστά. Η διαταξική σύνθεση των κινητοποιήσεων με την άλλοτε κραταιά μικροαστική τάξη να αποτελεί σημαντικό τμήμα της, οι εθνικοπατριωτικές κορώνες ενάντια στους “κακούς γερμανούς” που “μας επιβουλεύονται” και η θεσμική πλάνη για το (πράγματι) “αντισυνταγματικό” περιεχόμενο των μνημονίων είχαν αφήσει σημαντική παρακαταθήκη πολιτικής κεφαλαιοποίησης στις συστημικές εφεδρείες (εκ δεξιών και εξ αριστερών) για να καρπωθούν τα “αιτήματα” και τα διακυβεύματα της κοινωνικής οργής. Η αποκλειστική αναγωγή της ευθύνης επιβολής των μνημονίων στους “εξωτερικούς εισβολείς” και στο “γερμανικό 4ο ράιχ”, ήταν το καλύτερο “πλυντήριο” για τις ελληνικές κυβερνήσεις και το ελληνικό κεφάλαιο καθώς η στοχοποίηση των “κατοχικών δυνάμεων” της τρόικα από όλο τον εθνικό συρφετό (από την σοσιαλδημοκρατία έως τον ακροδεξιό λαϊκισμό) απέκρυπτε την σοβαρότητα της κρίσης χρέους της ελληνικής οικονομίας και τον εγκληματικό ρόλο του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου.
Η εθνικιστική ρητορική για την “Ελλάδα-ψωροκώσταινα” μετέτρεπε διαρκώς ένα αμιγώς ταξικό ζήτημα σε εθνικό. Την στιγμή που οι εγχώριοι καπιταλιστές κερδοσκοπούσαν απρόσκοπτα και διόγκωναν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους εν μέσω μνημονίων και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια ολοένα διευρύνονταν, τα κελεύσματα και οι ιαχές για “εθνική ενότητα” μεταξύ πλούσιων και φτωχών διαπερνούσαν όλο το πολιτικό φάσμα. Από τα “κλέφτες-κλέφτες”, τις μούντζες και τις γαλανόλευκες των αγανακτισμένων μέχρι τα εθνικά υπερήφανα “όχι” στα παραπλανητικά δημοψηφίσματα, η αναπτέρωση της “εθνικής συνοχής” υπήρξε διαρκής στόχος του καθεστώτος. Έτσι λοιπόν, αφού οι κυβερνήσεις χαρακτηρίστηκαν “εθνοπροδοτικές” και όχι αστικές, συνεπείς εκπρόσωποι των συμφερόντων του κεφαλαίου, μπορούσαν να βρεθούν στον αντίποδα και οι “αγνοί πατριώτες” εθνομεσσίες, οι σωτήριοι θεσμικοί “μνημονιοφάγοι” (από τον Καμένο και το κάθε εθνικιστικό σίχαμα, έως τον Λαφαζάνη και τον Τσίπρα) που θα “έσκιζαν” τα μνημόνια. Όχι στους δρόμους, αλλά στα κοινοβουλευτικά έδρανα. Όχι επιβάλλοντας το επαναστατικό δίκαιο μιας κοινωνίας που διεκδικεί την ελευθερία της, αλλά εφαρμόζοντας τους “νόμους, το σύνταγμα, το εθνικά σωστό”.
Διαδραματίζοντας λοιπόν, ακόμα και πριν την ανάληψη της εξουσίας τον διαχρονικό ιστορικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, αυτόν της ενσωμάτωσης και του εγκλωβισμού των ταξικών δυνάμεων στον αστικό κυβερνητισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε ως η χρήσιμη συστημική “λάντζα” την κρίσιμη ώρα. Προετοιμάστηκε για τον κυβερνητικό στίβο από τις δυνάμεις των αφεντικών (π.χ. ΣΕΒ), τα καθεστωτικά media και το κράτος για να διαμεσολαβήσει ανάμεσα στην αστική τάξη και τα “κινήματα” οργής σαν η εμπροσθοφυλακή του “κράτους που έχει συνέχεια”. Φερόμενος ως πρωτοπόρος και μεταρρυθμιστής εξ αριστερών, σαν «σωστός» σοσιαλδημοκράτης, ευαγγελίζεται ως αντιπολίτευση το σκίσιμο τον μνημονίων. Αργότερα σαν κυβερνόν κόμμα, καταλήγει ο κυματοθραύστης του χείμαρρου των κοινωνικών αντιστάσεων και μέσω της εφαρμογής μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής ατζέντας ξεπλένει και βγάζει το φίδι από την τρύπα για το κράτος και την αστική τάξη, ψηφίζοντας ουσιαστικά εν τέλει 2 Μνημόνια και επιβάλλοντας μέτρα που υπό άλλες συνθήκες οι κοινωνικές αντιστάσεις θα αντιμετώπισαν με μεγάλα εξεγερσιακά ξεσπάσματα. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της εκλογικής του θητείας ο ΣΥΡΙΖΑ επέβαλλε την θέληση του κεφαλαίου εξυπηρετώντας με υπερβάλλοντα ζήλο τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης, ενώ ταυτόχρονα κατακερμάτιζε κοινωνικά και οικονομικά τις λαϊκές μάζες.
Το καλοκαίρι του 2018 ο απερχόμενος πρωθυπουργός Α.Τσίπρας ανακοίνωσε με διάγγελμα από την Ιθάκη την έξοδο της χώρας από τα προγράμματα διάσωσης και προανήγγελλε την έναρξη μιας «μεταβατικής περιόδου» κατά την οποία η οικονομική πολιτική θα εκπονείται αυτοτελώς από τις κυβερνήσεις, οι οποίες «απαλλαγμένες» πλέον από τις απαιτήσεις των δανειστών θα μπορούν να χαράσσουν την δική τους μακροοικονομική στρατηγική χωρίς έξωθεν δεσμεύσεις, γεγονός που από μόνο του συνεπάγεται «οφέλη» για τον λαό και τους αδύναμους. Χαρακτηριστική δε ήταν η έκφρασή του «περάσαμε από πολλά κύματα για να φτάσουμε σήμερα στον προορισμό μας». Ποιοι όμως πέρασαν στ’ αλήθεια από αυτά τα κύματα;
Η συμβολική αλληγορία με την επιλογή της πατρίδας του Οδυσσέα ως φόντο του διαγγέλματος υπήρξε από την αρχή ξεκάθαρη ως προς τα επικοινωνιακά μηνύματα που ήθελε να εκπέμψει και εναργής ως προς τους σκοπούς που ήθελε να επιτύχει. Η αφήγηση της κυβέρνησης της αριστεράς για την περίοδο του «μεταμνημονίου» βρήκε στην Ιθάκη την μυθολογική αναπαράσταση του «τέλους του ταξιδιού», εκεί που η οδύσσεια του «ελληνικού λαού» βρίσκει τάχα τον λυτρωμό μετά από «μεγάλες θυσίες». Η εικόνα της Ιθάκης επιλέχθηκε για να διαδεχθεί στο «συλλογικό ασυνείδητο» αυτή του Καστελόριζου, την τοποθεσία που διάλεξε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για να ανακοινώσει την ένταξη του ελληνικού κράτους στον μηχανισμό στήριξης.
Η λήξη των δανειακών συμβάσεων το καλοκαίρι του 2018 ήταν κατά βάση η συνεπής τήρηση των μνημονιακών κανόνων. Η διακοπή των δανειοδοτήσεων και η έξοδος της χώρας στις αγορές ήταν μόνο η κατασκευασμένη αναθέρμανση της “συμπάθειας” των αγορών προς τα ελληνικά ομόλογα. Οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης «τόνωσαν» κατά παραγγελία την εμπιστοσύνη των επενδυτών προς την αγορά ελληνικού χρέους, με στόχο μια άμεση μεταπώληση και ένα σύντομο κέρδος στην δευτερογενή αγορά. Σαν ομάδα είχαμε επανειλημμένως μιλήσει για την “απάτη” της εξόδου στις κεφαλαιαγορές και των χαμηλών τιμών των ομολόγων και επιβεβαιωθήκαμε στο ακέραιο τον καιρό του ξεσπάσματος του νέου επεισοδίου της κρίσης, όπου η ανασφάλεια στις αγορές οδήγησε σε μαζικό ξεπούλημα ελληνικού χρέους και ταυτόχρονη στροφή προς “ασφαλή καταφύγια” (π.χ. γερμανικά ομόλογα.)
Εν συνεχεία, η λήξη των δανειακών συμβάσεων σήμαινε την συνέχεια των μνημονίων χωρίς την παράλληλη οικονομική στήριξη από τους “δανειστές”, εφόσον είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο των αξιολογήσεων του χρέους όλοι εκείνοι οι μηχανισμοί που φρόντιζαν την αυτοματοποιημένη εφαρμογή των μνημονίων, ανεξαρτήτου αν βρίσκεται σε ισχύ κάποια δανειακή σύμβαση. Η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα έως το 2060, πλεονάσματα που αν δεν καλυφτούν θα αντιμετωπιστούν με τις δέουσες “δημοσιονομικές παρεμβάσεις”, το υπερταμείο ιδιωτικοποιήσεων, η μείωση των συντάξεων και η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης είναι μόνο μερικές «παρακαταθήκες» του ΣΥΡΙΖΑ που δεν μπορούν να κρυφτούν πίσω από κανένα «αντιμνημονιακό» ή «μεταμνημονιακό» μύθευμα. Όσοι μίλησαν για το “τέλος της κρίσης” και υιοθέτησαν τα μυθεύματα για το “τέλος των μνημονίων” είτε μέσα από μια αποπροσανατολιστική ρητορική ασάφειας “η κρίση έγινε κανονικότητα” είτε χωρίζοντας την περίοδο των μνημονίων με τερματικό σταθμό το 2018, στην πραγματικότητα έπαιξαν πολιτική στην αρένα της μεγαλύτερης απάτης του ΣΥΡΙΖΑ, μεγαλύτερης και από του προεκλογικού “σκισίματος”.
Με την Νέα Δημοκρατία να λαμβάνει την κυβερνητική σκυτάλη, οι διακηρύξεις για το «τέλος της κρίσης» και τα success story για την «επιστροφή στην κανονικότητα» πάνε και έρχονται. Παρόλα αυτά τα μηνύματα για μια Νέα Ύφεση και ένα νέο επεισόδιο της συστημικής κρίσης ήταν ξεκάθαρα. Έτσι η ΝΔ έρχεται με τη σειρά της να πείσει την ελληνική κοινωνία ότι «έφτασαν οι καλύτερες μέρες» αποσιωπώντας τα πραγματικά δεδομένα και μέσω μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής γραμμής προλειαίνει το έδαφος για περαιτέρω καταπάτηση εργατικών κεκτημένων, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ιδιωτικοποιήσεις παντός είδους, τη λεηλασία του φυσικού πλούτου της χώρας κλπ. Την ίδια στιγμή, η προετοιμασία για τον ερχομό της νέας ύφεσης και την καταστολή επερχόμενων εκρήξεων κοινωνικής οργής γίνεται επιτακτική: επανεμφάνιση της μηχανοκίνητης συμμορίας (πρώην Δ), αστυνομοκρατία στις γειτονιές, ρατσιστικά πογκρόμ στους δρόμους από ένστολα καθάρματα, στρατοπέδευση αστυνομικών στα Εξάρχεια κ.λ.π. Μια “ατζέντα” που από κύκλους φιλικούς προς τον ΣΥΡΙΖΑ γίνεται αντιληπτή ως “ιδεολογική εμμονή της δεξιάς” και μέσω μιας στείρας αντικατασταλτικής ρητορείας επιχειρείται να αναδειχθεί ως “φασιστική” με έναν διττό στόχο: να παρουσιάσει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ως πιο “προοδευτική” και “ήπια” στην διαχείριση των αντιστάσεων και συγχρόνως να αποκόψει την ταξική μήτρα του κρατικού αυταρχισμού. Ως αποτέλεσμα, αρχίζουν να πυκνώνουν οι διαδηλώσεις ενάντια στον “φασισμό της ΝΔ” μετά από κάθε εκκένωση κατάληψης ή βίαια γεγονότα (π.χ. Κυψέλη) ενώ οι κινητοποιήσεις με πιο σαφή πολιτικά περιεχόμενα, οι αντιστάσεις ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης, της όξυνσης της εργασιακής εκμετάλλευσης περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Με τις ενδείξεις πως η κρίση δεν τελείωσε ποτέ, αλλά αντιθέτως βαθαίνει να είναι πολλές και έκδηλες στην παγκόσμια οικονομία, ένα νέο επεισόδιο της κρίσης ξεσπά για να επιβεβαιώσει αυτή την συνθήκη. Η πανδημία του Covid-19 αλλάζει ριζικά και διαπαντός το ρου της παγκόσμιας κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ιστορίας. Από όποια οπτική και αν παρατηρήσουμε την τρέχουσα κατάσταση, το νέο επεισόδιο της κρίσης επιβεβαιώνει τις αδυναμίες του συστήματος που διαιωνίζονται και καλύπτονται επικοινωνιακά από μια πληθώρα καθεστωτικών ιδεολογικών μηχανισμών, επιβεβαιώνει το πόσο ευάλωτο και απροετοίμαστο είναι για περιόδους «έκτακτης ανάγκης» που το ίδιο δημιουργεί και διαχειρίζεται χωρίς την καθολική κοινωνική συναίνεση καθώς και πόσο αναγκαίο είναι για το καπιταλιστικό σύστημα να επιβιώσει από την Νέα Ύφεση στην οποία εισέρχεται η παγκοσμιοποιημένη αγορά. Έτσι, για άλλη μια φορά τα αφηγήματα για την «τελειότητα του καπιταλισμού» (sic) και το «τέλος της ιστορίας» με βάση το σημερινό κρατικοκαπιταλιστικό μοντέλο διαχείρισης των κοινωνικών υποθέσεων, κατακερματίζονται και αν μη τι άλλο η όποια ρεφορμιστική προοπτική και μεταρρυθμιστική πρόταση για «εξανθρωπισμό» του συστήματος εκδηλώνεται πλέον ως ανεδαφική και ατελέσφορη για τις κατώτερες βαθμίδες της ταξικής διάρθρωσης. Η επιθετική αναδιάρθρωση του παγκόσμιου κεφαλαίου φέρνει όλο και πιο κοντά το ενδεχόμενο επιβολής νέων Μνημονίων ή μέτρων ισχυρού “δημοσιονομικού ελέγχου” τα οποία θα επιφέρουν ότι ακριβώς ζήσαμε αυτά τα 10 χρόνια ακόμη πιο εντατικοποιημένα. Καταπάτηση εργατικών δικαιωμάτων, χιλιάδες απολύσεις σε όλους τους κλάδους, επισφαλής και απλήρωτη εργασία, κατακρεούργηση κοινωνικών ελευθεριών και αντιστάσεων, περισσότερα σπίτια στο σφυρί των τραπεζών, περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, λιγότερες δημόσιες δαπάνες, φόροι από το πουθενά, κατακόρυφη άνοδος του ποσοστού εκείνων που ζουν υπό ή στο όριο της φτώχειας. Με άλλα λόγια, εξαθλίωση , ανέχεια, πόνος και θάνατος είναι αυτά που για το άμεσο μέλλον μας υπόσχονται ώστε να μην εξεγερθούμε.
Μα πώς να μην εξεγερθούμε; Πώς γίνεται να αφήσουμε αναπάντητες τις προσβολές που δέχεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Σε έναν κόσμο για λίγους δεν χωράει κανείς και καμιά μας. Ως Αναρχικοί/ες στεκόμαστε ενάντια στα σχέδια του ληστρικού καπιταλισμού που μόνο σκοπό έχουν την υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής σε απλή επιβίωση, την καταπάτηση και λεηλασία της Γης, την κατάργηση των κοινωνικών και εργατικών κεκτημένων, την άπληστη κερδοφορία των κεφαλαιοκρατών μέσω της ιδιωτικοποίησης της υπεραξίας της εργατικής μας δύναμης. Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης. Μιας κοινωνίας χωρίς κράτος αλλά με εργατικές ενώσεις, συμβούλια Κομμούνων (κοινοτήτων) και λαϊκές συνελεύσεις που θα διασυνδέονται σε συνομοσπονδιακό επίπεδο, που θα λαμβάνουν αποφάσεις με οριζόντιες διαδικασίες δίνοντας σε όλους/ες την δυνατότητα να αποφασίσουν για τη ζωή τους. Μια κοινωνία όπου μέσω της αντικατάστασης της ιδιοκτησίας από την κοινωνικοποίηση όλων των αναγκαίων προς τον άνθρωπο προϊόντων και υπηρεσιών, θα δώσει χώρο στον καθένα και την καθεμιά να διαπρέψει προσφέροντας στην κοινότητα τις ικανότητες με τις οποίες προικίστηκε από τη Φύση και όχι δουλεύοντας με μόνο σκοπό τον βιοπορισμό. Προτάσσουμε μια φεντεραλιστική κοινωνική οργάνωση, που βασική της αρχή θα είναι: «από τον καθένα με βάση της ικανότητές του-στον καθένα με βάση τις ανάγκες του.» Η αστική δημοκρατία, η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, το κράτος, η οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ο (νέο)φιλελευθερισμός και οι εκπρόσωποί του είναι θεσμοί, έννοιες και πρόσωπα που πρέπει κατ’εμάς να καταστραφούν και να αντικατασταθούν από την αποκεντρωμένη οργάνωση σε κομμούνες, τον συνομοσπονδισμό, την κοινοκτημοσύνη, την οικολογία, τον αλτρουισμό, την αλληλοβοήθεια και την εθελοντική συνεργασία.
Για να πραγματοποιηθούν οι σκοποί μας θεωρούμε πως πρέπει να ταχθούμε στην προοπτική της μοναδικής συνθήκης που θα επιφέρει αυτή την πολυπόθητη αλλαγή, την Κοινωνική Επανάσταση. Να μεταβούμε δηλαδή στην δίκαιη αταξική-ακρατική κοινωνία που οραματιζόμαστε μέσω ενός συγκεκριμένου επαναστατικού προγράμματος, με συνολικές οργανωτικές θέσεις και προτάσεις γύρω από τα θέματα που απασχολούν την ανθρώπινη κοινότητα και όχι μόνο. Να αντισταθούμε και να ανατρέψουμε το καταπιεστικό καθεστώς που όσο πάει σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό των ανθρώπων. Να διεκδικήσουμε ότι μας ανήκει. Να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Να χτίσουμε ένα ευοίωνο μέλλον για τις επόμενες γενιές. Να αφήσουμε μια επαναστατική παρακαταθήκη στην ανθρώπινη ιστορία. Αν δεν επαναστατήσουμε εγώ, εσύ, αυτός, εμείς, τότε ποιος;;
Με θεματικό κέντρο τα “10 χρόνια μνημονίων” και κεντρικό σύνθημα “Αναρχισμός ή Βαρβαρότητα” διεξάγουμε αυτό τον καιρό μια καμπάνια αντιπληροφόρησης και αντίστασης στις γειτονιές των Αγίων Αναργύρων, του Καματερού, του Ιλίου και των περιοχών που τις περιβάλλουν, με τα μάτια στραμμένα στην προετοιμασία και την οργάνωση για τους νέους αγώνες και τις νέες εκρήξεις που είναι προ των πυλών. Βασικός στόχος της ευρύτερης δράσης μας είναι να φτάσει η φωνή μας σε κάθε σπίτι, σε κάθε εργαζόμενο/η και κάθε νεολαίο των περιοχών διευρύνοντας μεθόδους παρέμβασης και ανακαλύπτοντας νέους. Σε αυτή την προσπάθεια καλούμε τους συντρόφους και τις συντρόφισσες, τους φίλους και τις φίλες που εμπνέονται από τα αναρχικά προτάγματα και τις ελευθεριακές αξίες, που διαπιστώνουν γενικές συμφωνίες με τις αναλύσεις και τις θέσεις μας, σε συμμετοχή και συνοργάνωση για το δυνάμωμα ενός αναρχικού πόλου οργάνωσης, αντίστασης και μάχης στις δυτικές συνοικίες. Είναι ο καιρός της οργάνωσης, της αγωνιστικής στράτευσης, της επαναστατικής ευθύνης και των μεγάλων αποφάσεων για το κίνημα και την κοινωνία που θέλουμε.
Για να βρει επιτέλους η οδύσσεια των καταπιεσμένων την δική της Ιθάκη.